Συμβαίνει απλά.. στα
απόμερα κοιμητήρια
μοναστηριών του ονειροπόλου
εδρεύει θλίψη μ’ απαλό μετάξι..
Χλόη δοξαστική απέναντι
απ’ τ’ αφρισμένο πέλαο
ώρα
που οι καλόγεροι της ερημιάς
ξυπνούνε να συνάξουνε
δρόσο προσευχής
επάνω απ’ τα ωραία φύλλα
καρυδιάς που σκέπει το μικρό
εκκλησάκι των τριάντα καημών!
Και στο απρόσιτο μέρος της
ψυχής με βότσαλα
παραλίας θρακιώτικης
απάτητης
από πέλματα των ανθρώπων
βέβηλα
μια θεά
που αναδύεται γυμνή απ’ την θάλασσα-
ξημέρωμα Αυγούστου!
Βρήκα τα χνάρια της πάνω στην
φρέσκια άμμο
λεπτά βηματάκια του εξαίσιου κορμιού
και γύρω ακόμη
μία σαν για να
επιβιώνει ανάσα
μυρωδική
γαλήνης
και κατάνυξης του φλοίσβου.
Θα δεχτώ ότι όλα τα εγκατέλειψα
για ν’ αφοσιωθώ
στα μικρά μυστικά της γλώσσας-
σαν οι
γραμματικές από παντού
να με
κατατρώγαν-
ίδια
όπως ένα θαλάσσιο ξύλο απιθωμένο στην στεριά
το δούλευε για χρόνια η ξυλογλύπτης
θάλασσα.
Και εκεί που το βλέμμα μου
φτάνει ανήλεο να αναρριχηθεί
πάνω στην μάντρα του τοπίου, οχτώ
μέτρα πριν ν’ αγγίξει ουρανό, άσπρος
ή γκριζωπός καπνός
από θυσία αρχαία, πάνω στον βωμό
σφαδάζει ακόμη το ελάφι. Για ταξίδι καλό του πόντου..
Λόγια του ιερέα όταν λίγο πριν
ν’ ακινητήσει ελαφρό αεράκι σαν
στεφανωμένος
ανάμεσα στα σύννεφα που
φαίνεται ο θεός και κάτι
ανεξήγητο μουρμουρητό όπως:
«Δόξα Σοι»
παλαιάς
εκδοχής δεδομένο ρίχνει
γύρω πέπλο έκστασης δυνατής..
Φέγγει η θάλασσα
φέγγει κι αστράφτει ο ουρανός
και πιάνει δυνατός αέρας ίδια
που μες την ψυχή ξεχνιέσαι και σε πιάνει ο οίστρος
κι εσύ πιστός στο αόρατο ή σε
εκείνο που απλά δεν βλέπει ο άνθρωπος
πάντα-
ξέρεις να διαβάσεις πάλι που
σου εξηγηθήκαν σημεία
κι εκμυστηρεύεσαι
το δέος σ’ ένα που σιμά πουλί
κρατάει με το ράμφος ταπεινό
σπυρί
της λέξης, ποίημα!
6.1.2008