...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

24 Αυγούστου 2011

έλα να κατοικήσεις μαζί μου.



Γ

Είναι η μέρα που με μισεί και μ’ έχει  (αυτό το θυμάμαι)
πολλές φορές ξυλοδαρμένο..

Τώρα θέλει να μου φερθεί καλά,
το προσπαθεί και βλέπω
το προσποιητό της χαμόγελο σαν μια γκιλοτίνα
που εγκυμονεί για μένα κινδύνους..

Δες!
Είναι στον μήνα της·
γέννησε·
μου ‘κοψε την ψυχή!

Στο νούμερο 27, οδός Κονίτσης
μένουν οι φίλοι μου, φοιτητές.

Σπουδάζουν πάνω στα γρανάζια
που κι εγώ κι εσύ κινούμαστε:

στοίβες δολάρια, χιλιάρικα, δραχμές!
Φαντασμαγορία!

Οι δρόμοι φωνάζοντας, στριγκλίζοντας, με κορναρίσματα
φρεναρίσματα, κλάξονς-
για να περάσει ένα ασθενοφόρο ή
μια πυροσβεστική…
Καίγεται το σπίτι σου-
Τρέξε αν τ’ αγαπάς-         Αλλιώς
έλα να κατοικήσεις μαζί μου.

Κάτω απ’ τ’ αστέρια υπάρχει πολύς
τόπος-
κι είναι το νοίκι φτηνό,
καλή η διάθεση!
                                                               9.3.1982

Είδα το φεγγάρι να ακροβατεί πάνω σε κεραίες τηλεοράσεων

Β

Φριχτό όπως ο αγγελιαφόρος κάθε πρωί
μου φέρνει την απελπισία!
Στη Σαλονίκη του ’82-

Ένας αέρας πνέοντας πάνω από περισπωμένες καμινάδες
και οξείες ταράτσες.
Είδα το φεγγάρι να ακροβατεί
πάνω σε κεραίες τηλεοράσεων,
σύρματα ηλεκτροφόρα
ή
άλλα
τηλεπικοινωνιών·
αν κρυφάκουγα
καμιά φορά
μόνο «βοήθεια!»
Και πάλι «βοήθεια!»

Σε ένα σπίτι φοιτητή της Σαλονίκης..
Οι ντερμπεντέρηδες φοράνε το σακάκι τους αναρριχτό στις πλάτες·
ένα μαγκάκι καπνίζει·
οι καπνοί
κάνουν το κεφάλι του με τα μεγάλα μαλλιά να αχνίζει..       
Εντάξει..

Είμαι ψυχρός σε σένα, μωρό μου..
Είμαι όπως ένα σούρουπο αρρωστημένο
φθισικό που μέσα του
δεν έχεις διάθεση να κάνεις τίποτα·
κάθεσαι στην πολυθρόνα του κήπου και διαβάζεις
ή καπνίζεις ακούγοντας μουσική..

Όμως
όταν φωνή ανθρώπου και ο άνθρωπος δεν είν’ εκεί-
τρέχει μέσα στις πεδιάδες των ονείρων του-
Δον-Κιχώτης εξακοντίζοντας
ποιήματα·
βρίσκουν τον στόχο·
χαμογελάει στον ήλιο!
Έτσι..

Αν κλαίνε τα ποιήματα που σου γράφω
και ψάχνεις να βρεις την αιτία
σου έχω απάντηση:
Ίσως επειδή τα φαντάζομαι σαν παιδιά νεογέννητα
(ξέρεις κλαίνε τα μωρά)
πολλές φορές χωρίς καμιάν αιτία·
ο ποιητής τους το κατάλαβε το μυστικό:
φοβούνται
την ύπαρξη!

                                                                   8.3.1982  



Εκρηκτικές στάθηκαν οι σκέψεις μου.

Α

Κατσούφιασε η μέρα
με φανατισμένα, βροχόφιλα σύννεφα-
Εκρηκτικές στάθηκαν οι σκέψεις μου.
Το νοητό σώμα του έρωτα μου μίλησε
με περιπλοκάδες λόγων-
Το ψιχάλισμα μου δροσέρευε την όραση γλυκά.
Το απέναντι βουνό συλλογισμένο
κρατά ένα κοπάδι πρόβατα..

Έχω καταλάβει την ζωή μες από μια τρύπα της επιθυμίας μου,
κι αυτή το ίδιο με γνωρίζει
ερωτευμένο αεί!

Τα βράδια
μετά απ’ την ευχή του απογέματος
διαβάζω βιβλία βαριά..

Ένας ποιητής
τον κυνηγάνε οι μούσες και τρέχει
όπου φύγει-φύγει-
σιχτιρίζοντας στιχάκια μελιστάλαχτα
και ουρανοδρόμους ρυθμούς..


Κάθομαι στο ντιβάνι και μονολογώ
ελπίζοντας σε χίλιες δυο ελπίδες.

Το ξεκούμπωτο πουκάμισό μου αφήνει
σαν ένα ρήγμα του καιρού
στα βαθιά να φαίνεται που πονώ..
                                                                           8.3.1982

Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ..


Μες το εκστατικό ξημέρωμα στάθηκε ένας τρανός αρχάγγελος..
Η ψυχή του είχε ένα πρωινό αεράκι-
υποχώρησε το αχνό πέπλο ομίχλης που σαβάνωνε·
το πρόσωπό του
με τα αδρά χαρακτηριστικά
έλαμψε!

Ωραία!
Τι λέω ωραία; Υπέροχα!

Βγήκανε οι δεσποινίδες της Τρίτης     - αυτή ήταν η μέρα-
Ο καλός σαλπιγκτής σήμανε μία νότα «Ζήτω!»
Η Σοφία με το μελαχρινό της μουτράκι
με ρώταγε για το αιώνιο..
Απάντησα με μια φωνή νερένια:   «¨Έρωτας!»
Σκιάχτηκε από τύψη ο ποιητής.
Τα λόγια του γίναν οι φασολιές σ’ εκείνο το παλιό θυμάμαι παραμύθι
που φτάνουν σε μια νύχτα ως τον ουρανό..

Σκαρφάλωσα να δω από ψηλά,
η ώρα έντεκα και φοβήθηκα τους ανθρώπους..
Σαν μικρό παιδί με ντάντεψε η μέρα
ανασηκώνοντας τα μανικέτια της που ζύμωνε
τον άρτο των αγγέλων..

Η δώδεκα, πελώριο μεσημέρι-
νυσταγμένο
κοιμήθηκε
στο μονό κρεβάτι μου..

Με βιας έβλεπα μέσα στους κύκλους των ονείρων του που
ήμουν μαθητευόμενος
μάγος!

Από λάθος μου σήμερα έχουνε γεννηθεί
τα πείσματα και τα καπρίτσια!
                                                                           8.3.1982



ΔΟΞΑ ΣΟΙ..


Κόλακες λένε την βροχή βασίλισσα και την παινεύουν·
λυπημένοι λεπτοδείχτες βασανίζονται
ώρες ατελείωτες
μην τους ξεφύγει δευτερόλεπτο.

Στην κλεισμένη πόρτα
χτύπησε ο χρόνος
μ’ ένα βαρύ και σκούρο πανωφόρι·
ο χώρος άνοιξε κι έμπασε μέσα το συνεταιράκι του
να πιούν κρασί..

Τρεχαλητό ο κοσμάκης.
Σκάζουν οι τίτλοι των εφημερίδων·
πυροτεχνηματικά!
Ο δημοσιογράφος περιγράφει
τον ανθηρό τραγέλαφο της καθημερινότητας
ντυμένο με ένα καρναβαλίστικο κουστούμι..
Απόκριες..

Το μόνο που ξέρω είναι ότι είσαι ένα νούμερο τηλεφώνου:
Ντρίνν! για ένα «Εμπρός! Λέγεται…» αντάλλαγμα

-«Δεσποινίς τι να πούμε;

Έχω γίνει κουρελαρία ψυχή απ’ την στράτευση,
κουρελαρία κορμί απ’ το ποτό,
βλέπω διπλά τα υπέροχα λόγια σου τώρα που δεν μιλάς,
τρίδιπλα τα χέρια σου και νομίζω πως με χαϊδεύουν·
κάνω παρέα με βαρύ ζεϊμπέκικο..

Είναι πολλές φουρτούνες της ζωής και η φτενή ύλη που είμαστε
καμωμένοι
τις μεγαλώνει·
ο πόνος είναι πάντα δίκοπο μαχαίρι
για μια πληγή του δέρματος και μία
στο βάθος, ως το κόκαλο.
Έτσι..

Κι ούτε φταίω εγώ που ασωτεύω μες σε ποιήματα
παραβγαίνοντας στο τρέξιμο
με φαντασία καλπάζουσα.

Γιατί ελπίζει μία θλίψη απ’ Ομήρου
μ’ απανωτές γενιές ποιητών λησμονημένους
μια μέρα να βρει την υγειά της..

Ένα «Δόξα Σοι ο Άνθρωπος!» που είπα
και που γλίστρησε μες το αυτί πολλών αιώνων
μέλλει να γίνει οβολός και νέο νόμισμα
σε κατακαίνουριες, λάμπουσες κοινωνίες!
5.3.1982

ΑΙΘΡΙΑ..


Κήπε φωτεινέ, ξημερώνει το άνθος σου,
μες τις καυτές γεωγραφίες.

Παλινωδίες αγγέλων,
φωνές που ηχούν ατέρμονα,
πετούν προς τον μεσημεριανό ύπνο μου·
ολόκληρε πόθε!

Αναγκασμένος σε ποιήματα!
Έχει γίνει ένας ουρανός αιθρία-
βάζω τις σκάλες στα μικρά μπαλκόνια
να κατεβούν οι κοπελιές.

Οι αγαπητικοί πετούν λευκά τριαντάφυλλα
που πολλαπλασιάζουν τα φύλλα τους
επί τέσσερα-
χρώματα της αθωότητας
εκατόν είκοσι..

Ευεξήγητος αυτός ο μπόμπιρας·
είπε «Χαίρετε!»

Κι εσύ «χαίρετε!»
Αύριο θα μεγαλώσεις σε σχήμα φοβισμένου ανθρώπου,
θα ξενιτευτείς να κάνεις λεφτά,
θα επαναπατρίσεις
ροζιασμένα χέρια
ανήμπορο κορμί
τσέπες άδειες..
Για την φωνή σου υπάρχει
σοφία Ομηρική..

Η ώρα βαδίζει οχτώ και τέταρτο·
κουζουλός ήλιος·
ο φίλος μου στολίζεται με φαντασία·
μονολογεί πως είναι λάθος
«Να χαρίζεις» λέει «μόνο να χαρίζεσαι..»


Θεία μου Λένη στο χωριό!
Στο Μόλυβο, στο νησί..

Το πρωί ξύπνησε,
τσάκισε ένα κλωναράκι
βασιλικό,
το ‘βαλε στο μισοκουμπωμένο της μπολκάκι
γινάμενη αειπάρθενη!

Χαράς με, για ένα φλάουτο!
Μια κιθάρα ακομπανιάρει τον πόθο μου·
η κοπέλα βγαίνει λίγο στο μικρό της παράθυρο
φορώντας ένα λιγοστό ρούχο..

Δυο ώριμα μάτια την κοιτούν,
Σαστίζουνε!
Φίλε κουράγιο!
5.3.1982

ΖΕΦΥΡΟΥ 37, ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ 10. ΗΡΑΚΛΕΙΟ.


Είναι σκοπός να συμμερίζεσαι το δύσκολο έργο των αγγέλων.
Ανθούν πολύ μυρωδικά οι πνοές τους.
Η δεσποινίς κάνει περίπατο μέσα στο κήπο
όλο τριανταφυλλιές πολυόμματες και ένα ρείθρο
που κυλάει ένα χαρούμενο νερό..

Η δεσποινίς συμπαθεί τα ερωτότροπα άνθη:
εκείνα που σκύβουν το κεφαλάκι τους
σα να φιλιούνται..

Ηδονές!

Ο κόρφος της είναι ένα υπέροχο θέρετρο·
είν’ ένα σπίτι ερημικό
που πέρασα πολλές νύχτες ευφωνικές μέσα του δειπνώντας
ποιήματα.

Κάποτε αγγίζει το εμβρόντητο φωνήεν της παρθενιάς της,
σε μια κίνηση διορθώνοντας το ρούχο της..
Τσιρίζει η πλάση!
Ωραία ως εδώ!
Ζωγραφική!
Μεσημέρι..

Θα καθίσει ο ήλιος πάνω στα μαλλιά της..

Πάντως πρόλαβε ο Ζέφυρος.
Τον κατοίκησα στα τριάντα εφτά του-
Εκείνη μένει στην θεά του Έρωτα-
αριθμός δέκα..

Στεγνό τοπίο λιόχαρο·
ομιλητικό είναι το πεύκο-
λιγοστό σαν καημός
στα στήθη μου όταν έχω κέφια.

Ωστόσο ο αιώνας μου δυσωδία,
αποσυνθεμένο πτώμα.

Οι ιστορικοί απορούν
σε κάθε αράδα της ιστορίας που γράφοντας
χρειάζεται τόση απολύμανση
για ν’ αντέξουν..

Κονσέρτο για δυο άτσαλους πυγμάχους!

3.3.1982











23 Αυγούστου 2011

ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ…

Οι μέρες είναι λόγχες, λόγχες, λόγχες

στα παλιά λατομεία τα απέναντι
και είναι ένα κανιβαλώδικο πρωί.

Πυρετική Αυλίδα..
Ουρανοκατέβατος ήλιος..
Η σκιά είναι το είδωλό μου πάνω
στην γριά πλάτη της γης.

Ονειρεύομαι..

Πόλεις βαριές που τις πνίγει
ο λόξυγκας του χρυσού.
Ο εμετός τους έχει ραδιενεργό ταχύτητα..
Δεν θέλω..
Δεν θέλω..

Να ζούσαμε σ’ ένα χωριό, μες τα αιώνια δέντρα,
σε καμαρούλα μια σταλιά.
Πάνω απ’ το κεφάλι μας να αιωρούνται
ποιήματα φωτιστικά..

Ωστόσο οι Βάκχες έχουν διαμελίσει το κορμί μου.
Μια μέρα ένας βοσκός έφερε αυτό το χέρι
που πλέκει στιχάκια.
Το βρήκε σε μια βαθιά ρεματιά·
φώναζε όπως τα βατράχια..

Κυνηγητό με τον εαυτό μας..

Αυτοδιορίζομαι σημαιοφόρος
στις τάξεις των αμάχων σπουργιτιών!
2.3.1982


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ!

Η Αυλίδα καλημέριζε την άνοιξη από Μάρτη λιακάδας.
Κροτάλισαν οι σημαντήρες του θάρρους μου.

Έχεις ακόμα εκείνους τους μηρούς
μαγνητισμένους στην κώχη τους
και γενναίους όπως ένας καρπός απαγορευμένος;

Αφουγκράζομαι κάτι απ’ τα μέλλοντα.
Το τσαλαπατημένο φιλότιμο της νιότης μου
μακάρι κι η ιστορία να το ‘χε αθωώσει!
Η Γαλλία έχει αναθαρρήσει πια!
Βλέπω το φουσκωμένο στήθος της όλο
κομπασμό και ρητορεία..
Ιπτάμενοι δίσκοι είναι οι απορίες μου.. Τι;

Η Ιφιγένεια κάθεται πάνω στην πλώρη μιας αρχαίας τριήρης:
«Έϊ φαντάρε, για πού;»
-«Να, εδώ πιο πέρα… Φαίνεται
λέει η ζωή που χαστουκίζει τον φτωχό πατέρα μου-
οι πλούσιοι περνούν καλά..»

Λόφοι ένα-γύρω,
φυλάκια,
βόμβες..
Ο πόλεμος δεν είναι πρόσωπο ένα, είναι χίλια.

Ιφιγένεια εσύ ξέρεις την θυσία από άνεμο·
πες μου:
Ποιός πετυχαίνει την πιο πρίμα πλεύση;
Ο ποιητής; Ή ο συντελεστής του θαύματος;
Όχι άγιος..
Κεραυνώθηκε,
έσβησε,
πάει..

Είναι αυτό το σκαλοπάτι..
Κάθεται μια κοπέλα μάνα και θηλάζει το βυζασταρούδι της..

Γιαγιά ζωή που ξέρεις τόσα
απόψε σε διδάσκω εγώ:

Για την ειρήνη θέλει κόκκινο γαρίφαλο στις κάνες..
Φρένο
για την καλπάζουσα φαντασία..

Ανθρώπινα..

Είμαστε μόνο για έναν πόνο, όχι δυο!
2.3.1982







ΔΙΑΦΟΡΑ..


Πολύ καλά τα ενήργησε η φτήνια της ζωής
για να ‘μαι άνθρωπος απλός, μαέστρος-
ειδωλολάτρης στο έπακρο..

Ώ Ήλιε, ζουμερέ, κακεντρεχή
φτου, να μην σε βασκάνω!

Πείσμα της θέλησης είναι τα νιάτα σου!
Ακούω: «Παιδάκι μου, εσύ μας τρέλανες!
Τι φοβερή φανφάρα η τσαχπινιά σου!»

Μπα σε καλό σας οι εποχές
στην πολιτεία μέσα που θα κάτσω εγώ
μέσα στα τέσσερα ντουβάρια και
το τσιμεντάρωμα να χοχλακώ
σαν το νερό που βράζει..

Είναι πιο καλός ο ορίζοντας! Το ‘χω πιστέψει!

Απουσιάζω..

Ψάξτε να με βρείτε
σε δρομολόγια μιας έκστασης!

Πάει να πει που φτιάχνω και χαλάω την τάξη!
1.3.1982


ΣΤΑΘΜΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ..


Αποδιοπομπαίος απ’ όλες τις ομηγύρεις- ακόμη
και αυτές των παραμυθιών-
Λέω..

Ψυχή μου,
ράισμα του ουρανού,

ο καιρός πάει μονοκοπανιά, δεν λογαριάζει
εμάς τους φτωχούς που υποφέρουμε, υποσιτιζόμαστε
σε όνειρα..
Δυστυχία!

Βραδιάζει στον σταθμό Λαρίσης·

ένα πικρόχολο σαββατόβραδο αγκομαχάει στον ουρανό,
σαν ατμομηχανή αμαξοστοιχίας.

Ώ θεέ μου!

Υποφέρω- δεν με βλέπεις;
Υποφέρουμε- δεν μας βλέπεις;

Αλήθεια,
τι συγκινεί έναν θεό;

19.2.1982


ΙΣΤΟΡΙΚΟ..


Στην ανηφόρα ενός Οκτώβρη, στις 18 του μήνα αυτού με τα γιορντάνια και τ’ αμολυμένα σκυλιά
πρώτος έτρεξε ο λεβάντες!
Πρωινό σαν σε καθρέφτη!

Στου Φιλοπάππου σκίρτησε η καρδιά μου φτύνοντας
το κουκούτσι της παρθενιάς της!
Ερωτευμένος!

Αυτοί οι λεροί δρόμοι, σαν αρτηρίες και φλέβες σ’ ένα μυώδικο
μπράτσο που αιμορραγεί..
Πύον για την στρεβλή πραγματικότητα·
στον ψίθυρο μιας Κυριακής, απάντηση
από στόμα φαντάσματος: «Σε έχω επιθυμήσει!»

Τα λόγια «ίσως και να σ’ αγαπάω» ή άλλα
που στέκονται στην δηλητηριασμένη λόγχη της γλώσσας
και θυμούνται τις πληγωμένες καρδιές μας σε δύο
χρόνους κατοπινούς..

Έχω καταπιεί τα δολώματα της πίκρας μα δεν είμαι, όχι λυπημένος!
Από την απόφαση που πήρα τραβιέμαι, απ’ το μανίκι με τραβά η ελπίδα σου..

Θυμάμαι δυο κόκκινα τριαντάφυλλα που προσφέρθηκαν.
Εγώ περιγέλασα το δικό μου τσακίζοντας
την χάρη του με τα σκληρά μου δάχτυλα-
το χάρηκε το άρωμά του ένας άλλος.

Αυτή ήταν μια μικρή Γαλιδούλα ονόματι
Ευαγγελία Λουκία!

Ήπιαμε ουζάκι ρεμβάζοντας στη στοά του Αττάλου:
όλο βούλες πράσινες, κόκκινες στη φαντασία
ενός διοπτροφόρου κωθωνιού..
Έρωτας για δύο μάτια ντροπαλά, φανατισμένα
από μεράκια της λογοτεχνίας!

Το μετρό σκίζει την καρδιά της πρωτεύουσας!
Είναι με καυσαέριο αποχαυνωμένη η ατμόσφαιρα:
ορίζοντας κακός για ένα αεροπλάνο..

Πάνω στις καρδιές των φίλων μου στρογγυλοκάθισε η έκπληξη..
Φέρθηκα γύπας..
Εξηγήσεις.. παρεξηγήσεις.
Θέλησε η ζωή μου να διαλέξει τους σκληρούς τρόπους..
Έσφαλλε…

Τέλος πια!
Κραυγαλέα!
Έχει ξημερώσει ένα μεγάλο πρωινό, χάρισμά μου!

Γυμνός ολότελα,
μακροβουτώντας
στον μύθο μου!

Στους πρώτους εαυτούς μου, αντίο!

18.2.1982

ΦΑΝΤΑΡΟΣ Ο ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ..





Δεν ξέρω τι ν’ αποκριθώ..
Όνομα από θρυμματισμένα φωνήεντα είναι το απόγεμα·
βλέπω το κιτρινωπό νερό της βροχής
που κυλάει ήρεμο και αποπέρα βρίσκει
την επιθυμία της διψασμένης γης.
Φλεβάρης!

Ο ουρανός κατρακυλάει στην τσουλήθρα του ορίζοντα!
Τρεμουλιαστό,
Ηχηρό,
θρηνητικό είναι το βουνό·
τα παγωμένα πόδια του ζεσταίνονται λιγάκι
μες το φαρδύ παπούτσι της πεδιάδας!

Φανερώνεται όλο το μήκος της μοναξιάς
με συλλαβές όπως «ώχ, δεν μπορώ πια!» την ώρα που γέρνει
η μικρή βοσκοπούλα, η φίλη μου..

Τριγύριζε όλη την μέρα μες το κρύο.
Ξαπλώνει στο στρώμα της, «αχ, θεέ μου!..»

Είμαι ο εν Αυλίδι υπηρετών·
πώποτε μην μετανοήσας·
που πονάει το αίμα μου από ποίηση·
που στοχάζομαι λευκά μέσα στα μαύρα·
προετοίμασα τον εαυτό μου για ένα κομφούζιο αναπόφευκτο·
να ‘μαι!
Είμ’ εδώ!
Ποιός δεν φοβάται
ν’ αντικρύσει τα μάτια μου;

Με απόπειρες λιποταξίας, απειράριθμες
φαντασιώσεις, ο Θανάσης
φίλος μου καλός, μετά Χριστό, και προ διαβόλου
μια μέρα μου ‘πε:
«Σιχαίνομαι να ‘μια μιας χρήσης…»

Θανάση, όχι!
Δεν είμαστε μιας χρήσης!
Δεν είμαστε μιας χρήσης!


…Και λοιπόν, όπως έλεγα
η πίκρα μου ανέβαινε στο λαρύγγι..
Γύρω μου ήταν ένα τοπίο αδυσώπητης νύχτας.
Παροξυσμός του χειμώνα,
Βοριάς,
Ανεμόβροχο..
-«Έϊ, ποιός είν’ εκεί;»
-«Βρικόλακας· κι εσύ τις εί;»
-«Σκοπός πανάθεμά με· χέστα..»

Η ιστορία μου που ασχήμυνε, την καταδίκασα και γράφω άλλη..

Βουρ, για να κάνουμε έρωτα αυτοπυρπολημένοι!

28.2.1982



Η ΜΟΝΑΞΙΑ..


Είναι ένα θαυμαστικό στο τέλος ενός μεγάλου τίποτα·
αυτοθαυμάζεται..

Έχει ρίξει άγκυρα το καράβι της λύπης
στα νερά της ψυχής σου.

Αύριο λέω θα υποφέρουμε τον καινούριο πόνο.

Η Μαριάνα ταιριάζει μια ιδιοτροπία γλυκοαίματη
με μια δειλία θανάτου·
υπέροχο!

Παναγιώτη παραπατάς πάνω στο θάρρος σου·
απίθανο!

Εγώ έχω αυτιά μόνο για ειδήσεις που κι αν τις ακούσεις
δεν έχουν πια κανένα ενδιαφέρον.

Λέω κάπως απογειώνομαι κάποια στιγμή με φτερούγες στίχων-
έτσι που ένας γλάρος αφήνει το κατάρτι ενός καραβιού γυρεύοντας τροφή..
Λοιπόν;
Τι γυρεύω;

Διαταγές σκοντάφτουν πάνω στην θλίψη μου·
ο καιρός προστάζει·
ποιός κοιμάται ακόμη όταν σημαίνουν εγερτήριο οι ηχούσες του
ήλιου;

Ποιός είναι ερωτευμένος με εκείνη όταν οι άλλοι σκοτώνονται,
σκοτώνουν τον έρωτα;


Εγώ!
Μ’ ένα κουράγιο ποιητή αποκεφαλισμένου!
Τι γυρεύω λοιπόν;

28.2.1982

ΓΥΝΑΙΚΑ..


Γυναίκα χειμωνιάτικό μου χείλη για ένα φωνήεντο της τρικυμίας·
μπολκάκι ανοιχτό και στήθος κραυγαλέο,

να μιλήσεις μια στιγμή ένα «γειά σας» και να αναστατωθούν οι
μυγδαλιές,
να ράνουν τα μαλλιά σου..

Έμαθα όλο προσταγές φτηνές μα υπερυψωμένες
από αδεξιότητα των ανθρώπων..
Ο κόλπος ήρεμος μα δεν αράζουν τα καράβια·
φυσάει ένας αέρας κρυερός τα βράδυα·
κάθομαι και ξελεπιάζω τις πιασμένες σκέψεις..

-Καλησπέρα, δεσποινίς! Πού πηγαίνεις;
-Είναι ένα αίνιγμα βαθύ και χλοερό·
μέσα του σπαρταρούν οι αγάπες·
την χώρα την λένε Όνειρο και Σήμερα τον τόπο..

-Εϊ δεσποινίς, περίμενε, θα ‘ρθω και γω.
Βαριέστησα ν’ ακούω λόγια
που βροντούν μια στο αναίτιο και σβήνονται μετά..

Η νύχτα κατεβαίνει εξημερωμένη εντελώς πάν’ από τα κατάρτια τόσων αστεριών ναυαγισμένων·
διστάζει το στόμα μου,
ξαρχής,
μετά φωνάζει «έλεος»-
για μια ζαριά του φεγγαριού την δίνω την ζωή μου!

-Εϊ δεσποινίς, πού θα ‘σαι όταν θα σου πω πως σ’ αγαπάω;
-Η ίδια θα ‘μαι τώρα δα που σου αντιμιλάω:
«Σφίξε την ζώνη του εαυτού σου για ένα σάλτο ανάμεσα από τις
ανελέητες φωτιές·
μην φοβηθείς,
κανένας δεν πεθαίνει νέος..
Σαν έρθει εκείνη η ώρα όλοι έχουν ηλικία χαλασμένου πια δοντιού,
μασάνε μόνο λόγια,
ο καθένας είναι πια χυδαίος..»

Ακρωτηριάστηκε ένα φεγγάρι που ήταν-
δεν μπορώ πια να ελπίζω στο ζάρι του·

καλημέρα σε όσους θα χαμογελάσουν μετά
να καλοπιάσουν το ερχόμενο αύριο..

Γυναίκα αν σταματήσεις εδώ
ανάμεσα στα πικρά μου λόγια
(μπαίνει η άνοιξη)
βοήθησέ με με χέρι στοργής!

Βοήθησέ με με χέρι στοργής!
Αντίο!
27.2.1982

ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ..


Είναι ένα αλάνι του λιμανιού..
Το σφύριγμά του στέκεται ανάμεσα σε δυο βαπόρια που φορτώνουνε καπνό..

Διπλοπόδι σιχαίνεται την επαύριο ο θεός μου πίνοντας
την σταξιά του από τσίπουρο της νεφοταραχής·
βαστάει τα νεφρά του κάθε τόσο
φτύνοντας καταγής..

Αυτός είναι ένας άγγελος.. Αδιάφορος!
Κι αυτός είναι ο ήλιος.. Έχει ένα ύφος!

Κορδωμένος είναι ο αέρας- Το πήρε πάνω του!
Τα δέντρα του στρατοπέδου
έχουν ένα μακρύ, συρτό τραγούδι
όλο πευκοβελόνες και νότες αγκαθερές..

Τα λα της μουσικής τους κλίμακας
είναι η θλίψη ενός φαντάρου που στενοχωριέται γιατί
(κι εγώ στην θέση του)
έχει ένα τσουβάλι που γέμισε - φασούλι το φασούλι..

Μου χυδαιοποιεί την τάξη του μυαλού μου ο καταναγκασμός!

16.2.1982


Εκείνο που είδα πολλές φορές να μου δραπετεύει απ’ την φωνή ήταν το χρώμα·

24.

Θυμωμένος εφέτος ο χειμώνας
παίζοντας ένα ακορντεόν… Η Λίτσα
κάθονταν στο μικρό γραφείο της,
στο πλάι της βιβλιοθήκης.
Ολημέρα
ένα μικρό γατάκι στα χέρια της..
Εγώ - δεν ήμουν εκεί εγώ-
της έγνεφα να σταματήσει επιτέλους!
Έξω από το σπίτι είχαν πιάσει τ’ άρματα και πολεμούσαν
λυσσαλέα οι επιθυμίες.

Εκείνο που είδα πολλές φορές να μου δραπετεύει απ’ την φωνή ήταν το χρώμα·
το περίγραμμα το είχα κερδίσει·
ο κονδυλοφόρος έγραψε «έϊ παιδιά
μην με ξεχνάτε…θα γυρίσω…»
πάνω στο κούτελο της τελευταίας μέρας πριν του μισεμού του..

Μετά κουδούνια και επιδρομή του νταχτιρντί για ένα μωρό στην
αγκαλιά της.

Έβγαζε το βυζί του κόρφου της να το θηλάσει αλλά εκείνο
το νεογέννητο ήτανε μια έκτρωση της κοιλιάς του Αυγούστου
που δεν υπάκουσε
στο γάλα της ρόγας της!

Θλιμμένη!

Τώρα ακούει τον αμανέ της γυμνωμένης για τα κέφια του αγά χανούμισσας·
πα’να πει έχει διατάξει
τον εαυτό της σε σιωπή..

Σκουλαρίκι αμάν! Του μαΐστρου αμάν!

Είναι μέσα στην παλάμη μου
το μεγάλο κατάρτι του έρωτα..
Το τιμόνι κρατάς Αφροδίτη!

Εδώ παχύ, χοντρόκωλο θαυμαστικό!

16.2.1982


ΑΙΩΝΑΣ..

Μέσα στο θάρρος μου ξετυλίγεται
μια πικροκυματούσα θάλασσα-
Τα μεράκια γλιστρούν από πάνω μου:
δροσοσταγόνες.
Aνοίγεται η αυλαία του ανέσπερου πόθου μου·
αναφαίνει το σώμα σου:
καυτό, αρχαγγελικό-
όπως μύθος!

Η εφηβεία
κολάζει όλες τις μετέπειτα ηλικίες μου!
Η λαίλαπα του πυρός που φεγγοβολεί
είναι το κομπάκι των μαλλιών σου που χρυσίζουν
μες τα δειλινά των ατέρμονων στοχασμών μου!

Ένα σιωπηρό θαύμα διαβάζει
μέσα στα μάτια μου.
Φλέγεται από καλησπέρες ο άνεμος!
Στον βυθό της ελπίδας κατρακύλησαν
τα βράχια της λύπης μου-
βουλιάξανε πια.
Ένα φουγάρο
μένει να λαχπατεί ο καπνός του
με τις μεγάλες μαύρες γαλότσες
στα ρηχά των σύννεφων..

Αιώνια αυτός!
Για σταύρωση και για ανάσταση!
Κυρτώνομαι..
Εκτινάσσομαι τώρα!

Απίθανο μακροβούτι μέσα στα βαθιά νερά της μέλλουσας τάξης
από λεβάντε
βασιλικό και δυόσμο!

Την θέλησε η ιστορία μια τέτοια αντάρα
με λάβα του Βεζούβιου και
θαμμένες Πομποιίες;
16.2.1982

22 Αυγούστου 2011

ΑΝΑΜΝΗΣΗ..

Πρωί με τον λεβάντε· χαρούμενος που είμαι!
Ζητάω το νανούρισμα της μάνας μου
επίμονος να μου το δώσουν πίσω οι παιδικές μου ηλικίες!

Κάνει κυκλοτερές κινήσεις
αγκαλιές για το κορμάκι των ανθών ο αέρας!

Είναι η Λίτσα με μια φούστα καρώ· αποκάτω της
κρύβει ένα θαυμαστικό!
Φλεβάρης ερωτευμένος τον Μάη!
Στην πλατεία σεργιανούν οι φίλοι μου χαμογελώντας

κάθε που με πιάνει αμήχανο η στιγμή και δεν ξέρω τι να πω..

Σκέφτομαι: παλεύαμε μες τα χρωματιστά σεντόνια.
Το σπίτι ήτανε στην Αίγινα·
ένας μπόμπιρας κάθε τόσο
ανέτειλε τον μικρό ήλιο του κεφαλιού του
χαμογελώντας και μας κοίταζε..

Αγκαλιασμένοι και δεν μας πόναγε ο καιρός..

Οι γλάροι σου μου ‘χουνε φέρει
την Αίγινα μπροστά στα μάτια!

Αλήθεια το πρωινό αυτό που το ‘χω
μες την χούφτα μου..
Πλένε τα όνειρά σου πάνω πάνω,
στον αφρό!

Σε προσκαλώ
για μιαν ανάμνηση
στο ποίημα μου!


14.2.1982



ΚΑΤΑΔΙΚΗ..

Αυτό είναι το χέρι μου που γράφει-
κι είναι αλήθεια πολύ μελάνι ίδρωσε να πει μια καληνύχτα
απόψε που ‘σαι μακριά και σε σκέφτομαι
μαζί μ’ αυτό το φεγγάρι που υπνοβατεί·

απ’ το κρεβάτι του σηκώθηκε και βιαστικό
περπατάει πάνω στο σχοινί
της μπουγάδας των άστρων.
Τέλειος ακροβάτης!

Ζω σ’ ένα σπίτι φοιτητή της Σαλονίκης..
Καφέδες πολλοί
παραταγμένοι σε διάφορες ώρες της μέρας,
τσιγάρα νευρικά ή
δάχτυλα νευρικά
με τσιγάρα
με αφή
που θα την έλεγα παρακμασμένη..

Σαν μια αυτοκρατορία… Αισθήσεων

πολλών ανακατωμένων το λαμπύρισμα.. Δεν ξέρω
αλλά ώρες ώρες συλλογίζομαι ότι πρέπει στο όπλο μου να φέρω λόγχη.

Είναι πολύ κοφτερή, με το παραμικρό ξεκοιλιάζει
στο τελευταίο νούμερο σκοπιάς
το πρωινό..

Τα έντερά του
πέφτουν συχνά πάνω μου·

το αίμα της αυγής ξέρετε δεν συγχωρεί·

με δικάζει
σε ισόβια ποίηση!

24.1.1982
Στο σπίτι του Ηλία. Θεσσαλονίκη..


ΦΛΕΒΑΡΗΣ..


Κυρίες και κύριοι, αυτός εγώ· καθόλου για τα δόντια σας-

Ίσως για έναν εφιάλτη που μπορεί να σας χαρίσουν οι στίχοι μου,
μία απ’ τις πολλές παραμονές του πρόωρου θανάτου μου..

Τώρα ρεμβάζω στα μέλλοντα..
Λίμνες με τις καλαμιές που τις μπατσίζει ο άνεμος..
Ο ταύρος της οξυθυμίας που μάχεται
τον παλαιστή του «φοβάμαι»..

Οι πόλεις μακριά φωταγωγημένες με το βραδάκι.
Στο ταβερνάκι που τα πίναμε εχτές, σήμερα
λαλούν μπουζούκια..
Ωραία!

Στον άσπρο τοίχο του μεσημεριού με τον κονδυλοφόρο της
πευκοβελόνας γράφτηκε ένα «γεια σας παιδιά!»

Εγώ κοιμάμαι κι ονειρεύομαι.

Είναι το κορίτσι με το ροζ φόρεμα και το θάρρος του
να τα βάζει με τα λόγια.

Η ώρα τρείς-
έχει κομματιαστεί η απόγνωση.
Βάναυσα, άγρια-

Το αίμα της κυλάει βιαστικό στους λερωμένους δρόμους
του στρατοπέδου που υπηρετώ καθόλου θέλοντάς το..

Λύνω τις αρβύλες μου,
γυμνοπόδης·
περπατώ πάνω στο ηλεκτρικό ρεύμα της θέλησής σου
που μου έδεσε τα χέρια σταλμένη μ’ ένα γράμμα σου…

Παραμονή του πρόωρου θανάτου μου!
Έχω ακοή μόνο για τους αντιρρησίες!
Βαρέθηκα να ‘μαι κατσούφης γιατί το θέλει η θλίψη σου·

θα γίνω χαρούμενος σαν καθρέφτης που αντανακλά ένα πράο πρωινό
γύρω στις δέκα
κι έχω σηκωθεί με κέφι για χορό και τραγούδια!

14.2.1982

Ο ΦΙΛΟΣ..

Στον Βασίλη..


Ναι, ναι νιφάδες του χιονιού
ναι κι ο αέρας τις έπαιζε παιχνίδια
χαριτολογώντας ο αέρας, σφυρίζοντας
μες το μυαλό των πεύκων
ξετυλιγμένος από το μασούρι του βοριά!

Όπου να σε συναντήσω θα ‘σαι λυπημένος ρε φίλε,
στις εννιά το πρωί ή στις πέντε το απόγεμα,
αγγίζοντας με τα μάτια σου
αφηρημένα τον ορίζοντα..

Τότε ήταν ένα σπίτι στην οδό της εφηβείας μας.
Ο ουρανός ακόμη και τώρα
εφορμά απ’ το παράθυρό του
ανακατώνοντας πα’ στο τραπέζι μου τα ξεχασμένα
φιλιά, αισθήματα κι ατέλειωτα
ποιήματα..
Το μεσημέρι πίναμε ούζο στου Ηλία..

Τώρα είμαι σ’ ένα άλλο ανέκδοτο που το ακούει η χάρη σου μα δεν γελάει
σαν κάποτε. Ένα ρολόι έχει κάνει
την επανάσταση των ωρών.
Βλέπω συνέχεια λεπτοδείχτες, με σπαθιά στα χέρια·
αρνούνται να υποταγούν!

Ένα γράμμα σου…
Το άνοιξα βιαστικά να διαβάσω·
έπεσα στην παγίδα των μελαγχολικών σου ματιών
περπατώντας στους στίχους μου πάνω.

«Συλλογίσου πως
ένας άγγελος μας είχε μιλήσει για τους ανθρώπους-
φθινόπωρο στη Κηφισιά!»
«Πονάνε» μας έλεγε
«ποτέ δεν έχω ήσυχα όνειρα·
φτιάχνω ένα σχήμα ζωής που να χωρά
ο κάθε άνθρωπος·
κρατώντας στο χέρι του μια μικρή ζυγαριά
για τα λόγια και για τα έργα του» έλεγε…

Σκέψου, ρε φίλε,

κουκουλωθήκαμε με το σεντόνι στην στάση του ύπνου ενός ερωτευμένου·
από λίγη ζύμη είμαστε φτιαγμένοι αλλά
ζυμώνουμε ένα μεγάλο ψωμί..
Τώρα σου τεντώνω το δάχτυλο μέσα στον ήλιο
δείχνοντάς σου το μυστικό:

Είναι η ώρα δώδεκα στο ρολόι και σε λίγο αλλάζει ο χρόνος
φέρνοντάς σου ένα δώρο ελπίδας!
Αυτή είναι η πόρτα·
Μπες!..

Καλή σου ώρα!
13.2.1982

Η ΛΥΠΗ ΜΟΥ..






Σόνι και καλά, με την κάνη του όπλου στον κρόταφο, έφυγε αυτό το απόγεμα.
Με το στανιό έδιωξα τις ώρες απ’ το σπίτι μου
απ’ το δωμάτιο με το παράθυρο και τα λουλούδια πάνω στο γραφείο.

Μετά μίλησε η νυχτερίδα· ο χορός της
όλο νούμερα οχτώ στον αέρα..

«Πού πας στα τυφλά άνθρωπέ μου; Θα σκοντάψεις..»
Το κρασί γέμισε τα ποτήρια·
Είδα την λύπη να βολτάρει μέσα στο αλσύλλιο του νου μου·
ήταν χειμώνας.
«Στην υγειά μας! Να τσουγκρίσουμε!»

Μετά θόρυβος και γέλια δυνατά·
κλείνοντας με ορμή τις πόρτες·
σπάζοντας πιάτα·
ένα παλιό ζεϊμπέκικο και ο μάγκας χορεύει χαρμανιασμένος μ’ ένα
αναμμένο τσιγάρο στα χείλια.
Ρίχνει τις βόλτες του·
οι φίλοι τον χειροκροτούν·
είναι μεθυσμένη η νύχτα· έχει
σταθεί έξω από το θορυβοποιείο μου
κι ακούει.

Έριξε μια γερή στράκα στο αγοροκορίστικο ποδάρι της·
ζήλεψα τα χυτά της πόδια·
μου θύμισαν:
ο Ιούλης του περασμένου χρόνου-
την είχα ξαπλώσει ανάμεσα στα σπαρμένα βράχια της παραλίας
χάμω
στην άμμο
για φιλιά και πυρετούς ερώτων δυνατούς!

«Ακούω το μεράκι σου!»
Λες να είναι ακόμα η λύπη μου;

Αυτή η γεροντοκόρη που με φόβισε, από την εφηβεία, τώρα
δεν καταδέχεται ούτε ένα ποτηράκι αμβροσία
απ’ τα χέρια μου.

Για κραιπάλη και ποιήματα!

13.2.1982


Η συνταγή είναι το μέλι και το γάλα…






23.

Η συνταγή είναι το μέλι και το γάλα…
Όμως σε ρου ποταμού…
Όπως στο κοράνι η αμοιβή του καλού μουσουλμάνου..
Μια μικρή κοπέλα έφτυσε κ’ έβγαλε αίμα:
φθίση·
πού ‘ναι το μέλι και πού ‘ναι το γάλα;

Ξεδιάντροπες πόρνες του Μεταξουργείου
ανοίγουν τις πόρτες των μπορντέλων-
σιχαίνεται ο θεοφοβούμενος,
φτύνει μέσα στον κόρφο του·
υπάρχει θεός;

Πνιχτικό βραδάκι, γύρω στις δέκα και μισή,
ντυμένος
με ρούχα στρατιωτικά,
κορδωμένος
όπως θα πρέπει-
περιμένω την αμαξοστοιχία Θεσσαλονίκης.

«Αδερφέ μου, άμα έχεις το χρήμα
κάνεις ότι θέλεις, να πούμε»…

Αυτό το κατάλαβα πολλές φορές..
Πού ‘ναι το μέλι και πού ‘ναι το γάλα;

Ο καλός μουσουλμάνος ξύνει το κεφάλι,
ξύνει τα λερά του αχαμνά
που ψείριασαν και σηκώνεται μια αναγούλα
στον λαιμό του Γενάρη που με φιλοξενεί..

Περπατάω μέσα στην χειμωνιάτικη μέρα.

Οι πατούσες του αέρα που τρέχει πάνω στο λιθόστρωτο
ως το τέλος του·
μετά βγαίνει στην άσφαλτο:

Είναι μια εκκλησία κι ένα τζαμί.
Μια μέρα άκουσα έναν χότζα νέας έκδοσης
ν’ ανεβαίνει και να καλεί σε προσευχή.
Χαμήλωσα αργά το κεφάλι,
γονάτισα:
«Διάολε, πότε θα μ’ αφήσεις ήσυχο;
Έχω πληρώσει
όλους τους φόρους στα πουταναριά, στα αιμοβόρα
τελωνεία σου…

Μήπως
θέλει αλήθεια ο καιρός να καυγαδίσουμε;»…
13.2.1982







21 Αυγούστου 2011

Βραδάκι στην Θεσσαλονίκη




22.

Βραδάκι στην Θεσσαλονίκη, στην παραλία, στον πύργο κοντά..

Βολτάρουνε οι ερωτευμένοι «Αγάπη μου
εσύ μου έκρυψες τον κόσμο όλο
δείχνοντάς μου τα στήθη σου…»

Είχα σαλτάρει πάνω σε ένα καΐκι άστρου·
πήγαινε κόντρα με το φεγγαρόφωτο κι αυτό
ήταν που μ’ άρεσε·
μέσα στο κοχύλι που κρατούσα φύσηξα μιας
έτσι για ειρήνη και για πόλεμο έτσι..

Η νύχτα άναψε διαμαντικά
με τόσα άστρα·
μελωδία πόθου κράτησε τον ρυθμό
της ψυχής μου
της ψυχής σου
σ’αυτό το αβυσσαλέο απόγεμα.

Δεν μπορούσα να διαβάσω τις περιουσίες από λέξεις που βγάζουν φωτιά·
μόνος οργάνωσα τα θλιβερά μαρτύριά μου·
είχα πιστέψει περισσότερο την θλίψη από την χαρά
του πρωινού που εφορμούσε ένδοξο πάνω απ’ τις πλάτες των βουνών..

Βασιλιά,
άρχοντα του κόσμου, ήλιε!
Κρεμασμένος μες την γαλαξιακή σιωπή σου ακούς
το τραγούδι μου από έρωτα και πίκρα!

Δεν έχω άλλες λέξεις από κείνες που σπιθίζουνε
σαν της αγάπης τα μαρτύρια να περιγράφουνε
άμετρο πόνο!

Κι όμως:
ότι κατέχω είναι σκιάχτρο του θανάτου
και του ανέμου άθυρμα..

«Αγάπη μου..
εσύ μου έκρυψες τον κόσμο όλο
δείχνοντάς μου τα στήθη σου…»

Κι ο έρωτας παραμορφωτικός φακός που μεγαλώνει
την αυταπάτη πως πληγώνουμε πιο καίρια την μοναξιά..

Στην Θεσσαλονίκη,
στον πύργο κοντά…


Άσπρες αήττητες μελαγχολίες που βαρούνε σήμαντρα του γαλανού φωτός·
ανεμίζουνε ιδέες του αιώνιου πόθου που και μόνος του όταν σαρκώνεται
είναι η προσφυγή της πιο αθώας ψυχής στον πιο βασανισμένο εαυτό της..


Το βράδυ όταν πέφτει είναι τούτο το ρομαντικό ξόανο
του φεγγαριού που γέμει τον καλόγνωμο ουρανό!

Και μελωδεί με άστρα πιο πολλά και πιο ευτυχισμένα!


12.2.1982


«Γιατί δεν μου λες την ψυχή σου;» παραπονιόσουνα..



18.

Σύννεφα που κρατούσανε πολύ γινάτι της βροχής μες την μαυρίλα τους-
κι ο ουρανός από την θλίψη του τόσο βαρύς που σίγουρα θα κλάψει..

«Γιατί δεν μου λες την ψυχή σου;» παραπονιόσουνα..

Μα όταν σου άνοιξα το στήθος μου και κοίταξες μέσα
φαγωμένο το σπλάχνο μου από τον γύπα πόνο
δεν μπόρεσες να μιλήσεις·

μάζεψες με ευλάβεια τα χέρια μου μες τα δικά σου
και άρχισες να κλαις!

29.1.1981







Σ’ αυτές τις μέρες


17.

Σ’ αυτές τις μέρες, σε όλες τις μέρες
ήταν ένας θεός που λιγόστευε
σιγά-σιγά
χάνοντας την παντοδυναμία του.

Γινόταν ένα μωρό
κακομαθημένο
ή
ένα διαβολάκι
που δεν του χάλαγαν χατίρι οι καιροί-
γινόταν
ιδιότροπο-
τα ‘θελε όλα δικά του,
τα ‘παιρνε
όλα δικά του..

1981

Φώναξε μήπως και σ’ ακούσει ο άγγελος..



16.

Φώναξε μήπως και σ’ ακούσει ο άγγελος..
Κι όμως ο άγγελος δεν άκουγε, το ήξερες·
είχε μια πολύ αθώα καρδιά μα μόνο
για τους αθώους και τους ταπεινούς.

Εσύ
κιόλας είχες γευτεί της αμαρτίας την θέρμη·
περίμενες την παιδωμή..

Ξύπνησες την αυγή κι όπως συνήθιζες
αντιστάθηκες στο χαμόγελο
που θέλησες σαν κοίταξες από της κάμαράς σου το παράθυρο έξω
τα πουλιά να πετούν μέσα στην παγωμένη ανατολή πιασμένα
από ‘να σκοινάκι ελπίδας..

Κατέβηκες αργά τα βαριά σκαλοπάτια
να φύγεις για το δάσος απέναντι
που σε γύμνασε τόσον καιρό στην μοναξιά..

Φώναξε μήπως και σ’ ακούσει ο άγγελος..

Η κοπέλα που σε καλημέρισε ήτανε
μάλλινο σκουφάκι και χεράκια μικρά
βολεμένα μέσα σε δυο γαντάκια που έκαναν νάζια.
Τα ματάκια της λάμπανε·
λάμπανε καθαρά, νεροσταγόνες!


«Καλημέρα!» απάντησες και ανέβηκε
τόσο πίκρας φαρμάκι στα χείλη σου που
τα χρόνια σου ένιωσες που φύγανε, έτσι, αδιάφορα
και σου ‘φτασε να κλάψεις!
Επιτέλους!

Γενάρης 1981


Τα ρολόγια είναι φτιαγμένα από ανυπομονησία.


15.

Τα ρολόγια είναι φτιαγμένα από ανυπομονησία.

Χιλιάδες στιγμές χαρούμενες ή τραγικές
συσπειρώνονται μέσα τους σ’ έναν χρόνο
σαν αίμα..

Ο ουρανός κυλάει απέραντα γαλάζιος
στις φλέβες της μέρας.

Τα ρολόγια δείχνουν αργά
την φριχτή εποποιία του εγωισμού μας.

Δεν κουρδίζονται πια.

Το ηλεκτρονικό τους καρδιοχτύπι ρυθμίζει
τους ανθρώπους στην αποξένωση..

2.2.1987

20 Αυγούστου 2011

ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΝΟΣ ΦΑΝΤΑΡΟΥ..


Αυτή είναι μια περίτρανη νύχτα.
Μοναξιά ενός φαντάρου σ’ ένα καμαράκι μικρό
γεμάτο ύφος αδειανών πυροσβεστήρων και βρωμισμένα
ντουβάρια.

Το ράδιο παίζει απαλά…
Μπετόβεν…
Συμφωνίες για τα ασύμφωνα
φωνήεντα ενός λεξιλογίου.

Φασαριώζικα ποιήματα γεμάτα λύπη και ρούχα στρατιωτικά·
γιορτάζουν μ’ επιμονή να έχουν
μια χαρούμενη όψη
το φετινό φθινόπωρο.

Όλα είναι βουβά.
Είναι μια ραφιναρισμένη σιωπή, πολλή κάλμα..
Φεγγάρι ολοκάθαρο -
Μέσα στην πίττα τ’ ουρανού
νόμισμα τύχης.

Κερδίζει αυτός.
Ένα τραγούδι γλυκό τον νανουρίζει:

να κοιμηθεί
πάνω στο πετρωμένο μάγουλο της συμπόνιας σας!

Ζούμπερι 6.10.1983


Να μην μένεις βουβός



14.

Να στέκεσαι τα πρωινά φυσικός
μέσα σ’ αυτόν τον ψίθυρο του ήλιου
ξέροντας πως η ζωή πάει μπροστά
μ’ έναν συλλογισμένο τρόπο εσωτερικής αναμπουμπούλας..

Να μην μένεις βουβός
να μιλάς
ν’ αντιδράς
ν’ αφιερώνεσαι..

6.10.1983


ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ..

Όλα έχουν ένα τρόμαγμα από καταπιεσμένη ψυχή
και λέω πώς πρέπει να νιώσει κανείς
το τράνταγμα αυτό που θα επαναφέρει
στην υγεία της αντίδρασης
πετώντας μακριά
την συνείδηση ενός δούλου
που σκύβει συνέχεια το κεφάλι..

Να ραπίσει κανείς την μορφή της φθοράς
σ’ ένα μάγουλο βαμμένο περίτεχνα ωραίο κι αποκάτω
φθισικό.

Το μαγικό στοιχείο του μυαλού να αναπυρωθεί
με ζωογόνα πράξη-

να χτιστεί με ευθύνη το μέλλον!

7.10.1983



ΕΣΥ..

Δεκατέσσερα μακρινά άστρα
φεγγοβολώντας μες την νύχτα μ’ ένα όνομα
πολυσύλλαβο·

ο άνεμος αυτός που ξετυλίγεται μ’ υπομονή
ανάμεσα στα πεύκα, κοντά στην θάλασσα, μες τα κατάρτια.

Κι η πολιτεία που νομίζει πως κάτι έκανε τελικά
ανάβοντας βιαστικά τα φώτα της για να κοιτάξει.

Να σου πω την μορφή λοιπόν, το πρόσωπο
νεανικό
κάνει βόλτες στο μυαλό μου.

Είσαι τρυφερή και ανάλαφρη·
με τα χέρια της ψυχής μου σε αγγίζω!

Οι ώρες περνούν σαν άδειες άμαξες
σκουροντυμένες
χωρίς καβαλάρη.

Το φεγγάρι κάνει φως.
Σε βλέπω
μέσα σε μια διάρκεια καθορισμένη·

να περνάς και να χάνεσαι όπως
σ’ αισθάνομαι
μες την καρδιά μου!

7.10.1983



ΟΙ ΩΡΕΣ ΠΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΑΝ ΑΚΟΝΤΙΑ..



Ξέρω πως όλα έχουν μια φυγή από ατσάλι
μα δεν μπορώ να τον αντέξω τούτον τον καιρό.

Η μορφή σου μ’ εξουσιάζει.
Πάντα μέσα σ’ ένα βράδιασμα από αισθήματα
βρίσκομαι να είμαι μόνος..

Οι ώρες πάλλονται σαν ακόντια καρφωμένα μόλις
στο βαθύ κορμί της προσήλωσής μου.

Το μεράκι του στίχου μάταια προσπαθεί να με ημερώσει.

Είμαι άγριος,

δυνητικός για σένα που
το στίγμα σου είναι απόψε αλλού!

Ζούμπερι



ΣΚΗΝΙΚΟ..


Σ’ αυτήν την μέρα την ωραία φθινοπωρινή, η θλίψη κυλάει·
τα παράθυρα ανοίγουν, οι κουρτίνες ανεμίζουν τρελά
την ώρα που οι θόρυβοι αρχίζουν σπρώχνοντας
την πολιτεία στο μεροκάματο.

Ένα ποίημα μένει μετέωρο πάνω απ’ όλα!

Τούτη η βαριά μοίρα να καταναλώνει κανείς μανιώδικα
μελάνι και χαρτί, να στεναχωριέσαι σε κάνει.

Ανάμεσα στην δειλία της πράξης και την πράξη
υπάρχει ένα όμορφο κορίτσι στα δεκαοχτώ!

Μετά αρχίζουν τα μεσημέρια..

Του κάκου νομίζουμε σωτήριο και σπουδαίο
αυτόν τον μοναχικό περίπατο στα στέκια της πρωτεύουσας.

Τα παλιά στραβοπατημένα παπούτσια μας εκνευρίζουν.

Οι δρόμοι είναι λερωμένοι, οι πλατείες
άντρα καθηλωμένης νιότης.

Μπορεί να δει κανείς σαν απλός φωτογράφος
όλη αυτή την αδράνεια
με τους άνεργους φοιτητές.
Πίνουν καφέ ή κάνουν έρωτα ευνουχισμένοι..

Βραδιάζοντας ακούς σπαραξικάρδια τραγούδια
μοιράζοντας δήθεν το φιλότιμο της κοινωνίας
στα παιδιά της.

Το τρένο δραπετεύει αργά την νύχτα.
Απ’ το πλατό με χαιρετάς
φεύγοντας σε μια αποδημητική ιχνηλασία…

Ηράκλειο 1983

ΕΡΩΤΙΚΟ!

Την βρήκα καθισμένη σ’ ένα σκαλοπάτι
χαμογελούσε
με την ρομαντική διάθεση των άλλων εποχών,
δείχνοντας ανέγνοια
πρόσωπο λατρεμένο στο φεγγάρι..

Τα μαλλιά της χυτά-
και τα μάτια στυλά ολοτρόγυρα-
κι έτσι όπως πάντα:
σα να της τριγυρνάει στην μνήμη
το χτεσινό και το μελλούμενο χαμένο.

Στην σιγαλιά της έγνοιας της
σα να συνέφερα τη φαντασία μου την ταραγμένη ξαφνικά
κάτι όμορφο στοχάστηκα·

σαν μια ψυχή που άκρατη απλότητα την στέργει
στον πόθο βυθισμένη κι απ’ τον πόθο αναστημένη
οιστρηλατώντας και πλουταίνοντας
στην λαμπεράδα των ευοίωνών της πόθων!

Και είπα:

«Σε αγαπώ πίσω από μία της ψυχολογίας όψη
που ο άνθρωπος γίνεται γυαλί
κι ύστερα θρύψαλα·
με εαυτό σε μια διάθεση σπουδαία·
δυναμικό ανεβαίνοντας την κλίμακα της πράξης
άλλοτε ανάμεσα από ατέλειωτες διεκδικήσεις
του κόσμου, πάντα
με μια ευαισθησία κόβοντας το χέρι της ένα λουλούδι
να στο προσφέρει·
μακριά πολύ από μια ηθική που έρπει χάμω..»

Έμεινε ανάερη μέσα στον μύθο του Οκτώβρη

στέλνοντας σαϊτιές ματιές ολόισια
μες την καρδιά μου·

άγγιξε το δικό μου χέρι και ψιθύρισε σιγά:

«Σε νιώθω!
Όπως και μένα η έγνοια σου δεν είναι ο ουρανός.
Τον άνθρωπο ψυχοπονάς- Αυτό δεν είναι;
Κρίμα που η ζωή μου είναι ένα φευγιό
και η ψυχή σου μια καθήλωση στο ποίημα!
Σε νιώθω! Άλλο δεν βαστώ·
σκορπίζομαι από τον αποδημητικό εαυτό μου!...»

Ζούμπερι 7.10.1983







Υπάρχω μέσα στην επαλξωτή οχύρωση των ματιών σου
όταν αυτά κυνηγάνε έναν άνεμο δημητριακό,
σπέρνοντας τα χέρια μου
στο κορμί σου
που διψάει χάδια..

Το στενό δρομάκι του πόθου διευρύνεται.

Μπορώ να σε κομματιάσω με τα σπαθιά της επιθυμίας μου, να σε φάω
για να υπάρχεις μέσα μου
σαν ψυχή υλική..

Τις άλλες μέρες και νύχτες
είναι πότε ο ήλιος και πότε η σελήνη·

εσύ κοιμάσαι στα σπλάχνα μου·
κ’ εγώ
σου προσφέρω ένα απαλό νανούρισμα υπεραιμίας!

Ζούμπερι 21.10.1983

ΑΤΤΙΚΟ ΧΩΜΑ..


Δροσάτο χώμα της αυγής
που ανεβάζει τα μπουμπούκια των λουλουδιών
ως την έκπληξη της ύπαρξης!

Χώμα αττικό που μυρίζει ολόφωτες ανοίξεις!

Κοκκινόχωμα της αθόρυβης δημιουργικής ζωής
που πίνει το νεράκι του έχοντας στερεωμένο
στ’ αυτί του ένα κλωνί βασιλικό!

Οι μέρες ανοίγουν την αυλαία τους μ’ έναν
ανεμοστρόβιλο από εύθυμα φωνήεντα
που σπέρνουν παντού
την χαρά της καρποφορίας!

Το κουρασμένο σώμα του μήνα κοιμάται
μέσα στην αχλή ενός σύννεφου
που το ραίνουν
χίλιες γαρδένιες μυρωδικές!

Ζούμπερι 21.10.1983






19 Αυγούστου 2011

ΚΑΤΑΓΩΓΗ.


Είμαι μέσα στο καλογυαλισμένο, μαύρο παπούτσι της νύχτας.
Φοράω κατάσαρκα
τόσους αιώνες ελληνικής μιλιάς.
Γράφω με το αίμα της συμπυκνωμένης ετούτης ώρας
που ποδηγετεί
στον ορίζοντα της γεωμετρίας της
τον αρχαίο χρόνο της γης μου.

Στην μυστική αφθονία του σκοταδιού
προβάλλει ο φθόγγος της αυγής.
Έρχεται ο ήλιος με το αγέρωχο πρόσωπο·
γνωρίζω το ύφος της Παρασκευής αυτής
που κρατιέται απ’ το κοτσάνι
του δέντρου της εβδομάδας.
Στο βάθος της γόνιμης γης
ο καρπός σταλάζει το μέλι του.
Αρχίζει η πορεία του προς τα πάνω.
Από πού αρχίζει η ποίηση παρά από τούτο το μένος
που μνημονεύει ο Όμηρος για τους αιώνες;
Κι οι παππούδες μου κληροδοτούν στους σκοτεινούς μου γονείς
την λυρική άνοιξη στο νησί της Σαπφώς!

Νιώθω την καθαρή μυσταγωγία του Ορφικού λόγου!
Βρίσκομαι ταυτόχρονα στο παρελθόν μου και
στο παρελθόν όλης της ιστορίας!
Πρόγονοι παραβγαίνοντας στα μουσικά, παίζοντας λύρα·
βάζοντας το αυτί στην γη ν’ ακούσουν
την φλέβα του νερού, την μυστική συνάντηση
της φύσης με του ανθρώπου
το αξεδίψαστο..

Οι ποταμοί στεγνώνουν μες τις φλέβες μου.
Ξέρω το ορμητικό τους κύλισμα
μέσα στα χωματένια σπλάχνα μου.

Είμαι στο πρώτο διασκεδαστικό παιχνίδι
του ποιητή με τις λέξεις..

21.10.1983 Ζούμπερι

ΠΡΩΤΕΑΣ..



13.

Μυτερό μάτι που δακρύζει στο έλεος των χειμώνων
πρήζοντας τον καρπό του μήλου· σφυριχτός άνεμος
που απλώνει το κάλλος του μήνα, παίζοντας
μέσα από παλλόμενα φυλλώματα και ήλιο·
τυφλοσούρτικο χέρι που προδίδει την αριστοτεχνία
της δουλειάς του,
επιμένει στο μάταιο-
η μέρα είναι πληθωρική
φέρνοντας τα πονεμένα της λόγια
μέσα στο σωτήριο έτος 1983.

Πλάι στην θαλασσοβραχιά είδα τον μεθυσμένο γέροντα
να μεταμορφώνεται σ’ ένα ψάρι αστραφτερό
που σκιρτούσε
μέσα στο πρωινό φως
μέσα στο κουρασμένο οπτικό νεύρο
στην ξεραΐλα του τοπίου
που δείχνει τα παΐδια του
στον φοβισμένο επισκέπτη.

Φούμερνε ένα τσιγάρο που έγραψε καπνούς
και σύννεφα
σ’ όλο το μήκος τ’ ουρανού.

Μου ξέφυγε με μια βαθιά βουτιά στα πληγωμένα
νερά της σκοτεινής θάλασσας
σαν επιχείρησα να τον πιάσω,
να μου διηγηθεί
την αλλόκοτη φύση του…

Ζούμπερι 21.10.1983

ΚΑΘ' ΟΛΑ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ..

Β...

Μισανθρωπήσας
εν τοις όρεσι διητάτο
πόας σιτούμενος και βοτάνας·
η νύχτα πάει αστερόεσσα!

Φιλόσοφε
σκοτεινέ,

ούτε θεός ούτε άνθρωπος εποίησε
τον κόσμο σου-
μόνο μια ζωντανή φωτιά-
ανάβει και σβήνει-
αέναο παιχνίδι
των αντιθέσεων,
γοργό ποτάμι με νερά ορμητικά..

Πώς τάχα μας κληροδοτείς το μέγα τούτο
πολεμικό μυστικό της διαλεκτικής;

Η νύχτα πάει αστερόεσσα και την κοιτάς
βαθιά σαν να μην είναι άλλη νύχτα ίδια πια.

Και ξέρεις ότι θα φύγεις μες τον θάνατο·
η ζάλη του νου σε κούρασε πια·
ζητάς να ματαιώσεις την γαλήνη του εφησυχασμού

και να χωθείς μέσα στην χαμηλή νέφωση του αναίτιου
που ‘χει εσένα για αιτία!

Ηράκλειο 1980

Φεύγω μέσα στα μάτια σου ανέγνοιος σαν μια πεταλούδα σε γαλάζιο ουρανό.

Α..

Φεύγω μέσα στα μάτια σου ανέγνοιος
σαν μια πεταλούδα σε γαλάζιο ουρανό.

Κι εσύ
μετράς μέσα στο άγονο απόγεμα τόσες ταλαιπωρίες
ψυχής·
αγγίζεις
τις σπίθες της μνήμης, μιας ροής αέναης·
ο φιλόσοφος μαγνητίζει την μικρασιατική σου προσήλωση..

Θάρθει η Λέσβος να αφουγκραστεί το στήθος σου·
θα φυλάξει λυρικές προσφορές για εσένα.

Νόστιμον ήμαρ θα γίνει τότε·
θα ζωντανέψουν οι μούσες, θ’ απαγγείλουν·

ο σκοτεινός σοφός
της Εφέσου θα λατρέψει την φωτιά!

Θα καούμε χωρίς πολιτικά δικαιώματα·
θα κατοικήσουμε στο πυκνό δάσος·
μονάζοντας
πλάι στο άγριο ελάφι της θεάς!

Ηράκλειο 1980

ΔΕΛΦΟΙ…


Βασανισμένο μυστικό της ανοιξιάτικης ανθοφορίας
κυριαρχούμενο από τις μεταδοτικότητες των χρυσαφένιων ηλιαχτίδων.
Σε αγγίζουν οι ρίζες του νερού, σε σκουντούν
οι ριπές του ανέμου.
Στέκεσαι στην αινιγματική σκαλωσιά της φασολιάς που σκαρφαλώνει
στον ουρανό
σαν παραμύθι..

Στους Δελφούς άρχισε ο χρησμός σαν όνειρο.
Ο Απόλλωνας δάγκωσε τα χείλη
γλυκά
μην θέλοντας να ξεστομίσει
τα δύσκολα.

Οι μυρωδιές μαγιάτικων ανθών
μ’ έφεραν σ’ έναν κόσμο μ’ αναθήματα.

Λευκά περιστέρια φτεράκισαν
ελεύθερα μέσα στον λαγαρό αέρα
που ήθελε
την αρχαιότροπη μουσική του!

Δεν μου αποκρίθηκε η Πυθία·
οι θεοί δεν άκουσαν τις απορίες μου·
ανέβηκα όλον τον ανήφορο ψάχνοντας την προγονική λαλιά,
συγκλονισμένος μέσα στα απομεινάρια
των αφιερωμένων θησαυρών·

έφτασα στο στάδιο αποκαμωμένος·
κάθισα στην κερκίδα:
θεατής και ζητιάνος·
είχα το σπουδαίο άλογο της σκέψης δαμάσει.

Κινηθήκαμε σαστισμένοι μέσα στο πλήθος που κραύγαζε
χαρίζοντας πάλι στον μάντη θεό
το πάθος του!


Ηράκλειο 1980



ΠΡΟΣΕΞΕ



Έχει βραδιάσει. Ένας μουεζίνης άνεμος
Ακούγεται στους μιναρέδες της οξιάς.
Ψάλλει.
Τραγούδι σφυριχτό μονότονο.
Αν φωνάξεις τώρα
Θ’ αποδημήσουν τρομαγμένες
Οι πολιτείες των πουλιών.


6.8.2007

ΣΤΙΣ ΜΥΚΗΝΕΣ..


Σκιές από τον κόσμο των νεκρών
που δεν μιλούν, δεν αγανακτούν, δεν βιάζονται·
γνωρίζουν μία σίγουρη γαλήνη όπου
το είναι δεν είναι πια..

Είδα τις σκουροντημένες μητέρες των αδικοχαμένων στους πολέμους·
περπάτησα ανάμεσα στα θαυμαστά ερείπια·
ανάγνωσα στα αγάλματα
την σπουδή του τεχνίτη·
αυτές οι απόκοσμες σκιές μ’ ακολουθήσαν
στον ύπνο και τον ξύπνο μου,
μιλώντας μέσα στην ψυχή μου.

Είχαν το αρχαίο τραγούδι τους
μονότονο μέσα σε τόση γαλήνη·
μ’ ακολούθησαν στον μεγαλόπρεπο τάφο
του Αγαμέμνονα
ακυρώνοντάς μου όλες τις θρησκείες·
στηρίζοντας κάθε πέτρα του θόλου που άντεξε
αιώνες
στον χρόνο
να φτάσει σε μας,
να μου μιλήσει που φύλαξα μέσα μου
την απλή διδαχή…

Ηράκλειο 1980




ΑΘΗΝΑ.



Ύστερα σε ζητήσανε μεγάλα μεσημέρια-
νησάκια ελληνικά και ιερουργίες του ασβέστη
που έχρισε αυτόν τον κόσμο αθανασία!

Γαλουχημένη της ανατολής και σίγουρη
μες την σοφία του ημερολογίου
τόσου αρχαίου λόγου κληροδοτημένου.

Το πρόσωπό σου μέσα στις παλάμες
που χάιδεψαν το σώμα της ανυπαρξίας
πριν μαραθούν!

Σε ζητήσαμε περπατώντας στην Ακρόπολη·
ο σκληρός βράχος
άντεξε εκεί, αιώνες·
κάρφωσε μέσα στην καρδιά μας
το λίθινο ξίφος του·
η γεωμετρία των ναών του
έφερε την αρχιτεκτονική έμπνευση
στα πέρατα της γης·
οι κίονες σηκώσαν ουρανό..
Σε συναντήσαμε
μες την σπουδή της ιστορίας
πλάι στην ιερή ελιά.

Κι όταν θα λέγεται το δειλινό γραμμένο όλες τις χάριτες
ξέραμε πως θα φύγεις πάλι, θα χαθείς
μέσα στον ύμνο σου.

Μ’ εμάς
πιστεύοντας αιώνια σε σένα..

Ηράκλειο 1980



ΝΥΧΤΕΣ ΠΟΛΛΕΣ..

Νύχτες πολλές και αγωνίες ασίγαστες..
Γελούσε η κοπέλα· τα μαλλιά της
λυτά ανεμόδοξα..

Με πρόσωπο που χλώμιανε απ’ την αγρύπνια
σε ποιά μνήμη προγονική βυθώντας
σε είδαμε να μας χαμογελάς, ώ Ήρα! ώ Αθηνά!

Οι μύστες ακολούθησαν μεγάλους όρκους
στον βράχο ιερό της Ελευσίνας·
τι μυστική πομπή από παρθένες κόρες
άνθη και μυρωδιές ευαγγελίας!

Τρίξαν οι σπόνδυλοι απ’ τις κολώνες·
ποιός να αντέξει τόσο βάρος
στους αιώνες;
Πόση τραγωδία
γύρω μας και παντού!

Βρές μου τον τρόπο
ν’ αποκρυπτογραφήσω τον καιρό που περνά…

Η γη η χλοοφόρος και δυνητική
κομίζει γονιμότητες της Δήμητρας·
τρέχει
το γρήγορο ελάφι της θεάς·
χάνομαι μέσα στον βασανισμένο
συλλογισμό μου.

Ποιός τεντώνει την χορδή του τόξου;

Τοξεύει μέσα στην καρδιά μου
ευαισθησίες γαλανού φωτός!

Ελευσίνα 1980

Δοξάζω ένα κορίτσι που αγαπούσα Αυγούστου βράδια!



12.

Δοξάζω ένα κορίτσι που αγαπούσα Αυγούστου βράδια!

Στη χάρη του άναψα όλους τους πόθους μου άστρα

για να ‘ναι ο ύπνος του ελαφρύς!

Αγγελοφύλαχτο να σεριανάει

μέσα στα πιο καλά μου όνειρα!

Ηράκλειο 1980



ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ..



Φύσαγε ένα αεράκι ελαφρύ
πιο ήρεμο
κι από τον στοχασμό μιας μέλισσας.

Λουλούδια τα ωδικά την κάλεσαν
σ’ ένα παραμυθένιο γλεντοκόπι.

Μέθυσε από τους χυμούς.

Τι χαρούμενη όραση χρωμάτων για την υγεία
ενός εντόμου!

Ανέλαβε την ευθύνη μιας μουσικής του μελιού.

Η ορχήστρα του ήλιου έπαιζε με βιολιά, αχτίδες
ενός φωτός που λάμπει στη δόξα του!

Ηράκλειο 1980



μεσημέρι άγιο!




11.

Κάτι πρόδινε γύρω μου συριστικά·

μεσημέρι άγιο!

της παλάμης του όλα τα δώρα!

ο ήλιος στη χάρη του ένδοξος!

και η θάλασσα μέγιστη!..
Ηράκλειο 1980

18 Αυγούστου 2011

μέσα σε μια χαρά διθυράμβου!



7.

Αν είμαι ολόκληρος μες τον βυθό της τραγωδίας, νικημένος
από το ίδιο μου βάθος, το ύψος
της ψυχής μου ονειρεύομαι·

μέσα σε μια χαρά διθυράμβου!

Ηράκλειο 1980



8.

Τα μάτια σου έβαλα στον ουρανό των λόγων μου σαν άστρα!
να λάμπουν να ξεγίνεται
της νυχτιάς το θράσος

να λάμπουν και να γίνεται
ευτυχία η στιγμή
και η ώρα μέλι!

Ηράκλειο 1980



9.

Της περίσσευε η καρδιά·
γελούσε·
ήτανε μια πορτοκαλιά λουσμένη χρυσάφι.

Άπλωσα το χέρι, έκοψα καρπό-
Η μουσική του

μου πλημμύρισε τον ουρανίσκο:
μέλι, ευτυχία και δροσιά!

Ηράκλειο 1980

Γεύτηκα την βαθύλαλη ψυχή σου!



6.

Ένας χορός αγγέλων ήτανε για μένα και για το κορίτσι μου ήτανε
μια μελωδία των άστρων!

Γεύτηκα την βαθύλαλη ψυχή σου!

Σου έχω γίνει τώρα ένας αυλός
να φωνάζεις
απομέσα του και ν’ ακούει ο θεός!

Μουσικές στερεωμένες στην νύχτα!

Στον βαθύ ουρανό αρμενίζουν
όνειρα·

στην ρηχή θάλασσα πλέει
φεγγάρι…

Ηράκλειο 1980


μάθε ότι έχω διαφωνήσει με πολλούς




4.

Ξέσαρκο αεράκι και ψιχάλισμα γλυκό
Σαν το τραγούδι πίσω απ’ τ’ ανάπαλα βλέφαρα
που σταματάνε τους ιριδισμούς της νύχτας
ακούγοντας το αλύχτισμα ενός σκύλου,
λατρεία μου..

Θα πρέπει να μαντέψεις την θύμηση
πίσω από τα πιο αφηρημένα πράγματα
με το πιο συγκεκριμένο ύφος..

Μετά
μάθε ότι έχω διαφωνήσει με πολλούς
γυρεύοντας μιαν σπιθαμή τόπο αλήθειας να σταθώ
κι αυτοί μου δίναν λόγια μόνο που ηχούσαν, κούφια..

Τόσες μαυρίλες τ’ ουρανού…

Ανάβει τα καντήλια
των αστεριών του.

Το μακρινό φως τους τρεμίζει.

Μπάλσαμο στης ψυχής μου πληγή..


Ηράκλειο 1980

Η αυταπάτη είναι η εύκολη γλώσσα μας

2.

Η αυταπάτη είναι η εύκολη γλώσσα μας
σαν λαμπυρίζουν
οι απέραντες μέρες του ήλιου
ή
οι νύχτες στέκονται με το ξεκουμπωμένο τους πουκάμισο
βαριές και μάγκικες
φουμάροντας μ’ ανυπομονησία
στον σταθμό ενός τρένου
και περιμένουν το κορίτσι τους
και το φεγγάρι..

Όλα συντελούνται πίσω απ’ το τζάμι που κάποιος κοιτάζει
τις γάμπες των ωραίων γυναικών
που περνούν
ή
μέσα στο κουρασμένο όνειρο του δύτη
που βαρέθηκε ν’ ανεβάζει σφουγγάρια από τον βυθό..

Το τραγικό μπορώ να το αναγνωρίσω ακόμη
και στο μαραμένο τριαντάφυλλο που χάνει
τα δόντια της όρεξης της ευωδιάς του..

Βέβαια θα μου πείτε ο θάνατος…
Πονάει ετούτη η πραγματικότητα.
Σπρώχνω αυτό που πέφτει μα δεν είναι άλλο
από βοήθεια στην ιστορία
που προχωρά
μέσα στον θόρυβο του κόσμου
που ακροάται
και την πράττει…

Ζούμπερι 27.10.1983


ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ..

Όλα ξεδίψασαν με τον ερχομό σου και πάντως
η στιγμή
που ζαλίζεται το αγιόκλημα του δειλινού να έχει
εντόμων πολιτείες ασημένιες όπως
να αχνίζουν πάνω στ’ ανακατεμένα μαλλιά του..

Ασυνόδευτος ο σβησμένος Φεβρουάριος
λυράρης τελευταίος του χειμώνα
ξένιαστα βρίσκει την χρήση του καλοακονισμένου μαχαιριού
ν’ αναταράξει τα αιθέρια σωθικά του..

Το κορίτσι αποφεύγει να κοιτάξει προς τον ουρανό·
ένας άγγελος συνέχεια το ερωτεύεται·
είναι μυθικό ξόανο το δέντρο που δεν έχει άνθος-
μόνο μ’ ένα γυμνό κλαδί του προκαλεί τον πανταχού παρόντα
ζωγράφο..

Ανοίγομαι με χίλιες πόρτες του μυαλού·
εισχωρεί το φως,
ελπιδοφόρο.
Νεότερος κι από του ήλιου αποκάλυψη..
Γράφω ποιήματα από ανάγκη να αισθάνομαι κοντά στον κίνδυνο
να ομολογήσω περισσότερα απ’ ότι κάνουν οι άνθρωποι…

Και αναιρούμαι μες τις χώρες του μυαλού όπου τα πολιτεύματα
είναι περόνες της χαράς
απασφαλισμένες
να εκραγεί παθιάρικα η ζωή.

28.2.2008

17 Αυγούστου 2011

ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ Η ΜΕΡΑ..


Έρχεται το μικρό πουλί και συλλαβίζει..
Σκάζουν οι πέτρες σαν από τον δυναμίτη της ιδέας τους.
Ακούγεται η εκδίκηση των εγκάτων της γης.
Στα μισά που πρόλαβα να δω
σαν από μια ιδέα θάλασσας
προήλθαν όλα.

Όπως πιο γρήγορα ταξίδευα με το μυαλό παρά με οτιδήποτε άλλο.

Στέριωσε ο ενάλιος ήλιος.. Κιόλας!
Της Παναγίας η μέρα! Σαν μιας άλλης θεάς
που συνεχίζεται ακόμη ο μύθος της-
Όπως την γράφουνε ακόμη στα πλεούμενα
νησιώτες καπετάνιοι.

Όμως σ’ αυτήν την εποχή που ζούμε λιγοστεύουν ολοένα οι κατανοούντες!..

Λες και να λείπει η ομορφιά, λες κι εμείς να μην σπουδάσαμε
ν’ ακούμε μες του φεγγαριού την ησυχία.

Γράφω πηγαίνοντας για ξημερώματα...
Ακουμπάει ο ένας τον άλλον ο πόλος.
Η γη συρρικνώνεται-
διπλωμένο χαρτί κι αποκρύπτει
το γραμμένο ανάμεσα μυστικό του θανάτου.

Σ’ ένα που καταλήγει λάθος οικουμενικό συμπέρασμα
έρχεται ο άνθρωπος.
Η βαρβαρότητα καλά κρατεί.
Τόσο που αναρωτιέμαι αν αξίζει να επιδιώκεις
ζωγραφιές ψυχής,
όταν στα γύρω σου όλα επίμονα σκουραίνουν..

ΤΡΟΠΟΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ…


Φέγγανε φέγγανε οι πέτρες·
τινάζονταν επάνω τα ζεστά του Αυγούστου δευτερόλεπτα..
Πάνοπλε χρόνε, που εξουσιάζεις!

Ψιλές φωνούλες λουλουδιών που θάλλουν μέσα στον ανάλαφρο αέρα!

Έτσι όπως εσύ θα απολέσεις από μέσα σου αισθήματα..

Σαν τα γεράματα ιδέας που έγινε απ’ όλους πια αποδεκτή
και τότε (υιοθετώντας την εμείς) αυτή πεθαίνει..

Ξυπνάω στην καινούρια μέρα!

Θα με φέρει ο θάνατος σε άλλες αλήθειες.

Εξαντλώντας μια επιείκεια φωτός μέσα σε μία μουσική διαχυμένη.

Εκεί που κάτι απίθανοι άνεμοι σκορπούν τα σύννεφα προς όλες τις γραμμές του ορίζοντα.

Ξέρω εγώ που άγγιξα γυναίκες σαν φωτιά κι ακόμα η ψυχή μου καίει!

Εκείνο που έρχεται μέσα από ηθελημένη μοναξιά και είναι δώρο
αυτογνωσίας υπέροχο!

Όπως το ποίημα είναι τρόπος να αυθαιρετείς
πάνω απ’ τα γεγονότα!

Να γράφεσαι γλαυκός μέσα στο αποτρόπαιο μαύρο!

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου