Οτιδήποτε δεν μιλήθηκε από τ' άστρα
το βράδυ, έγινε μια φλύαρη μουριά,
έξω απ' το σπίτι μου,
που παίζει ομοιοκαταληξίες ήλιου με
τα άτακτα κοτσύφια.
Ζέστα· κι αν πεις
να φανταστείς πως θα έχουνε φτάσει
στην πόλη κάτω τα γυαλιστερά λεωφορεία
θυμήσου τις κολλημένες αφίσες, πάνω τους, το τσίριγμα
των φρένων, το αλλοδαπό ασκέρι που πηγαίνει για δουλειά,
τον θόρυβο ήχο
της ξύπνιας συνοικίας.
Ζωγράφισα. Σκέφτηκα. Είπα.
Το μελάνι άπλωσε επάνω στα χαρτιά, ήσυχο, αργό, φτιάχνοντας
μια χώρα ανύπαρκτη, από εκείνες
που βασανίζοντα από τις κακοδαιμονίες που γεννά η σκέψη μας
και
των κακών ενστίκτων ο βόρβορος..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου