ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Γράφει ο Στρατής Παρέλης
Δίκης οφθαλμός…
Και η πέτρα η λυρική- σαν μια σχεδία στην θάλασσα·
Μήτε ο αέρας που εκπυρσοκροτεί βαφτίζει την ακρογιαλιά δική του
Μήτε το μεσημέρι πάνω στις γυαλιστερές πλώρες που ασχημονούν
Με θάρρη απρόσμενα, μήτε
Και η βαθιά καρίνα η εντολοδόχα ονομάζουνε την ιστορία δική τους·
Μύθοι και μύθοι ξετυλίγονται
Ακούω και βλέπω
Οσφραίνομαι το αεικίνητο σύμπαν
Μια μουσική που πλέει πάνω στα νερά ακονίζει την νότα της επάνω στην ευφράδεια του μεσημεριού.
Ο θύτης πίσω από πράξεις ματωμένες που βοάνε
Ο θύτης πάντα ο αμετανόητος-
Στον φόβο κρέμονται όλα στον φόβο· μα πίσω
Από το φως που αποκαλύπτει
Να που μια θεϊκή ανάσα σκίζει την ατμόσφαιρα
Ο τραγωδός απίστευτα υπάρχει εκεί
Κι ο οφθαλμός που βλέπει
Τα πάντα
Ζει μέσα στο μακάριο ποίημα μου….
Άγιοι Ανάργυροι 23/10/2023
*
Υλικά φαινόμενα…
Τότε που μάθαινα να ζω με ‘’να μην έχω’’,
τότε που με διαμελίζανε οι φτώχειες με τα άγρια δόντια τους
Σφιγμένος
Κάτω από του ήλιου την αφράτη λεοντή
Άφραστη η Ιδέα σαν μάννα του ουρανού που με χορταίνει με την δόξα του
Έπλασα
Κανένας δεν αγγίζει τα φτερά του ουρανού δεν τα άγγιξα
Κρύφτηκα μες το λαύρο μεσημέρι
Κάτω απ’ τις μηλιές στην ανηφόρα του αύριο
Πόνταρα στην ασυμμετρία και τα έχασα όλα
Μόνο ένα ποίημα άυλο σπιτάκι που με φιλοξένησε
Μέσα σε κάθε νύχτα κάθε νύχτα εξουθενωτική
Μόνο αυτήνα έχω
Και λέξεις λέξεις του ασχημάτιστου καιρού
Που εισβάλλον μέσα μου σαν από θεϊκή μεριά
Με σκίζουνε και με μπλαστρώνουν
με κατακάθι των νεφών
Λείπω απ’ όλα εκείνα που αγάπησα
Λείπω από την πεδιάδα των οράσεων
Ένας παράξενος μοναχικός
καβαλάρης είμαι
Των στίχων και των ανέμων…
Άγιοι Ανάργυροι 25/10/2023
*
Το όνειρο όπως ξεχείλωσε κάτω από δυσκολομετάφραστο ουρανό…
Σιγανή βροχή και θόρυβος από ξεπλυμένο απόγευμα·
Θλίψη παντού, θλίψη και άγονη μελαγχολία·
Σε πλησιάζω κλείνοντας τις ανοιχτές λέξεις που ουρανοδρομούνε·
Όλος ο πόθος μου είναι αίμα.
Πίσω από τις τζαμαρίες των ψευδαισθήσεων υπάρχει μια κραυγή·
Συγκεντρώνεις επάνω σου όλων των ποιημάτων την ουσία· εγώ
Κάνω πλάνα για μια ατακτοποίητη μυθολογία-
Ψεύτικος είναι ο κόσμος μας και μικρός.
Δεν ξέρω αν η πόλη μας δεν θα βουλιάξει πίσω από ασύνορα διαστήματα·
Σφυγμομετρούμε κάθε μέρα την αγάπη·
Όλο επάνω μας θα πέσει το μοιραίο και το οδυνηρό·
Πού περπατάμε που δεν έχει το σκοτάδι κάθε αγωνίας απλώσει;
Γράφω πηγαίνοντας για ξημερώματα· η λύπη είναι πάντα λύπη και κρατά
Το τελεσίδικο μαχαίρι· περνώ κλωστή σε μία ράθυμη βελόνα· ακούω
Τον ουρανό της νύχτας που χλευάζει
Όσα προκύψαν όνειρα και έγιναν ακραίοι εφιάλτες!