...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Δεκεμβρίου 2012

Περί ου ο λόγος



Περί ου ο λόγος ος ανάγει τα σέβη των λουλουδιών προς τον πατέρα τους Ήλιο
    
περί ου ο λόγος ος ενορχηστρώνει το χάος επί το τερπνότερον της ψυχής
  
περί ου ο λόγος ος εγκολπώνεται την συλλαβή την μυστική της του ανέμου θρησκείας
προς όφελος της βροχής, της αχράντου βροχής απάντων των ιδεών  

περί ου ο λόγος ος κρατήσας την οικουμένη όλη σε θέση προσευχής ορατοποίησε την Χάριν  ως ανέγνωσε την Βίβλο των φυτών  

περί ου ο λόγος ος εσκεύασε από ευτελή τα τιμαλφώτερα

Περί ο λόγος ος την Ποίησην κατέστησε σεπτή κι αιθέρια ανά τους αιώνες

Περί ου ο λόγος ος εσκηνοθέτησε αθώα επί την συντριβήν   
και λέξεων τα τάλαντα εκαρπώθη..






Μια καρδερίνα οξύμωρη πιο ταπεινή κι απ’ την αγάπη..



Καίει το ατσάλι σου μες το τοπίο
Σαν κίονας από ναό πεσμένος μέσα στο λιβάδι της αιωνιότητας.
Μια παπαρούνα τρέμει με τον πορφυρό χιτώνα της
Αυτοκράτειρα δόξης.
Συλλειτουργούν κάτω απ’ τον ήλιο η λεύκα και η οξιά.
Μια καρδερίνα οξύμωρη πιο ταπεινή κι απ’ την αγάπη..

Φορούν οι ιδέες ανθρώπινα ρούχα



Φορούν οι ιδέες ανθρώπινα ρούχα,- λες και κρυώνουν ή ζεσταίνονται ή
ακολουθούν την ηθική καταπόδας, την ανθρώπινη ηθική, εκείνη που γεννά καμιά φορά και σεμνοτυφίες και μια συστολή που χρωματίζει με μια απαλή ντροπή τις συμπεριφορές.
Αλλά οι ιδέες δεν έχουν σώματα, οι ιδέες κοιμούνται γυμνές στην ουσία τους, κάτω από τον ουρανό – σαν κάτι μεγάλο και θεϊκό να τις γέννησε.
Δεν χωρούν μες τα λόγια μας,- οι ιδέες είναι θεριά ανήμερα που νομίζει ο τάδε και ο δείνα πως θα τις εξημερώσει, αλλά
εκείνες απλά συντάσσονται και γεννούν κοσμοθεωρίες,
που μας ξεπερνούν ή που μας φανατίζουν, υποταχτικούς κάτω από το στέμμα τους και πολεμώντας για ένα λάβαρο που εν τούτω νίκα κάποτε μας συσπειρώνει..

Το σαλιγκάρι...



Βρέθηκε ύστερα απ’ την βροχή
Μικρό φαιό σαλιγκάρι να αραδίζει 
πάνω στο πεζοδρόμιο.
Όταν για τα καλά ξημέρωσε
Η μέρα είχε κέλυφος αντιγραμμένο από το δικό του.
Όμως τα πράγματα γύρω ήταν γυμνά
Η ώχρα των τοίχων έσκουζε 
μικρές στριγκές φωνές που ασχημονούσαν.
Κάτι πουλιά βασίζανε του πορφυρού κελαηδιτού τους το φως
Στα κλαδάκια των δέντρων.
Έγερνε η χλόη πειθαρχημένη στον άνεμο.
Το βιαστικό σαλιγκαράκι πάει κατά τον κήπο της ζωής.
Ξαποσταίνει πάνω στα φύλλα της φτέρης και προσεύχεται 
στον θεό της μαργαρίτας.
Ανίδεο από αληθινή αγάπη..

30 Δεκεμβρίου 2012

Ο Θεός σιωπά και λαγοκοιμάται…



Κουφάρια εργοστασίων, παρατημένα στην μοίρα τους
Χάσκουν οι πόρτες τους, σπασμένα τζάμια εγκατάλειψη
Η επαρχία βουλιάζει μες την αδιαφορία της πρωτεύουσας
Βουλευτές υπογράφουν το όνειδος
Υγρασία πάνω στα αγκαθωτά σύρματα, οικόπεδα χορταριασμένα
Δέντρα που ξέφτισαν μες τον θαμπό καιρό, κάτι γεράκια
Που καιροφυλακτούν ν’ αρπάξουνε τον έρμο τυφλοπόντικά
Που ανέμελος ξεμυτά στον αέρα
Πουλιά πετούν χαμηλά, ψιχάλες
Που ραγίζουν την σιωπή
Ο Θεός σιωπά και λαγοκοιμάται…

Πέρα απ’ τις αλέες ο ήλιος χλιμιντρά και πεθαίνει.




Πέρα απ’ τις αλέες ο ήλιος χλιμιντρά και πεθαίνει.
Δένεται με τον εγωιστικό του λώρο το ηλιοβασίλεμα.
Η τάξη των σπιτιών διασαλεύεται και μορφάζει
Όπως πλησιάζει η νύχτα.
Βρέχει πυκνά και τελεσίδικα.
Φονιάδες υγροί που δεν λυπούνται κανέναν
Οι νεροσταγόνες χτυπούν πάνω στον τσίγκο της αυλής.
Το κυπαρίσσι γέρνει κατά των νοτιά.
Κλέβει το χρώμα μου και καυτηριάζει την σιωπή των κοιμητηρίων..

Διασκεδάζω την αποτυχία μου στην ύπαρξη, που θα ‘λεγε κι ο ποιητής



Με θρέφει η νύχτα
Δεν της κρύβομαι-αποκαλύπτομαι
Την μέρα είμαι επιφυλακτικός
Φορώ γυαλισμένα παπούτσια
Και κοιτώ να έχω αβρούς τρόπους
Ακούω τους λόγους των άλλων
Σχεδόν συμφωνώ με τις σκέψεις τους
Είμαι γνωστός τους..
Την νύχτα όμως
Είμαι ο εαυτός μου
Τόσο αυθόρμητα σκαιός τόσο σκούρος
Που ούτε δυνατά ποτά δεν καλλωπίζουν την όψη μου.
Δεν ακούω κανέναν πια, είμαι εγωιστικά διακείμενος
Απέναντι σε καθετί
Και το χαίρομαι
Διασκεδάζω την αποτυχία μου στην ύπαρξη, που θα ‘λεγε κι ο ποιητής
Κλείνομαι στο καβούκι μου γράφω
Αλλά είμαι τόσο πλέον ειλικρινής
Όσο μια γάτα που γρατζουνά την θύρα
Μια μαύρη γάτα που θυμίζει κάτι του διαβόλου..


Φροντίζω την γλώσσα σαν ένας αετός την φωλιά του.



Μπορώ να επιδιορθώσω το παλιό μου ποδήλατο αλλά δεν μπορώ
Να επισκευάσω τα πράγματα που μες την ιστορία βούλιαξαν
και με τρομάζουν.
Ένα μαχαίρι είναι οι μέρες που πέρασαν, ένα μαχαίρι στομωμένο που πια
Δεν κόβει καλά παρά μόνον
Εκείνο που απωθημένα ονειρεύομαι
Ακόμη
Στα καλά καθούμενα.
Φροντίζω την γλώσσα σαν ένας αετός την φωλιά του.
Παράξενο: δεν θέλει έτσι η εποχή.
Θέλει φτωχά να πορεύεσαι και ανέστιος.
Εγώ μιλώ ελληνικές κοφτές κουβέντες.
Σαν κείνες που μου έμαθε ο παππούς μου, χρόνια
Πολλά πίσω,
ανάμεσα σε τριαντάφυλλα και ανθισμένες
λεμονιές.
Αν ξαναζωντανεύω κάτι είναι η φωνή που έχει
της φιλοσοφίας άνεμο
Να χτενίζει σωστά και να περνά ξυστά
από τις κερασφόρες πικροδάφνες..

Έγραψα την σκέψη μου ενώ εκείνη εξαερώνονταν



Δεν εξιχνίασα τίποτα
Οι ώρες έφυγαν χωρίς συγχώρεση
Όλα χώρεσαν μες την σύντομη απειλή
Μιας στεναχώριας
Πόλη που με κράτησε δέσμιο στους δρόμους της
Στέκια παλιά και φίλοι γερασμένοι
Πίνω τα τσίπουρα για να ξεχνώ πως έχω κάνει λάθος
Στους αριθμούς, στην ανάγνωση, στην ελπίδα
Έγραψα την σκέψη μου ενώ εκείνη εξαερώνονταν
Και πέθαινε μες το γαλάζιο
Τώρα με καίει η μνήμη, ο χρόνος με πονά
Και μόνο φλυαρώ για να υπάρχω
Κάθε λέξη είναι ένας φάρος που αναβοσβήνει
κατασπαταλώντας τα αθώα φωνήεντα
Είμαι ο φαροφύλακας του ξεχασμένου..


Όχι καλολογικά στοιχεία λοιπόν






Κινούνται νήματα ανεξιχνίαστα. Μες τον καιρό. Ο καιρός δεν αλλάζει. Είναι ο ίδιος που η ιστορία θέλει. Όχι καλολογικά στοιχεία λοιπόν- ξέφυγε
από αυτόν τον γλυκό πόνο που γεννά η αγάπη,
και βρες
μες απ’ το άλμα προς την ανυπακοή
την αληθινή όψη του τετελεσμένου.

Θέλω να πω κουβέντες πολλές- σε καμιά δεν πετυχαίνω
το νόημα: σαν να μου απιστεί η γραφή και το αναγνωρίζω·
ίσως είμαι τυφλός που ψαύει πάνω σε αυτό που φανταζόταν για αλήθεια·
κατά βάθος
όλος ο έρωτας πάνω στα πράγματα ξοδεύεται-
έτσι που και εγώ εξομολογούμαι
και είναι η σημαία μου ένα κουρελόπανο
που συμβολίζει σε όλα αντίρρηση..

Βουρλίζομαι ο πανδαιμόνιος









Γνωμοδοτούν οι αρμόδιοι να καλλιεργήσουμε χάος

Πρέπει να τους πιστέψεις κατά τα λεγόμενα

Αλλά πώς να αφήσω το μυαλό μου απέξω;

Πώς να μπορέσω να μην σκέφτομαι;

Δημαγωγεί η παράταξη

Γραβάτα κόκκινη σαν γλώσσα φόρεσε ο πρωθυπουργός

Σαλιαρίζει γλοιώδικα

Υπογράφει τις τονισμένες μας φτώχειες

Το μέλλον δυσχεράνει με έμφαση

Κάποτε θ’ αποβλακωθούμε- πού θα πάει

Θα τουφεκίσουμε με καρδιά

Συμπυκνώθηκαν οι προδότες

Υποθηκεύουν τα πάντα

Βουρλίζομαι ο πανδαιμόνιος

Να κλωτσήσω θέλω

Σαν ποδοσφαιριστής που στέλνει στα γκολπόστ αυτόν

Τον στρογγυλό σαν μπάλα αρχηγό..



Οφειλή αρκούντως γενναία…





Σου χρωστάω τον θάνατο των ημερών
Κι ίσως αυτή την μυστική συνάντηση εγώ μετ’ εμένα κι εσύ
που λείπεις από όλα εσύ.
Τα άστρα καιροδηλώνουν αιθρία
Ο ουρανός ό,τι κι αν πεις σε διαβάζει
Κουράστηκα κάποια στιγμή δίχως και νόημα να σιωπώ.
Ας φλυαρήσω καυχούμενος εγωισμούς πλασμάτων
Που η φτώχεια τους απέβηκε τεράστια περιουσία, ας στεφανωθώ
Μαγιάτικα στεφάνια, και διονυσιακό
Πνεύμα της Άνοιξης. Ας ευθυμήσω
Κοιτώντας σε να με κατασπαράσσεις
Σαν έναν αρνί ανυπεράσπιστο ο λύκος σου.






29 Δεκεμβρίου 2012

Και απελπισμένος ζω..




Οι αγρύπνιες μου κατευόδωσαν την σελήνη κι εκείνη μες τον καθρέφτη τ’ ουρανού αργυρή νύχτα έπεσε.
Οι κύκλοι της φωνής καταρρίπτουν τα τείχη της αισχύνης.
Θρησκεύω μ’ έναν τρόπο ειδωλολατρικό.
Πολύ τα δέντρα επίστεψα.
Το πορτατίφ ανάβει στέλλοντας μηνύματα γραφής κι ευνοϊκού ανέμου.
Υφίστανται ακόμη οι κώνωπες.
Σε ένα σημειωματάριο χαράσσω φως και η κάμαρα ταράζεται ώσπερ σεισμός να εγένετο.
Λίγο με αφορά η ελπίδα. Και απελπισμένος ζω..
Σιτιζόμενος μελίρρυτες ουτοπίες.

Για την κορυφή μιας Ιδέας…





Από τας Ιδέας άρξασθαι.. Και νυν
δες την κρυφή αρμονία του όλου
που σκηνοθετεί μονολόγους με τον καιρό
που περνά.
Εισβάλω στην ζωή με ρήματα
που εγκυμονούν κινδύνους
″ Αγαπώ″ η ″ Θα σε καρτερώ″-
Η πόλη σφράγισε
τα θησαυροφυλάκιά της-
Η φιλία μας είναι μόνη και μένει
εκεί που επιμένουν οι πολλοί να μην καταλαβαίνουν
από ονομαστικές ουτοπίες.
Με την φιλοδοξία μου πάω- δεν είναι κακό.
Δεν πέθανα για καμία θρησκεία.
Πιστεύω σύνολα που δεν χωρούν
σε μια αγκύλη ανελεύθερου μυαλού
και συλλαβίζω πάντοτε ένα ρημάδι χάος.
Ας μείνει το παιχνίδι αυτό
των λέξεων και το λουλουδένιο το αίσθημα
που σε κοιτώ και με κοιτάς και ζούμε
σε γήινο ορθοδόξου αποδοχής
καταχωρημένο Παράδεισο..


Οι ποιητές ξέρουν…




Πιστολιές αγριεύουν στην νύχτα τον ύπνο του φεγγαριού.
Οι ιεροφάντες κοιμήθηκαν πλάι στο ρέμα που παφλάζει.
Της σκηνής ο αντίλαλος πριν λήξει το φαρμάκι κάθε τραγωδίας.
Αργυρά πατουσάκια πάνω στην άμμο του γιαλού που θεοποιεί την ησυχία.
Πατρίδα λυπημένη, πατρίδα ταλαίπωρη, πατρίδα ορφανή.
Ένας ύμνος από στόματα αόρατα θανόντων
Βαφτίζει αθάνατη την μνήμη των σωμάτων.
Νικά ο πλουραλισμός των ψυχών.
Αυτό που εσύ είσαι κανείς δεν το ξέρει-
Γιατί εσύ είσαι μια φλόγα που παρακινεί την φωνή να γεννηθεί.
Εμπιστοσύνη στους ήρωες που αντέχουν την Αλήθεια.
Μες την βροχή ακούμε προσεκτικά το τηλεγράφημα της καρδιάς.
Ολόκληρος είσαι ο κόσμος και μες τα μπράτσα σου οι φλέβες της ζωής και της δύναμης
Ξυπνούν το ουράνιο Πνεύμα της Δημιουργίας.

Από μια συλλαβή του δάσους καταλαβαίνω την αλήθεια των δέντρων.



Από μια συλλαβή του δάσους καταλαβαίνω την αλήθεια των δέντρων.
Γυμνή συλλαβή, σαν φθόγγος ακουστός μες την παλίρροια που νίκησε όλα τα πλάτη.
Φεύγει η νύχτα, υποχωρεί και η μέρα
Τρίζει μες την θαμπάδα του ουρανού ενώ
Πάνω στο λαγαρό χορτάρι
η πάχνη απλώνεται
σαν ένα σπέρμα που πριμοδοτεί την γη με ευγονία.
Η σπείρα του αέρα φλομώνει τις φιστικιές καθώς ξετυλίγεται
Όλο και προς τα πάνω για
Να τεντώσει το σεντόνι του λόγου ως την απώτατη άποψη
Που έχει λυρικές ευθύνες.
Γαυγίζει ένα σκυλί, η λίθινη μοίρα
Της όχθης γύρω απ’ την λίμνη δευτερώνει
Τις λιανές καλαμιές
Που γέρασαν πια να κοιτάνε.
Δίνει μια συναυλία ακαταλαβίστικη το περίχαρο νέο νερό.
Εισχωρεί μες τον νου μου που πλάθει την ζύμη κάθε αισιοδοξίας..





Η Ελλάδα μου χαρίζει ένα μαντήλι που γεννάει τα χρώματα



Τρώγοντας το διαμάντι του φωτός ως το γαλάζιο..
Η θάλασσα αρχίζει τις ανταύγειες της από το μέρος του βουνού.
Πόσο θλιμμένα έχω υπάρξει! Πόσο νεφοσκεπής!
Τα καπρίτσια των χελιδονιών κεντούν στην καρδιά μου την επιθυμία
Με κολακεύει ο άνεμος
Η μέρα που ξημερώνει συγκλονίζει τις νυσταγμένες αυλές.
Στην γούρνα μέσα το νερό κελαρύζει ελέω δροσιάς.
Από το όνειρο που βγαίνω και με περιμένει η αληθινή ζωή..
Δύσκολα αναγνώθω την σιωπή αλλά μόνο αυτή μου ταιριάζει.
Νησιά της Ανατολής, κήποι βροντεροί, αιολικά μυστήρια..
Στο τραπέζι επάνω η φέτα το ψωμί και της φιλίας συνείδηση..
Α πνοές λευκές πάνω απ’ τα σώματα των λουλουδιών!
Αβροί συνδαιτυμόνες γύρω από του δειλινού την τάβλα.
Η Ελλάδα μου χαρίζει ένα μαντήλι που γεννάει τα χρώματα
Και τις φιλοσοφίες της φωτιάς..

28 Δεκεμβρίου 2012

Αμετάθετη νύχτα




Μόνο το απροσποίητο  φεγγάρι  κρέμεται
νέο πάν’ απ’ τις καμινάδες,  μέσα στην βαριά νύχτα
με αποδοχή του κρίματος ενός Άβελ, ενός Κάιν
κρεμασμένους  μέσα σ’ αυτό το λυχνάρι που απλουστεύει
τον μεταμεσονύχτιο συλλογισμό.

Εδώ δεν είναι κανένας.
Και τελικά είναι πρόβλημα να υπάρξεις -
η ζωή έχει τόσες τρικλοποδιές
αναποδογυρίζει το αίνιγμα και βρίσκεσαι  μόνος
ένας κουτσός που συναγωνίζεται δρομείς-
τα συλλογίζομαι όλα μες την αμετάθετη νύχτα
ζαλισμένος ακόμη από τον ήχο των ανθρώπων
σε έναν κρυωνιάρικο  μήνα και φαντάρος,
οι λίγοι φίλοι άφραγκοι και κουρασμένοι.

Εδώ δεν είναι κανένας .
Μόνο ένα βουρκωμένο σπίτι που κλωτσάει
Τους  φιλοξενούμενους,
η μουσική παίζει
μπερδεύονται τα χρώματα της νότας και
κρυφά η μελωδία σε εξουσιάζει -

απρόσμενα σχεδόν το κρησφύγετο 
γεμίζει αποτσίγαρα και καπνούς..

"καλά λοιπόν κυρά φασαρία σε κατέχω
καλά ερωτεύομαι μαζί σου
τα πίνουμε
είσαι η γυναίκα μου της βραδιάς
όπως τελειώνοντας
ένα ποίημα σου εμπιστεύομαι την στενοχώρια".

25.2.1983
Ηράκλειο

Ανάγνωση στον έρωτα




Αριθμούν εφτά φιλιών
δρόμο
    οι παραλίες του καλοκαιριού που σ’ είχα
        μέσα στα χέρια μου νεράιδα ηλιόφιλη.

Τα σκαλοπάτια
που κατεβαίναμε πριν δύσει ο ήλιος
ο άσβεστης που έσφυζε από λευκότητα και εξάψεις
η βοκαμβίλια που απ’ τα μωβ ανθάκια της πλημμύριζε.

Βιβλίο ανοιχτό η θάλασσα
    και μια και δυο και τρεις οι βάρκες
        που ανοίγονταν μέσα στην ερημιά.

Ανάγνωση στον έρωτα
η πέτρα γυάλιζε μες τα νερά
η θλίψη ούτε υποψία.

Τώρα στον ίδιο έρημο γιαλό
    ο αέρας ακουμπά τα φτερά του.
        Πέρασα κι είδα που ένα ηλιοβασίλεμα
            συμμετέχει στο άπειρο..

Κάτω από τους τελαμώνες
του φεγγαριού σπιθίζουν τα φιλιά
εκεί στην άμμο..
                       Ακόμα εκεί...



Κάτι που να κινητοποιεί τις αισθήσεις μου





Κάτι που να κινητοποιεί τις αισθήσεις μου σαν όπως
Μικρές σχεδόν συμμετρικές φωνούλες των πουλιών ακουμπούν
Πάνω στο Αόρατο και το ξεκλειδώνουν.

Παρασκευή στο πρυτανείο του ήλιου.

Ασκεπής κάτω από τον τρούλο του γαλάζιου.

Δείχνω την κορυφή του βουνού και μαρτυρώ την ουσία της μέρας
Που ενορχηστρώνει ορδές από πεσμένα φύλλα του ευκάλυπτου.

Τήλε μου έρχεται η φωνή τήλε κοιτάζω.

Ο άγουρος χρόνος αποκαθιστά τον γερασμένο Δεκέμβριο
Όπως ο καλπασμός της φαντασίας υποκαθιστά την λογική που εφθάρη’..



ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ..




Όλα ξεδίψασαν με τον ερχομό σου και πάντως
η στιγμή
που ζαλίζεται το αγιόκλημα του δειλινού να έχει
εντόμων πολιτείες ασημένιες όπως
να αχνίζουν πάνω στ’ ανακατεμένα μαλλιά του..

Ασυνόδευτος ο σβησμένος Φεβρουάριος
λυράρης τελευταίος του χειμώνα
ξένιαστα βρίσκει την χρήση του καλοακονισμένου μαχαιριού
ν’ αναταράξει τα αιθέρια σωθικά του..

Το κορίτσι αποφεύγει να κοιτάξει προς τον ουρανό·
ένας άγγελος συνέχεια το ερωτεύεται·
είναι μυθικό ξόανο το δέντρο που δεν έχει άνθος-
μόνο  μ’ ένα γυμνό κλαδί του προκαλεί τον πανταχού παρόντα
ζωγράφο..

Ανοίγομαι με χίλιες πόρτες του μυαλού·
εισχωρεί το φως,
ελπιδοφόρο.
Νεότερος κι από του ήλιου αποκάλυψη..
Γράφω ποιήματα από ανάγκη  να αισθάνομαι κοντά στον κίνδυνο
να ομολογήσω περισσότερα απ’ ότι κάνουν οι άνθρωποι…

Και αναιρούμαι μες τις χώρες του μυαλού όπου τα πολιτεύματα
είναι περόνες της χαράς
απασφαλισμένες

να εκραγεί παθιάρικα η ζωή.
28.2.2008




ΟΙ ΣΙΩΠΕΣ..





Οι σιωπές είναι μία μανία που πιάνει τις παρουσίες
να μας πουν για την ενδεχόμενη απουσία τους.
Κρούουν τον κώδωνα της επιφύλαξης, ποτέ
γυναίκες ολοκληρωμένες δεν γίνονται- μένουν
παιδούλες
που δεν θα τις αγγίξει και ποτέ κανείς- και κάποτε
αυνανίζονται ηδονικά, όπως τις κάνει
να ερεθιστούν ο εαυτός τους.

Οι σιωπές
δηλητηριάζουν τον αέρα με τοξική βαρυθυμία, κάνουν
ένα βλέμμα να μοιάζει πιο σκοτεινό που μέσα του
η ψυχή αποκαλύπτει την μελαγχολική παρουσία της.
Και δυσκολεύουν ολοένα τον έτσι κι αλλιώς δύσκολο βίο..

Αλλά δεν βρίσκονται ποτέ να νικούν γιατί με τόσο μέσα τους
σύννεφο
από κλαμένα μάτια και στενάχωρης καρδιάς μια χαραμάδα
κάποτε εισβάλλει επίμονο και νικητήριο
λίγο ελπίδας φως..


ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΥ..







Συμβαίνει απλά..      στα απόμερα κοιμητήρια
μοναστηριών του ονειροπόλου
εδρεύει θλίψη μ’ απαλό μετάξι..

Χλόη δοξαστική απέναντι
     απ’ τ’ αφρισμένο πέλαο

         ώρα
              που οι καλόγεροι της ερημιάς
                 ξυπνούνε να συνάξουνε
                       δρόσο προσευχής   
                          επάνω απ’ τα ωραία φύλλα
καρυδιάς που σκέπει το μικρό εκκλησάκι των τριάντα καημών!
Και στο απρόσιτο μέρος της ψυχής με βότσαλα
παραλίας θρακιώτικης        
απάτητης
από πέλματα των ανθρώπων βέβηλα         
μια θεά
που αναδύεται γυμνή απ’ την θάλασσα-
ξημέρωμα Αυγούστου!

Βρήκα τα χνάρια της πάνω στην φρέσκια άμμο
                           λεπτά βηματάκια  του εξαίσιου κορμιού
                              και γύρω ακόμη
                                 μία σαν για να επιβιώνει ανάσα
                                    μυρωδική
                                        γαλήνης
                                          και κατάνυξης του φλοίσβου.

Θα δεχτώ ότι όλα τα εγκατέλειψα για ν’ αφοσιωθώ
στα μικρά μυστικά της γλώσσας-
                                 σαν οι γραμματικές από παντού
                                    να με κατατρώγαν-
                                       ίδια όπως ένα θαλάσσιο ξύλο απιθωμένο στην στεριά
                                         το δούλευε για χρόνια η ξυλογλύπτης θάλασσα.

Και εκεί που το βλέμμα μου φτάνει ανήλεο να αναρριχηθεί
πάνω στην μάντρα του τοπίου,        οχτώ
μέτρα πριν ν’ αγγίξει ουρανό,        άσπρος
ή γκριζωπός καπνός
από θυσία αρχαία,                             πάνω στον βωμό
σφαδάζει ακόμη το ελάφι.               Για ταξίδι καλό του πόντου..

Λόγια του ιερέα όταν λίγο πριν
ν’ ακινητήσει ελαφρό αεράκι σαν στεφανωμένος
ανάμεσα στα σύννεφα που φαίνεται ο θεός και κάτι
                    ανεξήγητο μουρμουρητό όπως: «Δόξα Σοι»
                      παλαιάς εκδοχής δεδομένο ρίχνει
                        γύρω πέπλο έκστασης δυνατής..

Φέγγει η θάλασσα
                                    φέγγει κι  αστράφτει ο ουρανός

και πιάνει δυνατός αέρας ίδια που μες την ψυχή ξεχνιέσαι και σε πιάνει ο οίστρος
κι εσύ πιστός στο αόρατο ή σε εκείνο που απλά δεν βλέπει ο άνθρωπος
πάντα-
                ξέρεις να διαβάσεις πάλι που σου εξηγηθήκαν σημεία
                  κι εκμυστηρεύεσαι το δέος σ’ ένα που σιμά πουλί
                    κρατάει με το ράμφος ταπεινό
                      σπυρί της λέξης, ποίημα!

                                                                                           6.1.2008





27 Δεκεμβρίου 2012

Η ποίηση δεν με ξεστράτισε





Όταν τελειώσω με τις κραιπάλες των ονείρων καμιά έκφραση της πραγματικότητας δεν θα μου είναι αναγκαία.
Θα υποκαταστήσω την προσευχή με μια δαγκωνιά σ’ ένα υπέροχο μήλο και ας προκύψει εκδιωγμός απ’ τον παράδεισο.
Η ποίηση δεν με ξεστράτισε, η ποίηση με επανέφερε σε γνώριμα λημέρια
Αναζητήσεων.
Θα καλουπώσω τις ανάγκες μου μέσα σ’ ένα κορμί που έτσι κι αλλιώς γερνάει και πονάει
Θα ζήσω με φιλοσοφία αμνού.
Αμέριμνος και μηρυκάζοντας ιδέες τόσο!




Όλων προέχει ο Άνθρωπος.




Αναζητώ αλήθειες πάνω στο φως των πραγμάτων.
Τα αισθήματα είναι ένα ζωντανό επίχρισμα που σκλαβώνει.
Λάμπει και είναι διαυγές το τίποτά μου.
Το αφομοιώνω, το χαίρομαι σαν διδαχή.
Ρητός ο αέρας ρητό το πρωινό ρητός ο ήλιος.
Άρρητο το μυστικό που υφαίνει η ζωή κι αποκαλύπτει
Από τις ώρες το υφέρπον νόημα της μάταιης αιωνιότητας.
Ελπίδα για απελπισία.
Ήρθε η ώρα της.
Πως φτάσαμε εδώ που είναι εξέχον το νόημα του θανάτου;
Αλλά η μνήμη εγγράφει τα πράγματα κάτω από το απαύγασμα μιας ηλιαχτίδας.
Δευτέρα Τετάρτη Παρασκευή.
Μια δοσολογία χρόνου που δεν έχει επάνω σου παρά φθοράς παρενέργειες.
Φορτίζονται οι ιδέες με την σαγήνη των αναζητήσεων.
Κυοφορούν.
Αθωότητες κάνουν πολύχρωμη την συμπαντική σκηνοθεσία.
Όλων προέχει ο Άνθρωπος.
Ως κι η ζωή του…

Όλα παθιασμένα θα θυσιάζονται



Μακραίνουν οι υποψίες ότι στην μέρα που θα ‘ρθει θα ζητούν οι κήποι λαλίστατα γαρίφαλα.
Οι στίχοι θα αφαιμάσσουν τον δεκαπεντασύλλαβο του πάθους.
Η φωτιά θα είναι προμήνυμα χαράς.
Όλα παθιασμένα θα θυσιάζονται
γλαφυρά μες τον ακόμη χειμώνα.
Θα είμαι ερωτευμένος με την όψη την άλλη
Του κόσμου. Θα διαβάζω
Την σιωπή
ένα λιγάκι δευτερόλεπτο πριν γίνει
εξομολογητική
φλυαρία.
Θα προσεύχομαι
Στον θεό των ταπεινών. Και θα ελπίζω
Σε κάτι που θα ξεπερνάει το ποίημα και θα ντύνει
τις προσδοκίες μου
με ένα λυρικό παράπονο σαν μια χορογραφία
των νεφών του ουρανού.

Μέσα στι τσέπες μου χωρούν τα ψιλά της πραγματικότητας



Μέσα στις τσέπες μου χωρούν τα ψιλά της πραγματικότητας

αλλά δεν χωρούν τα ψέματα των ειδήσεων.

Οι εφημερίδες κρέμονται σκυθρωπές στα περίπτερα.

Αναδίνουν αποφορά και φαιδρότητα. Άλλαξε

Τον σκοπό της πια η εποχή.

Διαδηλώσεις φοβισμένου αποτελέσματος, πλακάτ

Αναρτημένα κάνοντας να κομματικοποιείται ως και ο βήχας

του όντος. Ή μήπως έφτασε η μέρα να μην είναι όν το όν;

Τι λέω θα μου πείτε ο αφιλότιμος; Μα για σκεφτείτε

Τόσο που φτάσαμε να θέλουμε για όλα πάτρωνες κι εκείνοι εύκολα να μας πουλάνε

Μην δίνοντας δεκάρα για τα όνειρά μας.. Πια

Αν θέλω να σκεφτώ ελεύθερα

Θ’ ανέβω στο βουνό και θα κοιτάξω

απέναντι- που είναι χαρούμενη και λουσμένη στον ήλιο η κοιλάδα..

Κι εσένα που με σκέφτεσαι κι είναι ο βίος σου κρεμασμένος αλλού..

Αν διδάσκω κάτι είναι συνέπεια των λέξεων μόνο



Τα πάντα διαλύονται μες το βράδυ που αποσιωπά τις προθέσεις του
Κωλυσιεργούν τα άστρα μες τον ουρανό
Η ανησυχία μου με πεθαίνει
Τρόμος για έναν θάνατο διόλου οικουμενικό
Ιδιωτικά τα καπρίτσια μου
Διαφώνησα μ’ όλα
Άφετε τα παιδιά έλθουν προς με
Αν διδάσκω κάτι είναι συνέπεια των λέξεων μόνο
Ξημερώνει αργά, είμαι άγρυπνος και κουράζω τις αντοχές της νύχτας
Καθώς ψάχνω μια μουσική που ξεφλουδίζεται από τον άνεμο
Και αντιπαραβάλλεται με το τραγούδι του πουλιού που γεννά νότες
Λυρικής ευθύτητας που ζηλεύει ο κάθε ένας ουρανός..


26 Δεκεμβρίου 2012

Ερήμην μου συντελείται το άωρο θαύμα..





Ευθύνονται οι συνταχτικές δαπάνες για την εγωιστική λέξη που καθαιρεί το υποκείμενο
Βλέπω μακριά μες τον αιώνα- άπληστος πάντα ο άνθρωπος
Θησαυρίζει πλέον του αναγκαίου
Πώς να μιλήσει τρυφερά σ’ ένα λουλούδι που αξίζει 
λόγους ρόδινους
Πλοήγηση στο αχανές του λεξιλογίου
Κάθε κόμμα ένα ανάχωμα νοήματος
Κάθε τελεία μια εκκλησία κλειστή
Φρέσκες ιδέες θέλει ο άνεμος
Νομοθετεί πίσω από τις λεμονιές έχει δικά του βουλευτήρια
Α, ιδεατό σύμπαν του ποιήματος
Βασανάκι της αναζήτησης, κόμπε άλυτε-
Σκοντάφτω στο φρούριο της απελπισίας
Αλλά χρωματίζω λευκά τα ξοδεμένα μου όνειρα..
Ερήμην μου συντελείται το άωρο θαύμα..

Αλλά η ποίηση τι σκοπό έχει




Συμβουλεύομαι την θλίψη, όταν βραδιάζει ο οίκος κλονίζεται
Τρέφονται με ψευδαισθήσεις οι θαμώνες
Η φτώχια είναι μια ξεκούρδιστη κιθάρα
Που βαρά φάλτσο ακόρντο
Ειρήνη ημίν ή γεια σου
Που φεύγεις κατά την μεριά του συμφέροντος
Αλλά η ποίηση τι σκοπό έχει
Όταν νυχτώνει στην ψυχή και τα πράγματα
Ακολουθούν την ουτοπία
Ή στερεώνονται πάνω στο έρμα που φαντάζει άχρηστο
Κι επιβλαβές;
Καταπώς φαίνεται θα ενταθούν τα συστήματα
Να κατασπαράσσουν έφηβες σάρκες.
Κάναμε την μέρα επίφοβη
Και θα πλανηθεί με αγριότητας όψη..


Η φωτιά είναι πάθος στρογγυλό.



Η φωτιά είναι πάθος στρογγυλό. Δεν ερμηνεύεται
Με λογικές που ξέρουν να λογαριάζουν ανθρώπινα- η φωτιά
Είναι έρωτας που τρώει την ύλη.
Πάντοτε ζούσα αγνά- δει είχα να μοιράσω
Ούτε ψωμί ούτε κρασί- πορευόμουνα
Φτωχός των φτωχώνε.
Και ήθελα να τραγουδώ όπως ο λιλιπούτειος κοκκινολαίμης έκανε
Ανέμελος και όχι θορυβώδης.
Εκεί αρχίζει το ποίημα μου, μες την λιτή ευανάγνωστη σιωπή, την ώρα
Που τα φεγγάρια κομίζουν δημητριακά δώρα και οι σκιές
Ανταμώνουν το υποκείμενο μιας τραγωδίας που ακόμα κρατεί.
Είμαι αληθινός σαν αεράκι που χαϊδεύει πρωί πρωί το πρόσωπό σου όταν περπατάς
Ανάμεσα στα δέντρα που δεν γέρασαν μόνο ψηλώνουν και σε υπερασπίζονται
Λυπημένε μου μάγε!

Πληγή ο κόσμος





Γυαλίζουν υαλοπίνακες και τ’ αλουμίνια
Στις προσόψεις των κτιρίων γεννούν αντανακλάσεις
Από αγώγιμο φως.
Κλειδωμένες ζωές και ξεκλείδωτη κοινωνία.
Οι άνθρωποι ζουν του θανάτου τον πρόλογο
Γιατί να αισιοδοξώ αφού  μια σφήγκα μνήμη με κεντά;
Μόνο ερωτηματικά συλλέγω και διαολίζω τις σιωπές μου.
Λέξεις αραδιασμένες στο χαρτί από το μέρος που εκβάλει ο ήλιος μες την θάλασσα.
Κάποτε θα μπορούσες να τα δεις όλα περσότερο ρομαντικά
Τώρα ένα αεράκι ναυαγεί μες τις παρόδους και σε πιάνει ο ίλιγγος
Απ’ τις στροφές που πάει για να σε απάγει ως την μοναξιά σου τ’ αυτοκίνητο.
Πρωτεύουσα διατεταγμένη σε αφόρητη υπηρεσία.
Πληγή ο κόσμος και η νύχτα που σε σκλαβώνει
Κι αυτή πληγή..




Σκληρή μοιραία λογοτεχνία.



Απόμερα από το κέντρο της πόλης
Υπάρχει ένας καφενές όπου μαζεύονται οι άνεργοι και πίνουνε καφέδες
Προσκολλημένοι πάντα στην οργή.
Δίπλα έχει ένα μικρό αλσύλλιο
Που μυρίζει ιδρωμένο χόρτο και κατουρλιό
Στα πρώτα του βήματα.
Περνά ένα μικρό ρυάκι τόσο φλύαρο 
όσο η εξουσία.
Κάποιες γριές περνούν με τις φρατζόλες 
το ψωμί από τον φούρνο.
Κανένας άγγελος εκεί.
Ο Θεός ξυπόλυτος φαίνεται που πατάει στα σύννεφα.
Τι να του προσάψεις;
Κρατάει το νήμα της στάθμης και δεν νοιάζεται 
για της εξέλιξη στο ποίημα.
Εγώ θέλω να είμαι οξυδερκής τόσο 
όσο να δω πού θα οδηγήσει η μοναξιά αυτόν που ονειρεύεται φεγγάρια και κορίτσια.
Καμία κοινωνική επανάσταση.
Σκληρή μοιραία λογοτεχνία.
Η Γώγου κοιμάται ήσυχη πως τα είπε κάποτε όλα.
Τίποτα δεν ελέχθη όμως.
Ή τουλάχιστον, υπάρχει μία κάμαρα ντυμένη θλίψη
Που πάνω στο κρεβάτι της δυο έφηβοι αγκαλιάζονται παρήγορα και σαν
Να επιφορτίζονται την ιστορία όλου του έρωτα 
πάνω στα ιδρωμένα κορμιά τους.

25 Δεκεμβρίου 2012

Είμαι ο σκηνοθέτης ενός εγκλήματος




Στραγγίζω όλα τα αισθήματα
Φοβάμαι τις εξαλλοσύνες μου
Φορώ τα γυαλιά μου και γίνομαι
σοβαρός
Σκέπτομαι
Το πλήθος είναι μέσα μου
Η πόλη είναι μέσα μου
Κατοικώ τον χειμώνα της καρδιάς
Εξαργυρώνω την ευαισθησία μου 
με στίχους
Ελπίζω - δεν απελπίζομαι
Φορώ την ψυχή μου ανάποδα
Τσούζει ο καπιταλισμός
Τα καθεστώτα είναι αιμοδοσίες
Πυρ στην ανία- πυρ γιατί ζωγραφίζω στα σύννεφα
Είμαι ο σκηνοθέτης ενός εγκλήματος που ορίζει
το πρόσωπο μιας αθωότητας 
που εκλείπει.

Φυσήξανε οι πνοές του θεού



Ζ΄.

Σαν ένα τριαντάφυλλο που μύρισε δόξα
Ανάμεσα στα δάχτυλά μου
Σε κράτησα
Σιωπηλή
Τα βλέφαρά σου ήτανε ασπίδες
Στα ετοιμοπόλεμα μάτια σου που κατακτούσαν
Το κάστρο μου!

Δεν αντιστάθηκα!
Φυσήξανε οι πνοές του θεού και γίνανε
Αφόρητες οι προσδοκίες!




Τυπωθήτω η πληγή πάνω στο μέσα της παλάμης




Κλονίζεται ο Δεκέμβριος από αψάδα θεού..
Γενηθήτω η αλληλεγγύη πιο φθαρμένη από ποτέ
Τυπωθήτω η πληγή πάνω στο μέσα της παλάμης
Φέρε την αλήθεια σου ως την σκηνή της εποχής
Μαραγκιάζουν οι ψυχές αλλά από την ύλη όλα καίγονται δυσοίωνα.
Θέατρο μακρινό η βηθλεέμ αναπέμπει μια σωτήρια είδηση.
Πουλάρια δράμουν πάνω στις ξερολιθιές και τα πουρνάρια.
Ένα κλάμα ραγίζει την νύχτα.
Τα άστρα δηλώνουν συμπάθεια.
Ο Ποιητής που Είσαι με καρτερά εδώ
Που ο κόσμος απελπισμένος ελπίζει
Κι η μέρα γδύνεται για καθαρμό και προσευχή
Στον ιδεατό ευανάγνωστο Ιορδάνη..


Σκοτεινιάζω όσο πλησιάζω το φως- σαν να καίγομαι


Τοποθετώ την υγεία της φωνής πάνω απ’ όλα
Αυτό που κυνηγώ έχει ένα προσιτό μυστήριο
Ο θόρυβος με ξενίζει, η πόλη είναι γεμάτη από έναν ψεύτικο λαό
Που δεν μπορεί να πάρει καμία απόφαση.
Λογοτεχνία της καταγραφής, λογοτεχνία της συντριβής, επιδερμίδα λογοτεχνία.
Σκοτεινιάζω όσο πλησιάζω το φως- σαν να καίγομαι
Και να κατοικώ μια ουτοπική και δίχως έδαφος
Πραγματικότητας εστία.
Θέλω να φωνάξω γινάμενος προφητικός και να ξεμπερδέψω
Με τις ανησυχίες μου, με την κάλπικη
Όψη του κόσμου που δεν νομιμοποιεί τις απόψεις μου ει μη
Μόνο για να εισηγηθούν ένα αόριστο ποίημα..



Κοιμήσου ανάμεσα στο χάσμα της προσευχής.


Κοιμήσου εκεί που οι φωλιές των πουλιών
προστατεύουν τα φρέσκα ροδάκινα
Εκεί που η πρωινή αίγλη τιθασεύει τον ελαφρύ αέρα
Κοιμήσου ανάμεσα στο χάσμα της προσευχής.
Κι έλα κοντά μου από την πύλη των στεναγμών, έλα κοντά μου
Από το πιο μικρό παραθυράκι των ονείρων-
Γενναία κι απρόσβλητη
Από το αγιάζι των καιρών- έλα κοντά μου.
Το φιλί σου νοστιμεύει την ύπαρξη σαν ένα σιρόπι θεϊκό.
Μιλάς φωνήεντα μουσικής που σπέρνει γύρω της την ωδική υπεραξία.
Μου δίνεις την παρομοίωση της θάλασσας.
Απ’ το στηθάκι σου- τώρα κοντά και φεύγουν δυο πουλιά
Πόθων ανάκρουσμα που ανταμώνουνε εμένα.
Το μέτρο της ζωής που με διδάσκεις
Κι ο θάνατος αυτός δεν θα μπορεί να μου το αφαιρέσει..



Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου