...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Μαΐου 2010

πλέχτηκε ο μύθος του αιώνιου θηλυκού

Ο πρωινός αέρας γεμίζει μίσος τις θυμωμένες τσουκνίδες
που ευθύς επάνω ανατινάζονται
όπως να μην τις πλησιάσει πιο πολύ κανένας:
όπως ο χαρακτήρα σου ίσως.

Έκατσες ανάμεσα στα δέντρα, σ’ εκείνο το παγκάκι
του πάρκου, πριν ακόμα ξημερώσει
και η μέρα χαράξει τον γεωγραφικό χάρτη της
πάνω στην ράχη της αιώνιας γης.

Τίποτα δεν ήξερες: ήσουν η λογική που παρακμάζει.
Μέσα σου έμεναν αδιόρθωτα όλα
τα ευαγγέλια της θρησκείας. Ειδωλολάτρισσα
είχες αφεθεί να σε κάνει ο έρωτας δούλη.
Ζούσες για να νικάει το κορμί.

Κι όταν προσπάθησα από την εύκολη μεριά σου να σε μάθω
πλέχτηκε ο μύθος του αιώνιου θηλυκού
που αγκαλιάζει
ασφυκτικά κι απομυζά το υπερφίαλο αρσενικό...

8.1.2010

Η θάλασσα υπόσχεται μια διάρκεια γαλάζιας έντασης

Η θάλασσα υπόσχεται μια διάρκεια γαλάζιας έντασης

Ελέω θεού ο ήλιος επάνω της είναι ένας επιδέξιος μάγος
που ομοιοκαταληκτεί τα κύματά της με το πράο φως
που απ' τα ουράνια πιο λυρικά γενναίο πάντα έρχεται.

Πλέει με το σέλας της η ευκτική πλάση

είναι λακωνικά ωραίος ο θεός

τρωκτικές σκέψεις τρυπούν σαν καρυδότσουφλο το σώμα των ερωτευμένων

Οργασμός η θάλασσα

και τα φιλιά σου
οργασμός!

30 Μαΐου 2010

Ο ίδιος που δεν μου ανήκει τίποτα είμαι:

Ο ίδιος που δεν μου ανήκει τίποτα είμαι:
ένας επηρμένος και φλύαρος χαρτοπαίχτης που τον ξεπερνά
η παρτίδα·
τα μανίκια μου είναι γεμάτα από κείνους τους ευνοϊκούς άσσους
που ανατρέπουνε τ' αποτελέσματα·
δεν ξέρω πότε ο χρόνος δραστικά θα με πολιορκήσει·
τρέχω απ' όνειρο σε όνειρο, ακουμπώ
πάνω στον πάγκο τον καφέ μου·
δεν κάπνισα σχεδόν ποτέ- φοβήθηκα
την βιαστική φθορά·
κούρασα τόσο τις λέξεις μου που νιώθω
να ιδρώσανε
εκείνο που ήθελα κι όπως που ήθελα εγώ να το πω·
κοιτώ όμως στα μάτια τον καθένα, τολμώ
να διεκδικήσω των πραγμάτων τον ψίθυρο.
τα έτσι φέραν τα αλλιώς, η γη το ίδιο περιστρέφεται·
νομοθετώντας πάντα επί το χάος
ζουν οι άνθρωποι- πού πάω εγώ
με τις τόσες σελίδες μου
που περιπλέκονται γύρω απόναν φθαρμένο παράδεισο;
και όταν την νύχτα ψάχνω που να βρω το δίκιο που μου στέρησαν
ο κόσμος γίνεται μικρότερος
και τις προοπτικές του διαρκώς φτωχαίνει..

μες τον πρωινό αυτοκρατορικό ήλιο της Ξάνθης

Οι στίχοι είναι η αμοιβή μας
το φεγγάρι είναι η αποταμίευση της αιώνιας νύχτας..

Όλα τα σκέφτηκα εκτός απ' την ψυχή μου..

Μες την ξανθάδα του ξύλου που ανθίσταται
μιλώντας ζωή μυστική που υφέρπει
μια μουσική του κορμού
που μοιάζει αλήθεια μετάξι..

Και την άλλη μέρα
μες τον πρωινό αυτοκρατορικό ήλιο της Ξάνθης
δύο παιδάκια παίζουνε κυνηγητό
μην ξέροντας το νόημα
της αληθινής φυγής..

τα δέντρα γίνονται απρόσμενα αγχόνες

Μέσα στο σκοτάδι τα μάτια μιας γάτας
γυαλίζουν και στερεώνουν πιο καλά τον στίχο του σκοταδιού..

Ένα φεγγάρι έρμαιο του ουρανού
κι όπως η ώρα συλλαβίζει αργά τον χρόνο
τα δέντρα γίνονται απρόσμενα αγχόνες
που τιμωρούνε
κάθε διωγμένο από τον παράδεισο..

Ξέροντας πια αυτό που αλήθεια είμαι

Ξέροντας πια αυτό που αλήθεια είμαι,
αναρωτιέμαι πού αλήθεια πάω
πλάνητας σε μία που μυρίζει εγωισμό ανθρώπου υδρόγειο..

Και καρφώνομαι ξεκαρφώνομαι
πάνω σ' έναν σταυρό που κάνει
το καθετί που σκέφτομαι ακόμα πιο συμβολικό
και πιο συμβολικά το στόμα να μιλάει..

Μπορούσα να σε αγαπήσω σαν μια σκέψη σ' ένα όμορφο καλοκαιρινό πρωινό

Έτσι που σε κοιτάζω ξέρω ότι είσαι η δύσκολη περίπτωση
ενός ζωντανού πόνου μέσα μου..

Το όνειρο υπάρχει γιατί κι ο άνθρωπος υπάρχει..
Το φως μαγνητίζει για να μην του αντιστέκονται τα πράγματα..

Κοίτα που τώρα το δύο που είμαστε είναι πράγματι ένα
που ανθίσταται σε όλα
και με ένα λούστρο αγάπης
αντιμετωπίζει η ζωή την ζωή..

Μπορούσα να σε αγαπήσω σαν μια σκέψη σ' ένα όμορφο καλοκαιρινό πρωινό
μπορούσα να σε κοιτάζω στα μάτια.

Ήσουν μεθυσμένη από τον καλόγνωμο ήλιο, ήσουν έφηβη, ήσουν ωραία

όπως δεν γέρασε ο χρόνος την επιθυμία σου.

Ανάμεσα στις λέξεις που αποσιωπήθηκαν

Ανάμεσα στις λέξεις που αποσιωπήθηκαν
ένα ωραίο φεγγάρι
γυμνό, αέρινο
που ξάπλωσε
στον μαγικό ουρανό
και έγινε
ξάφνου
πιο πόσιμο κι από τον λαγαρό αέρα
που χάιδεψε τα όμορφα λυμένα
μαλλιά της κοπελιάς..

Πρεσβεύω μία αθωότητα που υπακούει

Πρεσβεύω μία αθωότητα που υπακούει
μόνο σ' ένα τραγούδι πουλιού
που ανέμελο συνθέτει νότες κι άλλες νότες-

σαν κλίμακες που σ' ανεβάζουν πιο ψηλά στον ουρανό..

Κι αυτό είναι τώρα το κατορθωμένο μανιφέστο μου:

μιλώ μια γλώσσα ανθισμένης επικοινωνίας..

Τέλειωσαν οι μέρες των λυρικών γιασεμιών, οι ομοιοκατάληκτες μέρες

Τέλειωσαν οι μέρες των λυρικών γιασεμιών, οι ομοιοκατάληκτες μέρες

τώρα ο ουρανός είναι ένας γδαρμένος ωκεανός
που του λείπουν τα σύμβολα και οι παρηχήσεις του
κακότροπα εγγράφονται
μέσα στην ιστορία της μέρας..

29 Μαΐου 2010

Θα σε πω με το χρώμα που σβήνει ο Μάιος

Ο ήλιος μυρίζει βαθύ καλοκαίρι- το φουστάνι σου είναι γαλάζιο
και υπόσχεται ανέμελο ευφάνταστο άνεμο!

Οι εορτές των λουλουδιών έχουν ονόματα που μιλάνε· τα χνάρια
του φωτός πάνω στων δέντρων τα φύλλα
είναι ανυποψίαστες ορέξεις να αθωωθεί και πανηγυρικά ο ερωτευμένος!

Παίζουν τα μάτια με την έκπληξη της ηλιαχτίδας παίζουν τα νερά
ανταύγειες πάνω απ' τα μαύρα σκότη

κι ο πετροκάβουρας δαγκώνει μία φλοίδα αισιοδοξίας και βουτά
και πάλι στα ρηχά της πια ξεκούραστης καλόγνωμης απόψε θάλασσας..

Θα σε πω με το χρώμα που σβήνει ο Μάιος και γίνεται
το ποίημα θάλλουσα ωραία φύση
του υποσχετικού μηδενός!

Ας είμαστε εχθροί, αφού οι φιλίες μας είναι φιλίες των λύκων..

Ας είμαστε εχθροί, αφού οι φιλίες μας είναι φιλίες των λύκων..

Ας είμαστε δείχνοντας δόντια που δεν θα δαγκώσουν γιατί
το σθένος της ψυχής μας εκλείπει..

Κάτι φορές ένα τοπίο της φύσης είναι όπως τοπίο ψυχής.

Κάτι φορές ένα τοπίο της φύσης είναι όπως τοπίο ψυχής.
Περπατήσαμε ανάμεσα στα ψηλά δέντρα
οι φωνές των πουλιών μετέφραζαν σωστά τον γκρίζο ουρανό
οι πάπιες κολυμπούσαν στην λίμνη.
Πιο χαμηλά απ' όλη την μέρα που ξημέρωνε
ήταν οι καλαμιές που ακίνητες περίμεναν
ένας αέρας φιλικά να τις σκουντήσει..
Και ήσουν εκεί
με ένα φως μες τα μάτια
ερωτευμένη και άτολμη
να πεις των αισθημάτων την θύελλα- ήσουν εκεί
που η ώρα αρχίζει εξαγοράσιμη να γίνεται και θέλει
να απιστήσει σε όλα ο χρόνος..
"Δεν θα βρεθούμε ποτέ εκεί που θέλαμε ν' ανθίσουμε.." μου είπες
"δεν θα βρεθούμε.."
Χαμήλωσα τα μάτια κι έγραψα πάνω στην άμμο
δυο στίχους που μετά τους έσβησε η θάλασσα:
"Όποιος του αρέσουν τα φεγγάρια
πρέπει να το συλλογιστεί πως θα τον κυριεύσει η νύχτα.."

Λοιπόν, αυτό που αντέχω είμαι..

Λοιπόν, αυτό που αντέχω είμαι..
Ένας άνεμος γόης που πάνω από τα πράγματα γράφει
την εγωιστική του έμπνευση.

Λέω με τρόπους των χρωμάτων τα πάντα. Δεν έχω
περιουσίες ανθρώπινες.
Όλα θνητά και τελειωμένα μου μιλάνε.
Να αντέξω τουλάχιστον το πλάσμα που είμαι..
Να μείνω στον αιώνα αθώος..
Πόσα ρήματα ανθρώπινα ξεκαρφώνει για να μείνει
στο βασίλειό του εκεί ο θεός-
πόσο κουράζει τις τιμωρημένες ψυχές μας;

Γέρνω να κοιμηθώ κι ο ύπνος δεν με παίρνει.
Έχει στερέψει μέσα μου των αισθημάτων η θάλασσα..

Αν μείνω γαλάζιος,
ίσως να γίνει ομόθρησκός μου ο ουρανός..

Μάρτης 2010

Έξη η ώρα το πρωί

Έξη η ώρα το πρωί- άφεγγα ακόμη- ο ουρανός έχει μια θλίψη από μετάξι..

Δυνατά κίτρινα φώτα
όλων τις υποστάσεις παραμορφώνουνε
κι είναι σαν να κρατά επιφυλάξεις για την ησυχία της η νύχτα.

Που σε ξέρω να λύνεις της ζωής μου το αίνιγμα
σφήγκα που δεν την θέλουν οι άνεμοι
έλα τώρα,
μέσα σε τούτη την εμπνευσμένη φωτιά
των άστρων που ξανά σου μιλάνε..

Και πάρε την σιωπή που έγινε σαν ένα κομπολόι που το παίζουν τα μεσάνυχτα
και το κρατά καλά μέσα στην απεραντοσύνη του ο ουρανός..

Όχι ξεκάθαρα: όμως ακούω φωνές

53.

Όχι ξεκάθαρα: όμως ακούω φωνές
σιγανές- λαχανιάσματα
και ψιθυρίσματα γλυκά- όπως να κάνουν έρωτα
πίσω απ’ τα κλειστά παντζούρια με τις άσπρες γλάστρες.

Φεγγάρι ασημένιο. Εφτά
φορές πιο καθαρό απ’ το νερό.

Και ένας στίχος καρφωμένος μες την ευφωνία.

Ένα φυτό που άνοιξε
τις πύλες του να βγει το άρωμα: ένα γιασεμί.

Κάτω από τα δέντρα, πλάι στην παραλία, δυο ερωτευμένοι
που φιλιούνται.

Για να φανεί πιο χρήσιμος ο μέσα τους καημός..

Για να ‘ναι ο πόνος τους γλυκό μαχαίρι που πονά..

28 Μαΐου 2010

Από των λόγων το μετάξι κι όταν δεν θα είσαι εν ζωή

52.


Από των λόγων το μετάξι κι όταν δεν θα είσαι εν ζωή
κάτι που επίμονα ακούγεται
πίσω από τις πόρτες των βιβλίων που θ’ ανοίγουνε
οι φίλοι σου οι μελλοντικοί.

Κι εσύ που θα χαμογελάς πάνω σ’ εκείνη
την τορπιλάκατο των ουρανών
περιπολώντας
ύδατα ευαισθησίας.

Θα σου λείπουν εικόνες: στην θάλασσα κοντά
μ’ ένα κορίτσι στα δεκαοκτώ- φιλιά και χάδια..

Κι όπως ο έρωτας αξίζει να τον πεις.

Μα τώρα αυτό:

Θα χεις να λες που ήσουνα ο τυχερός να μάθεις
των λέξεων το μαράζι-
κι ας σε κατάφαγε.

Αυτό που ήθελες
εν τέλει έγινε.

Λερώσου τώρα μες την σκόνη
του σύμπαντος.

Ο ένας που ήσουν ήταν πολλοί.

Ευτυχώς που σου δόθηκε αυτή η φωνή ν’ αντέξει
ακόμα
κι όταν δεν θα είσαι πια εν ζωή-
μα ούτε κι εν θανάτω…

Εκείνο που είναι τα πράγματα

51.


Εκείνο που είναι τα πράγματα-όταν πάψεις την σημασία τους
μέσα σου- παύουν να είναι τα πράγματα.

Θα σου ζητήσουν να είσαι ο εαυτός που θέλουν οι άλλοι.

Αδούλωτο αγαθό! Μέσα μου
αναχαράζει η μέρα
με τα δώρα της

Μαθαίνω απαρχής σαν μία αλφαβήτα ιερογλυφικών την θάλασσα..

Ο θεός
είναι σπουδαία θεός- ο άνεμος
σπουδαία ποιήσας..

Το χέρι
που ζωγραφίζει λόγια μες το τίποτα
σπουδαίο χέρι.

Κι εγώ
μετρώ από τα άστρα που υπάρχουνε
τραγούδια,
μαθηματικά..

Τα λόγια μου πορτοκαλί, πράσινα, κόκκινα- σαν φρούτα

44.

Τα λόγια μου πορτοκαλί, πράσινα, κόκκινα- σαν φρούτα
Που το άρωμά τους αναγνωρίζεις
μόλις να στρίψεις στην γωνιά..

Τα κρατώ
μες τα χέρια σαν ένα άψητο μωσαϊκό καλαμπόκι
που η κάθε ψηφίδα του είναι
νότα
σε μια μεγάλη σύνθεση
γεμάτη ήλιο.

Μυρίζουν άνοιξη..

Μοιάζουν ένα σκαρί που αγαπά να παίζει
τραμπάλα η θάλασσα.

Α, τα φώτα τους τα βράδια
δεν μοιάζουν με τις μικρές πυγολαμπίδες μα με άστρα
που ξεκαρφώθηκαν από τον πάνω ουρανό.

Και λάμπουν
σαν μια γνώμη αγίου
που έκανε σεβάσμιο η ζωή

και τώρα πια κοιμάται μες το λίκνο απαλών ανέμων…

Κατοικούμε μια χαμηλή χώρα ύπνου

43.

Κατοικούμε μια χαμηλή χώρα ύπνου
με βουνά αψηλά με κρήνες
που έρχονται τα μεσημέρια τα πουλιά να πιούνε
του ήλιου το κρασί και της σοφίας.

Καπέλο του βουνού το πεύκο φουρφουρίζει
μέσα στον ζωντανό άνεμο.

Στην μέρα των αποκαλύψεων αυτό που είναι απάντηση ήταν πρώτα ερώτηση

Και πριν πάλι
το φως ήταν σκοτάδι σαν αιώνια
εναλλαγή πάνω στο ίδιο θέμα.

Ιερό των μεγάλων θεών, δώδεκα η ώρα, ντάλα ο ήλιος…
Ένα πουλί
συν θέτει για την μεσημεριανή του συμφωνία
επάνω απ’ τους πεσμένους κίονες.

Ένα τρεχούμενο νερό ψηλώνει ψηλώνει
και γράφει με δροσιά στην κοίτη του με τα σπαρμένα βράχια
πλατάνου κατορθώματα, παρασυρμένα
χειμωνιάτικα φύλλα..

Σαμοθρακη..13.5.2009

Όταν κατορθώσουμε έναν άνεμο δικό μας

42.


Όταν κατορθώσουμε έναν άνεμο δικό μας
Ένα ποίημα της θάλασσας που να μην περιέχει καθόλου στεριά
Όταν βάλουμε την περισπωμένη του φεγγαριού πάνω σ’ ένα ξεσκέπαστο ρόδο
Όταν μάθουμε την πορεία του άλφα προς το συντροφικό ωμέγα
Όταν χτίσουμε χωρίς λίθους μέσα στην ερημιά του ανθρώπου
Όταν μιλήσουμε με τον παντού θεό
Όταν κατανοήσουμε πως γράφεται από το φως το ποίημα
της άνοιξης-
Δεν θα χρειάζεται να κλαίει το μελάνι μου αίματα
γιατί
Θα υπάρχει μια σημασία που θα το κάνει αληθινά πιο απλό..

27 Μαΐου 2010

Σαμοθράκη..12.5.2009

41.

Ωραία η νύχτα, καθόλου άνεμος να φυσά
άστρα πλέουνε και μια θάλασσα αρχαία
τεκμηριώνει το αιώνιο.

Στις παρυφές του βουνού ανάβουν φώτα
του άνω χωριού.

Οι νυχτερίδες που και πάλι συσκέπτονται.
Και μία ησυχία άνευ προηγουμένου.

Εκεί μέσα στην ήρεμη νύχτα γνώρισα πιο καλά το φως
του μοναχικού μου θεού
όπως που έριχνε μες την ήσυχη θάλασσα
σαν και παλιά τα δίχτυα
να πιάσει ψάρια μιας επικής εποχής.

Λιγάκι νότια σμίγανε τα νερά που έρχονταν
από τα Δαρδανέλια της καρδιάς μου.

Ένα Τένεδο ποίημα που έτσι απλά
σε άλλους χρόνους θα γράφτηκε.

Τώρα είναι αλφαβητάριο λησμονημένο.

Κι ένα βουνό φεγγάρι
τόσο ψηλό τόσο τρανό που τρέχουν
δάκρυα τα νερά του-
προς την παλαιολιθική ευανάγνωστη θάλασσα..

Σαμοθράκη..12.5.2009

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΧΤΗΣ..

Πίσω από ένα σεντόνι που μας δίδασκε η φωνή σου-

Γεια σου Ευγένιε!

Έχεις ένα μακρύ αεικίνητο χέρι που δαιμονοποιεί
την φτώχια του λαού.

Κι έτσι όπως έφυγες απρόσμενα νομίζω ότι μας βλέπεις τώρα
πίσω από έναν άλλον ουρανό που παίζουν οι σκιές σου
ίδιες όπως τις σκάρωνες περίφημα εδώ…

Αυτή η αριθμητική φιλοσοφία σου πολύ σε παιδεύει..

37.

Τα ποτάμια κυλάνε ήσυχα προς την θάλασσα
η ζωή κυλά ήσυχα προς τον θάνατο
η ελπίδα κυλά ήσυχα προς την απελπισία
το φως κυλά ήσυχα προς το σκοτάδι..

Φοβάσαι τα ρήματα που κατατρώγουν το φοβισμένο σου υποκείμενο
που κλονίζουν το ένα σου και μοναδικό επιχείρημα
της ανάσας
όπως σου δόθηκε να ζεις.

Μαύρη πρωτεύουσα της θλίψης, μαύρη ώρα
που εσύ είσαι ανεξάρτητος μέσα στον χρόνο
που θα σε ανταμώσει γερασμένο μέσα στο μέλλον μετά..

Ασκεπής από θείο.. Πού πας;
Ταραγμένα τα βράδια σου..

Είσαι ο παρανομαστής των δεδομένων που από σένα
ξεφεύγουν -σαν για να είναι
χώρα της θλίψης η εποχή..

Ένα μαρτύριο φωτιάς που δεν το σταματάει τίποτα -Δυο
λέξεις που και αλλιώς ερμηνεύονται -Τρία
πρόσωπα- όλα σε ένα- όπως
το τρισυπόστατο αλεξίπτωτο για να πιαστεί ο θεός..

Αυτή η αριθμητική φιλοσοφία σου πολύ σε παιδεύει..
Να βρεις
το μέτρο μιας ελευθερίας που νόμισες
πως θα σε σώσει..
Αφήνει υποψίες ενοχής η εποχή..

Καθαρότατος ήλιος, μέρα σημαντική, αυτοφυής
αισιοδοξία..

Ψάξε να βρεις των λόγων σου όλο το φαρμάκι,
να αφαιρέσεις από τις πολιτικές τους εξουσίες
το ψέμα που διατρανώνει ότι έτσι πρέπει να ‘ναι η ζωή.

Πάλεψε!
Φτάσε!

Είσαι σαν πείσμα στριφογυριστό πάνω στο σίγουρο είναι σου…

Ας μ’ ακούσει ένας θεός!

36.

Αυτή είναι μια γλώσσα νοηματική που έχω εφεύρει
να λέω ‘’σ’ αγαπώ’’ κι αυτά είναι
τα ελληνικά του έρωτά μου.

Πού σε έχω αν δεν σε έχω ξέρει μόνο ο άνεμος
που σκουντά την ανθισμένη έξω από το σπίτι μου
νεραντζιά
κι όλα τα σύμπαντα μοσχοβολάνε.

Φτάνει ως εσένα η ευωδιά;

Ας μ’ ακούσει ένας θεός!

Της νύχτας έστω..

Που μέσα στο μυαλό μου έχει καρφωθεί
ένα τραγούδι που με έκανε απρόσμενα να κλαίω…

26 Μαΐου 2010

ΞΥΠΝΩ ΜΕΣ ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΠΡΩΙ…

Αφράτη ύλη
του πόθου, μυστηριακό πρωί
που σου μίλησα σαν να ήσουν ο άγγελος που ήρθε
με μία μουσική φλογέρας να με συνεπάρει..

Αυτό το μπαλάντσο μέσα στον άνεμο των σκληρών σύμφωνων που κάνουν
την γλώσσα φωτιά, ακραγγίζοντας
την νεανική της ικμάδα φουρκίζοντας το βάθος της, το όλο
νοήματα σώμα της, που έρχεται
από του Ομήρου νησιά και ως τις μέρες μας
όλο και ένα ήμαρ ξαφνικό μες την ημέρα που θα διανύσουμε επιβιώνει..

Και συ
που είσαι στο τώρα μου σαν αέρι απαλό που σκουντά
τις φλύαρες νεραντζιές
που και μες την πόλη ανάβουνε κάνοντας
τον αέρα λιγοθυμικό, αναταράζοντας
της όσφρησης τον κύνα..

Ξυπνώ μες το λευκό πρωί πριν αρχίσει
η μέρα να απλώνει την μπουγάδα της:
ασπρόρουχα πουλιά μες το γαλάζιο..

Και μου είναι οικείο το όνομα
«ύδωρ» όπως κι η θάλαττα το ανεβάζει
μέσα στο διάβα των αιώνων, τρεις
φορές ψηλότερα κι από τους πολεμιστές του Ξενοφώντα..

Η ώρα οκτώ
καμώνεται το τίποτα κάτι πως είναι..

Βάλνομαι να κοιτώ και να το ψάχνω-
ψαύοντας
την υφή του και το νυσταγμένο ακόμη δώρο μου..

ΣΤΕΛΝΕΙΣ ΠΟΘΟΥ ΛΑΜΨΕΙΣ…

Καυτηριάζονται οι επιθυμίες μέσα στο σκληρό τραγούδι της πραγματικότητας

Καμιά φορά
γλιστρούν μέσα στο άνεμο οι μουσικές τους

Εμείς μαζεύουμε την γύρη απ’ αυτά
τα λουλούδια που παράξενα και μέσα μας ανθίζουν
κάνοντας την ζωή σαν μία που έπιασε ευχή.

Δεν ξέρω ούτε που φτάνω- αυτοβιογραφούμενος
μες το λευκό λιβάδι που
τρέχει το αλογάκι μου των λέξεων
σαν πιο χαρούμενο, θέλοντας
να προφτάσει την ζωή.

Κι εσύ μακρινή σαν ένα άστρο που το φτάνω μόνο
με τον νου
μου στέλνεις πόθου λάμψεις να αναγαλλιάζει η καρδιά μου..

ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ..

Καθαρογραμμένα χρωματιστά τοπία, πορφύρες
του δειλινού
που γράφεται μες τα κατάστιχα της μέρας
όπως εκείνη σβήνεται σιγά σιγά κυριαρχώντας
ο αυτοκρατορικός Απρίλιος.

Το πλοίο ταξιδεύοντας στην άγονη γραμμή.

Εγώ που μάντρωσα όλες τις σκέψεις αίγες και εσύ
που λες ζωγράφισες σαν από μέσα σου μία αρχαία θλίψη-

απομακρύνθηκες προς την πατρίδα έκπτωτων αγγέλων.

Τι θα έχω κάποτε που θα είμαι ο άγνωστος
των αγνώστων και πάλι
θα κατατρύχομαι από βασανιστήριες λέξεις,, φρουρός
μιας χρυσής κιβωτού;

Μητέρας των γλωσσών.. συνταιριαγμένες παρηχήσεις,
φωνήεντα ξάφνου όπως τα παίζει πιο χαρμόσυνα ο μουσικός
ειρμός που κάνει τα τσαλίμια του μες τα νοήματα της πρώτης
του Θεού Σοφίας-

Των ανθρώπων το κράτος ιδρύεται δειλά δειλά..
Μία ναυαγισμένη ύστερα Ατλαντίδα.

Όσο περνούν τα χρόνια πιο άτολμα καταλαβαίνω
μέσα μου να εγγράφεται ο θεός-

Οι ευθείες του
αποκαλύψεις
γύρω μου τεθλασμένα μεταφράζονται..

Δεν είμαι παρά ο λίθος
ο υπομονετικός
που πληρούται με ήλιο
μέσα στην έρημο μιας αγωνίας.

Ας αφεθώ για να κυριαρχήσει πάνω μου ο λόγος..
Ας αφεθείς για να κυριαρχήσει πάνω σου η ζωή..
Σε άγγιξα από το μέρος της ελπίδας..
Με άγγιξες από το μέρος που μπορείς..

13.4.2009 ..Ρόδος..

25 Μαΐου 2010

ΚΑΤΑΓΡΑΦΩ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ..

Αυτές οι μπαλαρίνες των νεφών, υπόλευκες, χορεύοντας
σπρωγμένες από τον μεστό αέρα,
γυρίζουν αέναα μες το μυαλό μου όπως
στων αγγέλων το μυαλό αρχίζοντας
να παίρνουν χρώμα τώρα που του απογέματος
η ευρεία συνείδηση ζητά ν’ απεικονιστεί στα ποιήματα
που μέσα στις σελίδες μου έρχονται-

Και των άλλων μουσικών οι νότες που
γράφουν γαλανά πουλιά
που έφεραν την άνοιξη για τα καλά όταν οι εμπνεύσεις
του δειλινού ανάψανε
κεράκια μες τα μανουάλια των ανέμων.

Δεν κατανοώ τίποτα από θάνατο -κι ας κατατρύχομαι
από μανίες πουλιών που ανοίγουν
στην μέρα τους διθυράμβους δοξαστικούς
για τις ηλιόφιλες νεράιδες-

Έχω κρατήσει μέσα μου τα παραδείσια δώρα
και την πρώτη αθωότητα του κόσμου-

Χαρές μιας άλλης ηδονής γεμίζουνε τις τσέπες της ευαισθησίας μου
με άφθονο χρυσάφι

Και καταγράφω αυτά τα αισθήματα που οι πρωτόπλαστοι ευτύχισαν
να έχουν..

Έλα αλήτη ο μέσα μου, έλα επαίτη
φέρε το σκίρτημα που έχεις φέρε
το δώρο του ανυποψίαστου που δεν φαντάστηκε ποτέ
ωραίος που είναι ο κόσμος-

Κι άσε να σε αγγίξει αυτός ο άνεμος που συνεπήρε
τις λέξεις σου
πριν γίνουν επεισόδιο
φωτιάς
μέσα στην επικράτεια της γλώσσας..

12.4.2009 Ρόδος..

ΤΟΛΜΩ..

Το έξω χάος διορθώνεται με την μέσα τάξη
όπως σβήνεις το φως το βράδυ και είσαι
ήσυχος ότι γίναν όλα όπως τα ήθελες.
Ο ρυθμός σου –της νίκης ρυθμός..

Τρύπιος εγωισμός του καλικάντζαρου ανθρώπου
που αψηφά τις αισθήσεις του, δεν ξέρει
ν’ αγρυπνά πιο ψηλά μες την πανταχού ηδονή..

Α, Επίκουρε!
Μνημονεύω από το φως των λόγων σου το ένα σημάδι
που αν το κρατάς και θαρρώ δικαιώνεται
γενναία ο κόσμος.

Και της μουσικής το ύψος σαν ένα
σκαλοπάτι που ανεβαίνεις ψηλότερα
μες τους ιδεατούς ουρανούς..

Έχω φυλάξει μέσα μου εικόνα αχειροποίητη Μαντόνα μία
που μες τον ύπνο μου γυρνά και συγυρίζει
σωστά τις σκέψεις..

Κι από την παιδική μου ηλικία που με το ποδήλατο
γύριζα μέσα στων ανέμων τα χωράφια
με το κοντό παντελονάκι και γδαρσίματα
παντού αλλά όμως όχι της ψυχής..

Αυτά θέλω δεν θέλω είναι οι περιουσίες μου..
Τ’ άλλα τι να τα κάνω;

Με το λευκό πουκαμισάκι μπόμπιρας
τολμώ να κάνω ποίημα το για άλλους μέσα τους κατεστραμμένο..

ΤΩΡΑ…

Να μιλάς εσύ με την τιποτένια σου εξουσία
ρήτορας που μιλεί σε γλώσσα ακατάληπτη
την ώρα που οι άλλες
εξουσίες είναι σφηκοφωλιά
αδίσταχτων τσαρλατάνων..

Πάρε το μήνυμα! Καταρρίπτονται οι μύθοι..
Τερτίπια που αφήνουν πιο εκτεθειμένο
το όνειρό σου
να μην μπορεί να πάει στο μέλλον πια..

Πού είσαι εσύ;
Συνδικαλίζεται η επιθυμία σου-
γίνεται δόκανο που θα σε πιάσει..

Αλλάζει ο κόσμος- ακολούθησε·
η γλώσσα σκληραίνει- μάθε·
ο έρωτας δυσκολεύει- υπεράσπισε·

Είσαι σαν κωδικός που ξεκλειδώνει το αύριο..

Το χάος πλούσια σου χάρισαν..
Δίκασε..
Τώρα!

ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ..

Ζωγραφίζοντας τώρα τοπία που ευθυγραμμίζονται με την συνείδηση
και κάνει πολλή ζέστη, είναι σχεδόν
μαρτύριο το φως
όπως πιέζει για να αποχτήσουνε εγωισμό
θερμοκρασίας τα πράγματα..

Ο Ιούνιος δεσπόζει με τα χρυσοφόρα του αποκτήματα:
είναι κρουνός που υπόσχεται να μην στερέψει,
είναι η επωδός κάποιας ευκολοδιάβαστης
άνοιξης που τεντώνεται να φτάσει του καλοκαιριού το δώμα.

Ο βαθύς ύπνος μετά από την κούραση,
η τσουγκράνα του κήπου που άχρηστα
πεσμένα φύλλα συμμαζεύει,
ο καφές στην ώρα εφτά του απογέματος
όπως θα κουβεντιάζεις και θα ξεδιπλώνεται σαν σχήμα
μες την φλούδα ενός δέντρου ο λόγος.

Τόσες οι αρωματικές απόψεις γύρω σου που αναιρούν
τα σύνορα τα γύρω σου-

εσύ που ψάχνεις πιο βαθιά να δεις
κι από των λουλουδιών τον στολισμένο ορίζοντα..

24 Μαΐου 2010

ΧΑΡΑΞΕΣ ΤΗΝ ΜΕΡΑ…

Χάραξες την μέρα κι έσταξε αίμα..
Ο συνθηματικός ήλιος
καλά ξεκλείδωσε, πρωί, ουράνιες πόρτες..
Η πολιτεία στο άγχος βύθισε.

Ένα παιδί μαζεύει βιαστικό τα όνειρά του
για να τα χώσει μες την τσάντα του σχολείου.
Η μάνα του καλά δασκαλεμένη
πλένει τα ασπρόρουχα και τα απλώνει στις ταράτσες
όπου φυσά ένας άνεμος μαέστρος.
Η ζωή συνεχίζει τον δρόμο της-
γλυκιά, πικρή, ωραία..

Δεν έχουν σημασία τα πουλιά που λένε
ένα τραγούδι απλό μέσα στο χάραμα.
Η χαρά τους
θα ερμηνευτεί σε άλλους ουρανούς.

Εσύ φροντίζεις να μην λείπει τίποτα από τα πράγματα του κόσμου.
Με λέξεις είσαι ο αιρετικός των εντυπώσεων.
Χαλάς, ώ ναι χαλάς την εύθραυστη ισορροπία των νοημάτων
κι αφήνεις ένα ίζημα ποιήματος μες την βαριά ψυχή-
για να το καταλάβουν οι μοναχικοί της νύχτας σου συνοδοιπόροι..

ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ..

Δανείζονται άνεμο τα χελιδόνια- οι ουρές τους
ψαλιδίζουν γοργά το μαγεμένο απόγεμα.

Αλουμίνια αστράφτουν πλάι σε καλογυαλισμένους υαλοπίνακες..

Προσόψεις γραφείων, διαμερισμάτων, εταιρειών
που υποθηκεύουν το μέλλον κομίζοντας
βέβαιη θλίψη.

Φαντασμαγορία του τίποτα, που έλεγε ο ποιητής..

Θρησκείες εξαπλώνονται εμφύλια πολεμώντας-

Θρησκείες της σπάθης, αήττητες
μες τους αιώνες.

Ο νόμος του ισχυρού επάνω στο σαρκίο του υποταγμένου.

Ερμαφρόδιτες ιδέες γονιμοποιούνται αφύσικα για να είναι
χάος του χάους η εποχή.

Πολιτικάντηδες βαφτίζουν την ανάγκη μας φιλοτιμία.

Μας πείθουν για τον δρόμο τον μοναδικό.

Όλα άχρηστη υποτέλεια, ρίζα του αναληθούς.

Και μείς νομίζουμε πως μας αξίζουν κιόλας..

ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ…

Παίρνοντας όλες πια τις πιθανότητες
και λογαριάζοντας ότι μπορεί να είναι φως το αίμα
σας λέω ότι μπορεί κι εγώ να λέω ψέματα
κρατώντας βάρος που δεν είναι αλήθεια βάρος.

Γιατί έχω αφήσει να με κάνει
η ζωή υποχείριό της

Να ενδίδω σ’ όλα, να έχω
ένα φεγγάρι σαν βουνό που σ’ άλλες
πιο μακρινές μου εποχές ‘πο κάτω του
θρησκείες κρυφές θα οργάνωναν οι μύστες.

Και προπαντός εκείνο το οξύ
των λέξεων -σαν λεμονιού
που σκάζει το μπαλόνι
των παιδιών- κι ανυποψίαστα
είναι πιο δυνατό κι από το άρωμά του.

Λοιπόν, είμαι ονειροπόλος
που δεν φαντάζεστε..
Μισός άνθρωπός και μισός
αέρας-
περνώ μες απ’ τις συλλαβές
των λέξεων
αποσχηματισμένος.

Και μου είναι
οικείο το αίνιγμα
της νύχτας,
γλαυκός
ο θόλος
που οι νεράιδες των παραμυθιών
εκεί αρχίζουνε
να γίνονται σαν ευδιάκριτες λιγάκι.

Τώρα, τα απογέματα, πριν ‘ρθει το σούρουπο
πιάνω μαζεύω τις παρομοιώσεις μου
όπως πουλιά που κάνουνε τα άξαφνα εκείνα σμήνη

Και γράφω
πιο απλά που θα γινόταν να σας πω
ότι το φως εντός μας φτιάχνει
ραγισματιές αθωότητας-

φτάνει να αλήθεια ξέρεις…

ΙΛΙΑΔΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ..

Θα γλυκάνουν των σκοταδιών οι ψίθυροι και οι αστερισμοί
της νύχτας θα έρθουν κοντά. Θα αποκαλυφτούν εκείνα
που κρυμμένα κράταες εντός σου αιώνες:

Ρήματα θάλασσας: ιωνικά,
αιολικά,
ανέμων βότσαλα, συλλογισμοί
που άπλωνε ο πρώτος ποιητής συνθέτοντας
μια Ιλιάδα ανάμνηση.

Θα είσαι μετρώντας στο χάος
των ημερών το λίγο που σου ανήκει.

Ξέροντας να ποιείς σοφά, σωπαίνοντας
μες τις κυρτές εποχές.

Θα γράφεις σε σελίδες πεδιάδες αιγοπρόβατες
λέξεις:
σγουρόμαλλες, ατίθασες, πράες,
νωχελικές, με νόημα
ηλιαχτίδας
και άλλης ηθικής.

Πού θα πας που δεν θα έρθω εγώ;
Να δω το κορμάκι σου σαν να σπαράσσεται
απ’ των ερώτων το κρυφό σου μαράζι..

Στην σύναξη των νεφών ο μουσική
γλαυκή συνθέτοντας.

Κι ένα ελληνικό μελτέμι εντός σου από παλιά
θα ξεκαθαρίζει τον πέρα ορίζοντα:

Να φανεί της θάλασσας εύρος και του πέρα
ελαιώνα της Λέσβου το ανάγνωσμα..

23 Μαΐου 2010

είναι που μία ποίηση Μαΐου κάνει πραξικόπημα επί των αισθήσεων

είναι που μία ποίηση Μαΐου κάνει πραξικόπημα επί των αισθήσεων
ο μήνας είναι που με άνθη κομπάζει
ο κόσμος είναι που με τα τόσα προβλήματα και διαρκώς
για κάτι νέο αναστατώνεται
ο βίος που βουλιάζει βουλιάζει.

η γαστέρα της άνοιξης που γονιμοποιείται
με έναν του Πάνα φαλλό
το αγκάθι στο ρόδο, στην ψυχή το αγκάθι
κι εναρμονίζεται με το σύμπαν η σκέψη- οδηγεί
ο έρωτας το ταχύτερο πλοίο.

αν θα σε δω πίσω από τις βοκαμβίλιες
μετά απ' τον αυλόγυρο που σύνορα που δεν θα ήθελα ποτέ τώρα μου βάζει
το φουστάνι σου θα ανεμίζει ηλιόδοξο, στικτό
από μυριάδες που πιστεύουνε στην ευτυχία μιας στιγμής πεταλουδίτσες!

ΑΡΧΑΙΟΣ ΘΕΟΣ…

Μακριά, στις φυλακές των άστρων, τραμπαλίζονται οι επιθυμίες μας.

Σ' ακούω που μιλάς- η φωνή σου είναι
διαιτησία στο εμφύλιο των πουλιών..

Έρωτας μέσα στην φωλιά της νύχτας..

Το μέσα σου φως ανάβει.

Ας όριζες αλήθεια αλλιώς την μοίρα..

Πάει τρικλίζοντας ο μεθυσμένος με ήλιο πετροκάβουρας..
Αργοβάδιστος..

Ό,τι κατέχω το περιτριγυρίζει τόσο η φθορά.. Στο τέλος
οι φωνές των πουλιών ποικίλουν την μουσική των φιλιών..

Πεταλούδα τρελή, μπαλαρίνα των πρωινών ανέμων!

Μέσα στο ύφος της μέρας θα υπάρξει το πλέον
περιπετειώδες έγχορδο ξύλο της άνοιξης:
Λύρα..

Κι ο ακόμη ζωντανός αρχαίος θεός…

ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ..

Με επιθέσεις φιλιών και άμυνες
γλυκιάς ματιάς ζει
μια αποθέωση αυτήν την νύχτα ο έρωτας.

Δέντρα της παραλίας, ψηλές
ανθισμένες ιτιές, λιγάκι πριν γυρίζοντας
το μάτι ανταμώνει
μια παράξενη θάλασσα.
Ασήμι φώτα στα νερά.

Και ο ήλιος αυτοκρατορικός,
δέσποτας, δραγουμάνος
του απόκρυφου επαναστατικού
γύρω νοήματος-
το άλλο πρωί…

Τι έχει να κάνει το καλοκαίρι με την ξαναμμένη σάρκα;
Με τον πόθο που γίνεται σαν φαλλός σηκωμένος που μπορεί
να τρυπήσει το στερέωμα ακόμα;..

Καυλωμένο κουνούπι της νύχτας, επίμονο
να φάει το σύμπαν του αίματος..
Ατίθαση χλόη φιλοσοφική-
όπως η κόμη η ατίθαση του Αϊνστάιν

Έτοιμα για ταξίδι τα ωραία ιστιοφόρα της νύχτας

Με έναν καπετάνιο άνεμο και πλήρωμα
άστρα..

Σε ήξερα όσο με ήξερες.. Τόσο γλυκά-
δίχως έκπτωση ψυχής, τόσο ερωτευμένος
τώρα που το σημείο που είμαι είναι η αρχή
ενός κύκλου που σπουδαιώνει σε ύψος τον έρωτα..

ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΓΕΜΙΖΟΥΝ ΕΝΑΝ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΑΝΕΜΟ..

ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΓΕΜΙΖΟΥΝ ΕΝΑΝ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΑΝΕΜΟ..

Μια θρυμματισμένη πραγματικότητα ανυπάκουη στις διαθέσεις
των ονείρων μου μ’ ακολουθεί.

Οι μέρες γεμίζουν έναν παράξενο άνεμο:

Άνεμο επιθυμίας που δεν φτάνει πουθενά-

Όλα γυρίζουν
σαν σκέψεις λυπημένες σε μια δίνη που σε παρασύρει
σε μια πιο νωχελική μοναξιάς νύχτα.

Θα φτάσει άραγε αυτό το φως στην ευκρίνεια που θέλεις;
Θα αρκεί ο θεός;

Πάντα με έλλειμμα καρδίας θα ζουν οι άνθρωποι…

Να ξέρεις
φιλοσοφώντας λευκά να γίνεσαι ξάφνου πολύχρωμος..

Τώρα
που οι λέξεις καβαλικεύουν άλλα νοήματα και πολυσήμαντες
μπαίνουν μέσα σε ένα ποίημα που τρυπάει από παντού
η μοναξιά-

να χάσει
βάρος ελπίδας..

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ..

Έτσι γλυκά σκεφτόμουν να σε φτάσω
με τον νου, όπως
σ’ ένα βράδυ
ήσυχο, πράο,
στην εξοχή
μπροστά σου ξεδιπλώνεται
όλη η προηγούμενη ζωή βεντάλια.

Εξομολογητικός τόσο που δεν μου έμεινε
και τίποτα να πω

Κι αν με ρωτήσεις
από πού ανθίζει μια καρδιά
δεν ξέρω..

Μόνο τραβάω κουπί
σε έναν δύσκολο βιοποριστικό
ρόλο..

Δισυπόστατα αθώος και τι να μου πει ο καιρός..

Λέξεις αρμόζω σ’ ένα άγνωστο ψηφιδωτό που αγγίζει
την τελειότητα της ματαιότητας.

Τα οστά μου πονούν, το αίμα
πονάει- δεν έχω
ήχο μελωδικό
για ίαση..

Μόνο σαρώνω γύρω μου
την ερημιά
να βγάλω
συμπέρασμα λευκό
από το αποτρόπαιο μαύρο..

ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΕ..

ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΕ..

Για την μέρα ας αποφασίσει ο ήλιος- αλλά εσύ
που σκιρτάς με αποφάσεις θεών
ανέμων στο μυαλό σου, χαίρε!

Θα σε μάθουν οι μοναξιές φρόνηση..

"Αλαφροΐσκιωτε καλέ- για πες απόψε τι είδες…"

Η ποίηση σαν ποδοβολητό
αλόγων που θα φύγουν μακριά
παίρνοντας την ψυχή σου πέρα
βαθιά στην νύχτα..

Αντέχεις τώρα σκέψεις
ζωηρές που σαν έντομα
δάκνουν

Σαν λυσσασμένοι σκύλοι και δεν θέλουν να τους αφαιρείς
το ασήμαντο..


(Έτσι όπως γερνάω περισσότερο κατανοώ
και την απελπισία)…

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ…

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ…

Λοιπόν, ξέρω να προφυλάσσομαι:
ανάσκελα- σαν να μαθαίνω τ’ άστρα..

Έτσι που βγαίνοντας από το ένα ποίημα μες το άλλο
εισέρχομαι: γευσιγνώστης
μελωδικού ουρανού..

Συνθέτω ψηφία στεγνά
σαν λίθους
που τους απίθωσε η ερημιά σε μία κώχη
ετούτη του καιρού όπου μοναχικά
πουλιά μαζεύουνε ασήμαντα ψιχία
ελπίδας πλάι σε μια παράξενη
θάλασσα.

Κάψα το μεσημέρι.
Κι η μουσική να ακούγεται
των λουλουδιών..

Κάτι γεράνια που πεισματικά δεν ξέρουν
να σωπάσουν λιγάκι

Όπως για να καταγραφούν μέσα σε μία καιροσκοπική
απρόβλεπτη φωτογραφία..

22 Μαΐου 2010

Η ΝΟΗΤΗ ΓΡΑΜΜΗ..

Κραυγαλέο φεγγάρι κυρτό
ή κοίλο ανάμεσα στα φύλλα πικροδάφνης που λογχίζουνε
την ησυχία.

Στον φλοίσβο του γιαλού απαλές αγκάλες
της λειασμένης πέτρας που απόθεσε
μετά από αιώνες δώθε της ανθρώπινης αλήθειας ο καιρός.

Δεν την αντέχουμε την μοναξιά, πάμε
με το κεφάλι σκυφτό να ξαναμπούμε
σε μια μήτρα πολυθόρυβων πόλεων.

Εγώ που γράφω ξέροντας ότι στο τέλος θα μου τα χαλάσει όλα ο καιρός...

Μέσα μου έχω αφήσει άθελα να κατοικούν
σαρκοφάγα της θλίψης.

Από την μια μεριά αφήνει πέρασμα ανάμεσα στα σπλάχνα η αισιοδοξία.

Από την άλλη
μεριά- στο βάθος-
μαύρο ρήμα σκοτεινό αθροίζεται:
πονάω ή φεύγω…

Προσευχές σε άλλης ώρας θεούς- μετά
που θα κοπάσει της επιθυμίας η τρικυμία

Και στο γλαυκό στερέωμα θα αναφαίνει όπως ποίημα
η άνοιξη.

Στο τέλος
όλα τα κρατά μια ρήση φιλοσόφου..

Σαν να είναι
η νοητή γραμμή η μέσα μας που λες συνδέει
πρωτόγονο κι εξελιγμένο..

Και σε ίδιο έδαφος αφήνει να τραφούν
θύτης και θύμα..

ΩΡΑΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ..

Αλαζονεύονται οι μωροί.. Η μέρα σχίζει τα λευκά σεντόνια της που απόψε
κοιμήθηκε με το φεγγάρι.

Εγώ αφήνω τον εγωισμό της μαργαρίτας
και πάω προς τον εγωισμό της μέλισσας.

Έχω συνηθίσει να κρατώ
ένα μεγάλο άστρο στην καρδιά μου-

όπως με νόημα άλλου να μιλώ
χρόνου.

Κι εσύ…Τι κάνεις εσύ;
Μια ωραία γυναίκα που της άρπαξε
την αισιοδοξία ο καιρός…

Όταν θα είσαι άλλη απ’ αυτήν που έγινες
με πόθους που ανατράφηκε και με των τραγουδιών το αλφαβητάρι,
όταν θα ξέρεις τις φωτιές, το πιο βαθύ
μεράκι των ονειροπόλων

Θα συναντήσεις το σωσμένο ποίημα μου
στο χτες του σήμερα-στο αύριο του κόσμου..

ΠΡΟΒΑΙΝΕΙΣ..

Ανήκεις εκεί που το καλό περισσεύει·
Ανήκεις στο ταξίδι του ανέμου ανάμεσα
Από τα ανθισμένα δέντρα και τις εμφύλιες
Φωνές των πουλιών.

Ανήκεις στα ύψη που αποταμιεύουν φεγγάρι τις νύχτες-
Και όλο λες ότι θα σ’ ακουμπήσει από κάπου ο ουρανός.

Δεν σε ξέρει κανείς όπως το μάγο ξημέρωμα:
Όταν ξυπνάς και ανεβαίνεις στα μπαλκόνια των ωραίων κήπων
Για να ποτίσεις τις αιώνιες ορτανσίες σου.

Πριγκίπισσα των κρίνων, θεά
Που ζεις μες την φωνή του ήλιου..

Τρίζουν οι μεντεσέδες στα παράθυρα
των αποκαλύψεων.

Και συ προβαίνεις να μας πεις για την αιώνια χίμαιρα
Που ζει στον νου του ερωτευμένου ανθρώπου..

21 Μαΐου 2010

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ..

Μυρίζει επιθετικότητα το μαγαζί της μάζας-

Πρέπει να κρύψεις το καλό σου χαμόγελο, πρέπει να υποκριθείς
ότι δεν έχεις πάνω σου τα ακριβά
στολίδια που σου έδωσε ο Λόγος..

Ανοίγω τον ουρανό και μπαίνω-
σαν ένας μάγος θεός που κουρδίζει πορτοκάλια.

Τόσο η εποχή μου υπακούει που
ξέρω ότι και στο σφάλμα μου ακόμη από αφέλεια
των άλλων θα δικαιωθώ.

Ο λόγος είναι η πιο σημαντική χαρά
που μπορούν να δρέψουν οι άνθρωποι.

Κι όμως εγώ συνθέτω αιώνια πικραμένος..

Αδειάζοντας ψυχές φθαρμένες μες τις πολιτείες των ανθρώπων που κατάλαβαν
η χαρά να τους λείπει
των ελπίδων που αναπτερώνουν
το ηθικό βάθος.

Δεν θα φτάσουν τα λόγια μου πουθενά..

Σιχάθηκα να μου υπαγορεύει η ανάγκη έτσι θέλω..

Θα κρατήσω ένα όνειρο για μένα, ιδιωτικό, άσπρο
σαν περιστέρι που απ’ όπου και να το αφήσεις θα ξαναγυρίσει
στην φωλιά του.

Χωρίς θρησκείες ψέματα και μίση για το τίποτα που μόνο
κακεντρέχεια εξαργυρώνουν..

Και θα είμαι ένας μοναχικός
άνθρωπος που οι άλλοι δεν
θα καταλαβαίνουν-

όπως και δεν καταλαβαίνουν τις ζωές τους
τις ίδιες που
σπαταλιούνται σ’ ένα ρημαγμένο πουθενά…

20 Μαΐου 2010

ΕΓΩ..

ΕΓΩ..

Ευανάγνωστα τα φύλλα των παρόχθιων δέντρων και ένας ενάλιος
θεός - ο πιο σημαντικός δραπέτης-
από ένα καταργημένο δωδεκάθεο.

Πτήσεις των γλάρων, γαλανές, άσπρες, ραμφίζοντας
το ωραίο μεσημέρι.

Ένας άνθρωπος
απλώνει τις υποταγμένες πια ιδεολογίες του
να στεγνώσουν στην ήσυχη ακρογιαλιά.

Οι επιθυμίες των φώτων έγιναν ένα επίμονο
ποίημα που αφομοιώνει τις χλωροφύλλιες λέξεις του
κάτω από το ακριβό φεγγάρι..

Εγώ…
Που νιώθω τον παλμό ετούτο, εγώ!

ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ..

ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ..

Από την ξαφνική τιποτένια μουσική του μεσημεριού εξέχουν
ένας γλάρος και με το μακρινό καΐκι του που πλέει
στ’ ανοιχτά μιας αδιάβαστης θάλασσας.

Εγώ έχω άλλα πια- βυθισμένα μου πλοία.

Στον βυθό κρατούν οξυγόνο
που λες καταποντίστηκε
μαζί με όμορφες υδρίες που κρατούσα-
σαν για να πιω νερό αρχαίου λόγου.

Και μια εντεταλμένη όλων η σιωπή
παρουσιάζεται
δειλά δειλά
και όλα μπρος τα μάτια μου
πιάνει και τα καταπλακώνει..

Βαραίνουν από νόημα ηλιαχτίδας οι μέρες- τίποτα δεν ξέρω..

Ο Απρίλης βελάζει-

Σαν αμνός που στον δρόμο του έτους
πάει χάθηκε- τώρα είναι
μαργαρίτες ο λόγος του..

Σπίτια χωρίς αιτία-
οι αφέντες τους
με παλιά γεροντίστικα μυστικά
αναζητούν την απόλυτη αλήθεια
που μόνο η ματαιότητα κατέχει..

ώ Τίποτα που κατορθώσαμε να σε αναγορεύσουμε σε νικητή των πάντων!

Κάτι χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα
ο ήλιος επιμένει να είναι αιώνιος
και τα πράγματα
επιμένουν να είναι εφήμερα

τα βουνά δύουν το ένα μέσα στο άλλο
σαν περισπωμένες που γιορτάζουν την οξεία τους θλίψη.

εγώ δοκιμάζω ένα ύφος του λόγου που εξέχει από την συνείδηση

είναι μέσα μου αποδεκατισμένα της χαράς τα στρατεύματα

η επαρχία χίμαιρες βρίθει

κορδακίζουν τρελά οι επώνυμοι άρχοντες
προσκομίζοντας έναν που φρίττω πια να τον ακούω λόγο

καθώς η πατρίδα τρώει με ευχαρίστηση τις σάρκες της
μην έχοντας την τόλμη ούτ' έναν αίτιο να τιμωρήσει
του μάταιου που πέτυχε και ολοφύρεται γυμνή αποτελέσματος..

ώ Τίποτα
που κατορθώσαμε να σε αναγορεύσουμε σε νικητή των πάντων!

εσύ μας άξιζες λοιπόν; για σένα εμείς παλέψαμε;
αν είναι έτσι μες το Κούγκι μας ξανά ας ανατιναχτούμε!

ΑΝΑΖΗΤΩ..

ΑΝΑΖΗΤΩ..

Να σκέφτομαι έξω από τις λέξεις και μες την εικόνα-
σαν ιερέας σε θρησκεία παλαιά
που ουσιαστικά πιο μυστικά θρησκεύει-

Τώρα σ’ αυτές τις εποχές που καθιέρωσαν την αποξένωση
δεν θέλω ομοιοκατάληκτες παγίδες

Στέρεα θεμελιώνονται μέσα μου οι ιδέες-
γίνεται φως η ασήμαντη
αξία-
συναισθηματικές συγκλίσεις του εγώ με το εμείς-
νομίζω ξέρω την πορεία απ’ την νύχτα προς το άστρο..

Σωπαίνω ανοίγοντας λουλούδια μεταφυσικής
που πουθενά δεν τελειώνει.

Ο βίος περνά.

Αρχίζω να αναζητώ την φιλοσοφική μου λίθο

Που αρμόστηκε να απομαγνητίζει το μεγάλο τίποτα
που γύρω μας θεμέλια κατορθώνει..

ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ..

ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ..

Υγεία των μεσημεριάτικων ανέμων
Απαλών, μέσα στο αφρόντιστο σπιτάκι της παραθαλάσσιας έξαψης..
Φωνήεντα ξανθά, νότες
Που από το πρωινό δεσμεύουν χάρη
Αρωμάτων και μιας γλυκιάς μουσικής..

Νερά:
Άσπρα, πολύτροπα , διάφανα-
Σαν να ξεφύγαν απ’ το μέγα βάθος
Του χοϊκού παλμού-

Και κείνο το αμέριμνο δαμάλι: λευκό
Και μαύρο: ένα
Ζώο που άφησε να περισσεύει η αθωότητά του ο θεός.

Σε μια εικόνα που τα μάτια δύσκολα θα καταλάβουν
Την έμπνευση να συνταιριάζεις έτσι τα στοιχεία
Που να είναι απέθαντα τα ζωντανά και άϋλα
Σχεδόν τα υλικά δεμένα..

Τα χωράφια με το τίμιο καλαμπόκι
Φυτρωμένο μέσα στο δυνατό οξυγόνο της μέρας, πηγαίνοντας
Προς την φτωχική Γενισσέα, οδηγώντας
Προς τα αρχαία Άβδηρα..

Όπως γεννάται το τοπίο, απλό
Σαν ένα παλαιό πιθάρι
Βγαλμένο απ’ τις ανασκαφές, και σίγουρο
Ξανά μέσα στο απρόσμενο εκείνο φως..

Και ο ήλιος νικητήρια λευκός- σχεδόν
Αυτοκρατορικός· αισυμνήτης
Του γύρω μου εμφύλιου
των μανιασμένων πουλιών..

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ..

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ..

Ζάρια της μοίρας που ρίχνονται όταν κάπου αλλού σχηματίζει
μουσικές των φιλιών η χαρά

Μες από θραύσματα στο όνειρό σου και ξανά
ας ορίζεις εσύ το βασανάκι της θλίψης.

Έχεις νιώσει το χάος- τώρα
πονάνε γύρω σου οι πραγματικότητες-
όπως να σκάζουν βόμβες..

Ιδρώνεις αίμα,
μελάνι καυτό-
σε τρώει η απελπισία.

Καρφώνεις εαυτόν στο δοκάρι του λόγου, νομίζοντας
θ’ αναστήσεις των λεξιλογίων το αρχαίο κουφάρι..

Και πράγματι!
ήμαρ-ημέρα
φάος-φως
ηέλιοιο- του ήλιου.. Προχωρά
μες τον χρόνο η λέξη-

σαν νόημα που όταν ωρίμασε άλλαξε λίγο την μορφή του..

Εμείς
που στοχαζόμαστε λευκά και ξέρουμε
τι είναι μες τον χρόνο η υπεροπλία
θέλουμε να κρατήσουμε πιο ζωντανή ετούτη την ανάσα
των ψηφίων που ορίσανε
τα φιλοσοφικά χρυσάφια που μας κληροδότησαν
σεβάσμιοι γέροντες που φέραν
αξίες του ανθρώπου πιο ψηλά…

Κορίτσι.

Τα μάτια της είχαν μια κόχη για το εικόνισμα του ανέμου.
Την αγάπησα σε μια ηλικία παράφορα.
Στάθηκε
Εξαίσια ωραία.
Κάτι νύχτες φεγγαρόλουστες το θαλασσί της φουστάνι φιλοξένησε
Μια παράξενη θλίψη μου.

Μου θύμιζε έντονα ιέρεια αρχαίας λατρείας. Άκουγα
Τον μελωδικό χτύπο της καρδιάς της
Σαν τραγούδι μαγευτικό να με ταξιδεύει
Στο παρελθόν με ρομαντισμό
Στο παρόν με σπουδή
Στο μέλλον με αίσθηση

Πως η ζωή είν’ ένα ποίημα!

Υλικό φεγγάρι χαρτονόμισμα

A.

Υλικό φεγγάρι χαρτονόμισμα
Της νύχτας που στενάζει.
Ο άνεμος προσφέρεται απ’ τον νοτιά.
Έχει το αίμα της πνοής του.
Τα ακονισμένα τοπία
Μένουν στεγνά.

Κοκκινόχωμα, ρίζα του πεύκου
Που απλώνει.
Σιγαλιά
Βραδινή
Μετέωρη..

Ακούω τον αίθριο λόγο της φύσης.
Η γαρδένια του μεσονυχτιού
Σμίγει στην ανάσα μου
Την γέννηση του συλλογισμού
Και την αβρή μελαγχολία.

Σ’ αγαπώ αυτήν την ώρα…

Σε ξέρω αμίλητη μέσα στο μισόφωτο
Ή ομιλητική μέσα στο ζάρι της καρδιάς μου.

Όλα σε παίζουν και σε χάνουν…Και

Με ξενίζουν οι άνθρωποι
Που ξεχνούν
Την φωνή
Το όνειρο
Και το θέλω τους!

19 Μαΐου 2010

Η εποχή.

Η εποχή.

Οι πιο φιλόδοξες γιορτές του πνεύματος
Ασθμαίνοντας γονυπετούν μπρος στις οικονομίες.

Ποιόν αφορά μια ποίηση που ερωτεύεται
Αρχαίους σκοπούς μες την ψυχή μας;

Τώρα η εποχή είναι στεγνή
Μολύνει όλα τα σύμπαντα
Ατμοσφαιρικά
Ταχυπλοεί σε θάλασσες χιμαιρικές
Κουράζει μία θολωμένη όραση
Δημιουργεί τα ψυχολογικά μας αποστήματα.

Επινοεί την καινούρια ηθική
Των πραγμάτων
Χωρίς ίχνος φιλότιμου
Απολυμαντικού ανέμου
Φυλλοροεί σ’ ένα βιβλίο που οι σελίδες του μυρίζουνε

Πολυκαιρία και σαράκι νικοτίνης..

18 Μαΐου 2010

Γυναίκα.

Γυναίκα.

Νύχτα μεγάλη αστροφεγγιά κι αιθρία συλλαβίζοντας
Στ’ αλφαβητάρι ενός άστρου την γαλήνη.

Τοπία που μέσα τους σε ήπιανε
Τοπία που με κομμάτιασαν κι εσύ ήσουν μακριά
Ανάγνωθες την ζωή μακριά από την ζωή μου.

Γυναίκα, δεν υπήρξες ή υπήρξες
Καλουπωμένη μέσα σ’ ένα όνομα όταν ανέβαινα
Βιαστικός τα σκαλοπάτια της ηλικίας σου
Να σε φιλήσω στα χείλη;

Σε βρήκα θεόρατη να πάλλεσαι από φωτιά
Δίπλα μου
Μέσα μου
Γρατζουνώντας με απομέσα
Να ξεφλουδίσω να βγεις…
Πού να πας;
Η θλίψη καραδοκεί παντού..

Εσύ λαξευμένη στην πέτρα στο στεγνό τούτο τοπίο
Την άνυδρη έκταση
Από βουνό και αμπέλια

Με τα βέλη των ματιών σου αναδύεσαι από την πέτρα
Κοιτάζεις ολόγυρα και φτιάχνεις
Ένα φωνήεντο χαράς!
Ζουζουνάκι τρελό που παίζοντας μ’ άγγιξε!

Όχι η αυγή που γαντζώνεται με μανία στις βουνοκορφές
Που σου χτενίζει τα μαλλιά διαμαντικά- όχι
Η ώρα του μεσημεριού
Που λιγώνονται μυριάδες τζιτζίκια
Σε τετέρισμα μονότονο- όχι

Στο ύψος ενός λουλουδιού που τσάκισε
Η ζωή σου στέκει
Εκεί
Γίνεται καθρέφτης
Μέσα του αναγνωρίζω
Το άδικο και τον αδικημένο..


Ξέρω να πω την εύρωστη καρδιά
που θα μιλήσει κάποτε αρθρώνοντας
το φοβερό μυστικό
της αλήθειας!


1983

Νεράιδα.

Νεράιδα.

Χάθηκες μες την άπλα των ονείρων
σαν νεράιδα πολύχρωμη

Μες την υδρόφιλη γη σκίρτησαν
οι ρίζες της άνοιξης

Μουρμούρισαν κάτι- δεν άκουσες;

Κι ήρθαν πουλιά να τιτιβίσουν
ευτυχισμένα..

Ο μικρός κοκκινολαίμης γλύκανε
το πρωινό μας.
Η όραση τον χάιδεψε προσεχτικά.

Τόσα νερά κελάρυσαν σαν ήρθες
με το διάφανο ρούχο
ν’ ανάψεις πόθους τους εκρηκτικούς.

Είδα το μαύρο μαύρο να
χρωματίζει τα μαλλιά σου

Τα μάτια σου σπιθίζουν σαν κεχριμπαρένιες χάντρες

Οι ανθισμένες μυγδαλιές έχουν στολίσει
την μορφή σου-

Τόσα ανθάκια της αυθάδειας μες τον χειμώνα-
που σε μαθαίνουν να μιλάς

Όπως έρχεσαι κοντά μου
μούσα και μάγισσα
λουλουδένια κι ευωδιαστή
νεράιδα πολύχρωμη..

Ο φίλος.

Ο φίλος.

Είχα έναν απέραντο φίλο από εναγώνιο άστρο.
Οι δαγκάνες των ματιών του τυραννούσαν την αλήθεια.
Μέσα στην χημεία του λόγου υπέφερε
τόσο πάθος.
Ο πόνος τον κούρασε.
Στέγνωσε το αίμα του-
Πάνω σε τόσες σελίδες,, σχέδια
Περίτεχνα μουντζουρωμένες.
Αγαπούσε τον Σεπτέμβρη..

Γέρασε μέσα σε μιαν ιδιοτέλεια ολότελα των ανθρώπων που τον μίσησαν
Πάνω σε έναν οβολό
Για την αθανασία..

Στα νιάτα του βουλήθηκε να φτιάξει ένα αστείο για δική μου έκπληξη..

Πυρπολήθηκε λοιπόν περιχυμένος από εύφλεκτους λόγους..

Άκουσα την σάρκα του να τσιρίζει φωτίζοντας
Καγχαστικά την νύχτα…

Χωρίσαμε μετά…

Υπόγειοι σιδηροδρομικοί σταθμοί για υπόγειους
Ανθρώπους.
Η ζωή μου έγινε σβηστήρας..
Τόσα λάθη!

Άκουσα να τρελάθηκε φωνάζοντας «Αμήν!»
«Αμήν!»- Το αίμα του
Είχε πιει πολύ μελαγχολικό ουρανό και είπαν μελάνιασε καθώς
Τον κέντησαν με την λόγχη
Για να πιστέψουν στο θάρρος του!

Ποσειδώνας.

Ποσειδώνας.

Χαμένο μέσα στην ομίχλη
ασθμαίνοντας απ’ την υγρή ανάσα των ωκεανών
ήταν το σώμα του θεού της θάλασσας.

Με την τρίαινα άτεγκτο δόρυ -μυώνες
τιτάνιοι
για να κινήσουν κύματα
που παίδεψαν τον Οδυσσέα χρόνια ολόκληρα
μακριά ‘πο την πατρίδα..

Βυθίζεται και αναφαίνει πάλι-
βλέπω τους γιγάντιους ώμους, την γενειάδα
με τις δροσοσταγόνες της αλμύρας, τα μάτια
σπιθίζουν-

Ξέρεις ότι μπορεί να γαληνέψει το θηρίο του, μπορεί
να το εξαγριώσει-
η αρχέγονη μάνα όλων του υπακούει-
τόσα εγκλωβισμένα μυστικά του ανήκουν-
το βασίλειο μιας άλλης ζωής που είναι
η πλατιά γαλανότητα του απέραντου..

Την έχω απλωμένη μπροστά μου-
πλατσουρίζοντας με τα πόδια
καθισμένος πάνω στον βράχο-
κι ο γέρος θεός με δέχεται-
όχι τόσο κακός τελικά..

Και προσμένω την γοργόνα να μου πει για τον βασιλιά Αλέξανδρο
ή
για την συγχώρεση του Οδυσσέα…

17 Μαΐου 2010

Δάκρυα του Απόλλωνα.

Δάκρυα του Απόλλωνα.

Ψυχραιμία του τοπίου που ελίσσεται ανάμεσα στα πυκνά δέντρα που μετρούν
την ανάσα του βουνού.

Θαυμαστή εξόρυξη από τα μεταλλεία της ψυχής·
διαυγής ατμόσφαιρα·

Κεχριμπάρι πολύτιμο συνοψίζοντας στην ουσία του εκατομμύρια έτη-
ηλικίες της προσευχής των δέντρων που προστάτευσαν οι ωκεανοί

Δάκρυα του Απόλλωνα, απέριττος
στοχασμός-
πιο παλιός κι απ’ την ύπαρξη..

Χάνομαι μέσα στην υπόσχεση δροσιάς· το αινιγματικό αεράκι βολεύεται
μέσα στις εμφανίσεις και τις εξαφανίσεις του ήλιου..

Χάνει και κερδίζει, μέσα
στην μεταμέλεια των αποκαλύψεων..

Ο μέθυσος οίστρος μου αγριεύει και χύνεται
άλογος στις λευκές σελίδες του χαρτιού· σ’ αυτήν την απέραντη πεδιάδα
η πένα ορίζει την φρενίτιδα των ταχυτήτων

Όπου το ποίημα γίνεται ορατό μες την θρησκεία
τόσων κατιφέδων!

1982

Διόνυσος.

Διόνυσος.

Οι ρίζες του σκοταδιού ακολούθησαν την βαριά σιλουέτα της νύχτας·
το κομπολόι των άστρων μύρισε παγωνιά και λιβάνι·
κάτι μουσικό μέσα στην συμφωνία του μεσάνυχτου..

Είδα την αγιότητα του νερού να βρίθει στο δροσάτο όνομα που χύνεται στην γη

να ποτίζει τις διψασμένες ρίζες, να ανανεώνει
τα μυαλά που ανατινάζονται σε μια έκρηξη ευθυμίας..

Ρυθμός, αναγέννηση, ολοζώντανο θαύμα-

μες τα γεμάτα ποτήρια του κρασιού έχει τα χαρωπά του μάτια ο Διόνυσος φυτέψει..

Αμπελώνες της μέθης και της σκέψης
που γέννησαν την τραγωδία
διαμέλισαν το θεϊκό σώμα
με αγωνία
μοίρασαν
το κάθε κομμάτι
μες το γινάτι των αρχαίων ανέμων!

Έπαφος.

Έπαφος.

Φωνούλα ακριμάτιστου νερού είναι τώρα που επιθυμώ
διάφανη και λυγερή και αθώα-
πιο λυρική κι από το μέλι του ήλιου που γελά
πάνω απ’ το αέτωμα του Παρθενώνα!

Ακούω την μνήμη-
βλέπω τους φοβερούς μυώνες ενός Ηρακλή-
ευδοκιμεί στην σκέψη μου..

Ο Προμηθέας δικαιώνεται για την ασέβεια να ξεπεράσει τον εγωισμό τόσων θεών
στενόκαρδων-
είμαι περήφανος γι’ αυτό:
πρόσεχε τις θρησκευτικές καταποντίσεις…

Τις ώρες που ένας ενεστώτας σέβεται τον μέλλοντα
σε ολοφέγγαρες νύχτες
τι έχουνε μαντολογήσει οι ξαστεριές του Αυγούστου και αποδημήσαν τα πουλιά;

Καρπός ψαχνάτος, σαν γλυκόσαρκη γυναίκα
είναι στην αφή μου-

Ο θεός
Έπαφος
ανταποδίδει στην δυσπιστία μου
την πρώτη ηδονή!

Το φως που χορεύει…

Το φως που χορεύει…

Αυτό είναι το φως που χορεύει
πάνω από τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες
την άνοιξη!

Ωστόσο οι άνθρωποι σκοτώνουν, σκοτώνονται-
έχουν ένα πρόσωπο βαθύ, ασυγκίνητο, αγγίζουν
με τα δάχτυλα της ψυχής τους το έγκλημα, δεν ξέρουν
τον μόλις συννεφιασμένο ουρανό, αυτόν τον υπέροχο μάγο
που τοξοβολεί επιθυμίες στο κέντρο της έμπνευσης…

Το φως ταξιδεύει·
συναντά τα μάτια των αγγέλων,
τα μάτια των παιδιών, ανασαίνει
μέσα στο στήθος της ημέρας-
ξεκουράζεται στο πλατύ μέτωπο του Μαΐου, ιδρώνει
τα χόρτα που επιθυμούν την πρωινή δροσιά τους..

Ο άνθρωπος όμως
χτίζει τον πόλεμο-
μάχεται τον ταπεινό στίχο του τραγουδιού μιας καρδερίνας.
Τα παιδιά του χρόνου φοβούνται
το παγερό του το βλέμμα-
τρομάζουν τα ήμερα λόγια..

Ένας αέρας κρυερός φυσάει
από τα σπλάχνα του-
βακχεύει μες τις πολιτείες όπου
το άσπρο λέγεται μαύρο,
σε μια γλώσσα παράλογη
ολότελα..

Έτσι χιλιάδες ποιήματα αναγκασμένα αποδημητικά
φεύγουν γοργόφτερα-
στην ψυχή του μένει
αυτή η πίκρα,
η μελαγχολία αυτή,
αυτή η μοναξιά να κολάζεται!

1981

Βραυρώνα, 20 Ιούνη 1981

Βραυρώνα, 20 Ιούνη 1981

Κύμα το κύμα ανέβαινε η θάλασσα και που αχούσε
μέσα στην παλάμη του μεσημεριού ο τζίτζικας αφουγκραζόμουν
αίσθημα όλος.

Με την αφή πιανότανε ο αέρας·
μυρισμένος κάπου ανάσα χαρμόσυνη και το θυμάρι
που νάτο! κάλπαζε το χνώτο του ευωδερό
στην πλαγιά που πήγαινε για τον γιαλό είχε
ένα βαθύ αίνιγμα δικό του.

Χοχλακώντας ο βυθός του πόντου και το πλάτος
του ουρανού επάνω του αντιγραφή του πόθου του με τους αγγέλους
ψαράδες

Να ρίχνουνε την πετονιά και ν’ ανεβάζουν
χαρές πολύχρωμα ψάρια
χαρές πυροτεχνήματα όνειρα..

Με το γυαλί κατέβαινα στα άπατα:

Ο αχινός και ο κάβουρας
η πέρκα και ο αστερίας-
νάτα..

Όμως

Φλοίσβο τον φλοίσβο έπιανα από μακριά
το μήνυμα «πάρε με-
θάλασσα πάρε με-
και ζήσε μου όλη την ανάσα- πάρε με»

Μεσημέρι ούριο γύρω μου έπνεε με τον ήλιο κραταιό μέσα του
να ιδρώνει και με το λαχανητό του ρυθμός της υγείας
να λέγεται παράφορη η ζέστα..

Δίκαια
ο γλάρος ζυγίστηκε για μια στιγμή στον ουρανό και ύστερα
βύθισε μες το γέλιο της λαχτάρας του-
στην στενοχώρια λέει «όχι..»

Κάτι πρόδινε γύρω μου συριστικά-

μεσημέρι άγιο-

της παλάμης του όλα τα δώρα-

ο ήλιος στην χάρη του ένδοξος

και η θάλασσα μέγιστη!

16 Μαΐου 2010

Απολογιστικό.

Απολογιστικό.

Να ‘τανε η ψυχή ερμηνευμένη πρόθεση να σου την αναγνώσω-
όλη μου η ηθική
ένα άρωμα από λουλούδι να στην πω-
να λησμονήσω πως όπου ακούς να θορυβεί η ελπίδα
σημαίνει η απελπισία έρχεται..

Γιατί
κι ο ποιητής
άνθρωπος με τόσα ποιήματα κρησφύγετα
δεν μπορεί να σου προσφέρει παρά μιαν σπηλιά
για λίγες ώρες μέσα εκεί να ασκητέψεις..

Ύπνωνα σε μια θέρμη φεγγαριού Αυγούστου
και το κλειστό μου βάθος μια πηγή που ν’ αναβλύζει ο ήλιος
με τόσα ή τόσα φύλλα της ελιάς
να μου παιζογελούνε το απόγεμα..

Το ζεματιστό θέλημα της μοναξιάς φύσαγε
πράο μέσα στο ρολόι-
η ώρα πέντε-
το κεντρί του βλέμματος στυλώθηκε
στο στυγερό τοπίο μιας απόγνωσης ερωτικής που της ξεφεύγουν
φαντασιώσεις σαν ιδέες γοργοπόδαρες και λάγνες-
στα ποιήματα μέσα
μου ξεφεύγουν τα ποιήματα-
θάνατος στον μικρό μου εύθυμο εαυτό-
χτύπησε διάνα η αγάπη….Μέσα
στον λόγο ενός βουνού αναγνωρίζω τον λόφο μου…Λύπη!

Αίσθημα στο παρόν έλαμψε φουρκισμένο για να χάσει
η ευθυμία σε πλάτος-
η έμπνευση κινήθηκε αστραπιαία-
στίχοι που γαντζωθήκανε από το σώμα του καιρού-
δήλωσαν μια υποταγή στο καλοκαίρι που υπήρξα
ερωτευμένος!

Μνήμη.

Μνήμη.


Τι δυστυχίες αλήθεια έδωσε να περάσω!
Κάποτε βαριεστημένα κάθισα πάνω στα μάρμαρα
της Ακρόπολης να τα συλλογιστώ..

Έχοντας πάρει να βραδιάζει..

Οι τουλίπες του δειλινού που είχα ένα φυλαχτό όμοιο τους στο στήθος μου
το άναβε το πορφυρό του ήλιου-
στον ουρανό βαθιά πήγαινε
ένα βαποράκι σύννεφου-
έβλεπα τον καπνό της νοσταλγίας του-
μακριά και πέρα
στον Σαρωνικό λέω
είχε ναυλώσει ξάρτια γρήγορα η επιθυμία μου..

Τίποτα απ’ τα περασμένα πίσω δεν ζητάω εκτός
απ’ την νιότη του ήλιου
στους κάμπους μέσα βολτάροντας της Αττικής-
μια κοπέλα εκτός που με αγάπησε για όσα φεγγάρια έχει ένας Αύγουστος
που περπατάει ανάποδα,
με τα χέρια
σ’ έναν δίσεχτο χρόνο..

Τι λοιπόν τον κάνατε τον αγγελιαφόρο της ψυχής του ποιητή
που σας μήνυσε χαμπέρια σαν της Ερατώς ή της Πολύμνιας;

Έχω κατοικήσει τις ακτές μιας παραλίας ερημικής όπου σκάζουν τα κύματα-

Αποκεί μου ‘παν θα ‘ρθει το μέλλον-

Μένω στο πόστο αυτό να το υποδεχτώ.
Άπειρες φορές
σε προγενέστερους χρόνους
υποδέχτηκα ετούτες τις σιωπές ακάνθινες που με ανδρώσανε..

Το «καλώς όρισες» και το «καλώς σας βρήκα»
είναι σαν δυο γερές γροθιές ευγένειας
αλληλοσυγκρουόμενες
που αν ξεφύγουν απ’ τον στόχο θα ‘χουνε
πρησμένα μάτια οι ελπίδες μου!

1987

Θαύμα!

Θαύμα!

Βηματίζοντας μέσα σ’ έναν ατέλειωτο Αύγουστο
όπου βαρούσε τον συναγερμό του ήλιου ο ουρανός
και ανάβανε οι καρδιές όλες των αγέρηδων..

Κινούσαν πρώτα τα μελτέμια κι έπιαναν με το γιουρούσι τους
μιαν οργιά τόπο, δύσκολη θύμηση-

Ύστερα ο γαρμπής ένας ημερωμένος
πουνέντες ένας της αγαλλίασης
και γραίγος ένα μούρμουρο της πλάσης..

Είχα την θάλασσα στα δεξιά μου που να μην μπορεί κανένας
να πει ότι δεν είμαι χαρούμενος

Αριστερά
ο ελαιώνας έδενε καρπό
ασήμιζε που θύμιζέ μου
εποχές άλλες που τριγύριζα παιδί
σε ατέλειωτες ευτυχίες μέσα, κήπους
της πατρίδας!

Και ήταν ώρα μεσημεριανή!
Ακόμα το πουλί έλεγε μονότονα-
ακόμα ανέβαινε στο ζώο του καβάλα
ο δουλευτής στο βουνό- στην κορφή του το σπίτι του..

Ύστερα, κατά το λιόγερμα, θα είχα πολλή νοσταλγία στα μάτια μου φαίνεται γιατί
κάθισε πλάι μου ο αγέρας

Σαν καρδιακός μου φίλος και να με παρηγορήσει προσπαθούσε,
λέγοντάς μου ποιήματα, τιθασευμένες ευτυχίες!

Τελευταίος έρωτας.

Τελευταίος έρωτας.

Τώρα είμαι μέσα στην κρύα τσέπη της γης
σαν ένα τάλιρο παιδιού που θα το παίξει
σε ένα λούνα-παρκ να διασκεδάσει..

Ακουμπώ με το γινάτι μου στον πόλο του έρωτα.
Η παράλογη εφηβεία που αγάπησα έχει γίνει μια γυναίκα θλιβερή.
Βάφει εξαιρετικά σκοτεινά τα μάτια της.
Στα χείλη της το κραγιόν υπενθυμίζει
πως δεν έχει πια κανένα ενδοιασμό.
Ο καιρός του αέρα, λέω…
Όπου φυσάει..

Το πικρό μένει μέσα στην καρδιά μου.
Απώλεσα την ευτυχία.
Τώρα ένας άγγελος μου τραγουδάει.
Άλλες γυναίκες αναστήματος άνθους μου παραστέκονται.

Βαδίζω κάτι ατέλειωτους δρόμους
σπαρμένους ποιήματα και λύπη…

15 Μαΐου 2010

Αυτές οι νύχτες που αγρυπνώ έχουνε μάθει πια απέξω όλες τις ευτυχίες!

Θ

Αυτές οι νύχτες που αγρυπνώ έχουνε μάθει πια απέξω όλες τις ευτυχίες!

Τα λόγια τους φεγγοβολάνε και διαμαντικά
παίζουν όλες τις ίριδες και λαμπαδιάζουνε τα φρύγανα του γαλαξία!

Ξέρουνε έτσι και καλά ότι αγρυπνώ
γιατί πιστεύω θαύματα!

Μονάχα που μιλάω απλά, μονάχα που λατρεύω
το αίνιγμα ενός λουλουδιού και αρκεί
μέσα στα μάτια μου να λέγεται ο αντικατοπτρισμός της ομορφιάς του κόσμου..

Βρίσκω τα λόγια που ‘ναι τωρινά κι επίγεια-
που διθυραμβικά αναγγέλλονται στην θαλπωρή της βροντοφώναχτης μέρας..

Ηθικός πανζουρλισμός- θαυμάσιο
φωνήεντο
και τόσο
σπουδαία πυροδοτημένο!


1987

Καλημερίσματα ψυχής μες τον γλαυκό του ουρανού καθρέφτη!

Η

Φλοίσβος πάνω στον φλοίσβο, δροσερή στιγμή
που απαθανατίζει η θάλασσα το αίνιγμά της!

Καλημερίσματα ψυχής μες τον γλαυκό του ουρανού καθρέφτη!
Κάρφωσε ο ήλιος μιαν ευχή μέσα στο στήθος της ημέρας!

Ο πόθος ακούστηκε ο πόθος να χτυπάει
τις καμπάνες της χαρμόσυνης αναγγελίας!

Φυσήξανε οι πνοές του θεού και γίνανε αφόρητες οι προσδοκίες!

Ζ

Σαν ένα τριαντάφυλλο που μύρισε δόξα ανάμεσα στα δάχτυλά μου
σε κράτησα

σιωπηλή

τα βλέφαρά σου ήτανε ασπίδες
στα ετοιμοπόλεμα μάτια σου που κατακτούσαν
το κάστρο μου!

Δεν αντιστάθηκα!

Φυσήξανε οι πνοές του θεού και γίνανε
αφόρητες οι προσδοκίες!

14 Μαΐου 2010

Θεέ μου τι φως η αγάπη σου και συμφωνία μουσική των άστρων!

ΣΤ.

Θεέ μου τι φως η αγάπη σου και συμφωνία μουσική των άστρων!

Άλλη θρησκεία μην ξέροντας από του ανέμου το διαρκές λευτέρωμα-

ο χειμώνας σπεύδει θυμωμένος και κρυώνεις

Είναι μια σπουδή γενναίας καρδιάς
αυτό το δειλινό γραμμένο όλες τις χάριτες-

Η ματιά μας νοστιμίζει τον ορίζοντα
την μακρινή θάλασσα
τον άγγελο που κουράστηκε
με μία φλογέρα
με έναν σκοπό!

1987

Μέσα στον ζαβλακό ήλιο της μέρας

Ε

Μέσα στον ζαβλακό ήλιο της μέρας
χιλιάδες έντομα δοκησίσοφα ασταθούν…

Μυρίζω πάλι ιδρωμένο μελάνι..

Τι γιορτή και αυτή όλα για να σβήσουν εδώ και ν’ απομείνει
ένα τυραννικό αεράκι του μυαλού…

Ένας άνθρωπος γελαστός ανάβει ένα κεράκι λουλουδένιο
στη χάρη μίας Παναγιάς κελαηδισμών!

Όλα είναι σπουδαία χάρη του ήλιου!

Η σκέψη μου απογειώνεται
μες το πράο γαλάζιο!

Ο αιώνας αν δεν καρποφορήσει στα νιάτα του

Δ


Μην ξεχνάς!
Ο αιώνας αν δεν καρποφορήσει στα νιάτα του
τα γεράματά του έχουν ακόμη υποσχέσεις…

Στεγνώσανε τα μάτια, τα στυλό στεγνώσανε

Γ

Στεγνώσανε τα μάτια, τα στυλό στεγνώσανε
από το τελευταίο μελάνι. Σώπασες
κι εσύ-

μένοντας να αφουγκράζεσαι τον στεγνό ήχο του κέρματος που δημιουργεί
επικοινωνίες στο τηλέφωνο
τον στεγνό ήχο
του αργύριου που πρόδωσε τον Χριστό σου…

29.01.1987

Ελένη

Β


Ελένη άναμμα πρωιού
καλοκαιρινού-
στα ξαφνικά και οι ελπίδες σκίρτησαν

όμως
τα πουλιά ανεβήκανε μονάχα τους την σκάλα
της μελωδίας που τα αθώωσε

και το γεράνι στην αυλή που τσούγκρισε το κεφαλάκι του με το γαρίφαλο
πήρε το νόημα του απρόσμενου αυτό τους το κατορθωμένο-
με έκπληξη το είπε η στιγμή που ευθύς το θέλησε δικό της!

Αλλά

ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει από φως – γιατί του είπε την ματιά σκοτάδι-. Εγώ

όμως θα σου ζητήσω να φυσήξεις μια πνοή
πάνω στο σώμα που έπλασα από ευωδιά

κι αν είναι να ανάψουνε τα σπλάχνα του- θ’ ανάψουνε
κι αν είναι όχι, η ευωδιά που μένει
χτυπώντας την η ανάσα σου θε να σκορπίσει ολόγυρα

να καταλάβουν οι ανθρώποι τι ζητώ να κάνω…

το αρχαίο χέρι άρχισε να μεγαλουργεί

Α

Και πάλι βαριά μέσα στο ορίζοντα
το αρχαίο χέρι άρχισε να μεγαλουργεί

με πάθος
όπως έξυνε λίγο ουρανό και βυθίζονταν
ξαφνικά
μέσα στον αφαλό της γης.

Η ευθεία συνέπεια της συνείδησής του
έπλαθε.
Τελείες στο κεφάλαιο του μεσημεριού
που βάθαινε με απόλαυση.

Στα ρηχά περπάτησε το πέδιλο
της κοπέλας μ’ ένα «Γεια σου ματάκια μου!»
πίσω απ’ τους θάμνους και τις λεμονιές.

Περιβόλια μυριστικά ανάδευαν μιαν άνοιξη από βοή.

Κι όταν η ώρα τύλιξε τον μανδύα της γύρω από το αδύνατο κορμάκι εκείνο που σιγανοτραγουδούσε
η μουσική έγινε κελαηδίσματα-
έκανε κούνιες στα κλαδιά των δέντρων και
έπεσε
βαθιά
μέσα στην ευφωνία!

31.7.1983 Ζούμπερι.

13 Μαΐου 2010

Η θλίψη του ουρανού χτίζει συννεφένια κάστρα.

Το παρδαλό πουκάμισο του πρωινού είναι κατοικημένο από χιλιάδες ήμερα πουλιά της εποποιίας!

Το αλυσοδεμένο κελάηδισμα βγαίνει απ’ το μικρό τους στηθάκι
σαν σπινθήρας από ‘να τσακμάκι προγονικό!

Η θλίψη του ουρανού χτίζει συννεφένια κάστρα
εκεί που δεν μπορεί τίποτε άλλο η σκουριά του πονεμένου ποιητή
που βλέπει τον κόσμο να υποφέρει.

Η μελαγχολία μέσα στο βλέφαρο του ορίζοντα
στενεύει τις γραμμές του απειλητικά…

Ξαφνιασμένα τα μικρά παιδιά βλέπουν
να υπάρχει μπροστά στα μάτια τους ένας κόσμος
διαφορετικός από τα παραμύθια…

1983

Στοχασμός.

Στοχασμός.

Το τεζαρισμένο δέρμα μιας μέρας που την δεχτήκαμε χωρίς πολλή συζήτηση
κινηθήκαμε μέσα της εντελώς φυσικά, σαν να μην συνέβαινε τίποτα

πίσω από την στεγνή καλημέρα σου είχες
ένα πρόσωπο βαθύ που πεινούσε συμπάθεια.

Η μοναξιά σου αυλάκωνε την ψυχή-
αέναα – σαν να σου υπέβαλε σκέψεις.

Τις άλλες μέρες θλιβερό αεράκι σε μελαγχολεί
όπως πας να καθίσεις μες τον Οκτώβρη που δεν σε γνωρίζει.

Σε βρίσκω μέσα σ’ ένα προάστιο που συνέχεια αδειάζει

σε δέχομαι
όπως ανοίγεις την πόρτα του νου μου και μπαίνεις..

6.10.1983

Όνειρο.

Όνειρο.

Πάνω μας ρέει ένας γαλακτωμένος ουρανός
με τόσα άστρα ταπεινά συναθροισμένα
ένα τσαμπί φωτεινής τελείας, ρόγα ενός μεγάλου σταφυλιού- κι αυτός
ο ξαφνικός στροβιλισμός, αισθήματα και σκέψεις, ο πόνος
έχοντας πάρει μια μορφή Αχιλλέα να με σέρνει
Έκτορα έξω απ’ τα τείχη της ζωής μου
νεκρό!

Δεν μπορείς να διαλέξεις, άλλος που διάλεξε για μας μας δίνει πίκρα

Ξαφνική νιώση της ψυχής για να ‘ναι
πόρτα ξεκλειδωμένη στην έκπληξη

Τυραννικό ανέβα στα σκαλοπάτια της έγνοιας-
η κορφή της απόγνωσης.

Κάποιος θέλησε να πει τον άνεμο- εγώ ήμουν αυτός- δεν λέγεται ο άνεμος

Τώρα ένα αεράκι ελάχιστο, χιμαιρικό να πνέει
με καλοκαρδοσύνη

Κι αυτό το όνειρο που ξέφυγε απ’ τον βαθύ μου ύπνο
ασώτεψε
μες το λιγνό φως
της ωραίας μέρας!

1982

12 Μαΐου 2010

Πλάτων.

Πλάτων.

Με θαρρετές αισθήσεις θα αποκρυπτογραφήσουμε το φως
Αυτό που ανέσπερο υπάρχει
Θα δούμε το αρχαίο όραμα τις ώρες που θα καίγονται οι ορτανσίες του δειλινού
Θα πούμε ύμνους
Που συνήθιζε ο ποιητής

Πλάι σε νερά κελαρύζοντα που έχουν όλη
Την περιουσία του δάσους φυλακισμένη στην μιλιά τους

Το πουλί θα τιτιβίσει χαρούμενο
Η σκέψη πολυκλαδίζει και γίνεται
Πελώριο δέντρο
Στην σκιά του αναπαύεται ένας γέρος ασπρομάλλης

Στοχάζεται στον καθαρό λόγο
Λόγους μιας ενάρετης ζωής!

1982

Η μοναξιά.

Η μοναξιά.

Όντα του θυμού σου μάλλον
Κατεβαίνουν μέσα στο σκοτεινό κελάρι της συνείδησης
Αμέσως ανάβουν φώτα
Γίνεται ένας τρομερός πανζουρλισμός από φωνήεντα
Μύγες πετούν μέσα στον πνιγηρό μυωπικό αγέρα.

Αλήθεια αυτή η μοναξιά η κατακλυσμιαία, έλεγε
Έχει ρίζες στην καρδιά του ανθρώπου- δεν μπορεί
Ο φίλος μου με το χαρούμενό του πρόσωπο να την νικήσει

Σκυφτός ύστερα πάνω σε χάρτες- ήταν η άνοιξη
Και στον πάνω δρομάκο βόλταραν δροσερά κορίτσια-

Έψαχνε την γη που θα του άρμοζε για να θανατωθεί
Στην πίστη του μέσα..

Η μοναξιά υπάρχει, η αφιλότιμη..

1980

Μια λιακάδα παράξενη

99.

Μια λιακάδα παράξενη όπως
να τέλειωσε η παρακαταθήκη των νεφών..

Φως όπως παντού μια νίκη!

Ρουμάνικο ύφος των σπιτιών χωρίς μπαλκόνια-
μόνο τα κτίρια μουντά που μες τον ήλιο σου μορφάζουν.

Ωστόσο δέντρα-

πολλά δέντρα-

σώζουν το τοπίο από την ανυπόφορη θλίψη.

Μάχιμες καρδιές ανάβουν με ζεστά αισθήματα
που εξαερώνονται όπως μια άτμιση υδάτων απ’ τον ποταμό θεό.

Παντού αυτός-

παντού ολόγυρα..

Δεσπόζει στο τοπίο αυτό της ξενιτιάς που πιο γλυκό μου μοιάζει τώρα μες τον ήλιο

και έχει κάτι απ’ τον αττικό ουρανό..

Κωστάντζα

Αιθρία Τετάρτη!

98.

Ωραία μπλέκουν τα κλαδιά των δέντρων μες τον ουρανό

Ένα άλογο σέρνει ένα αρχαίο κάρο

Ένας γλάρος κατεβαίνει χαμηλά για να ναι
Αυτός ο σηματωρός της ημέρας..

Μια κοσμογονία φιλιών που κερδήθηκαν
Αυξάνοντας μελωδικά τα αισθήματα..

Ένας μπόμπιρας κουρεμένος γουλί
Αμολά έναν χαρταετό πιο πολύχρωμο

Καθώς το ένα γίνεται δύο και επί τον ίδιο εαυτό του
Είναι μια πολιτεία πια πολυάριθμη και σκληρή..

Αχτίδες του ήλιου σήμερα που γράφουν μουσική

Κάτι σπουργίτια γίγαντες στα μάτια μυρμηγκιών χοροπηδούν
Τσιμπολογώντας ψίχουλα πα στα πλακάκια.

Η νέα κοπέλα με τα εξαίσια μάτια προχωρά
Σαν να ναι μες τους ουρανούς του πόθου των αντρών να πάει..

Αιθρία Τετάρτη!

Στυλώνοντας τα μάτια πέρα μακριά
Ο νεφεληγερέτης άγγελος σκοπούς στην σάλπιγγα φυσάει..

Ωραία που βλέπω μες την μέρα!

Ένας ύμνος και παντού θεός-
Με υπεροπλία που αφήνεται
Να γίνει κατανοητός

Κωστάντζα..

11 Μαΐου 2010

αυτή η γραφή μια ιχνηλασία παράξενη:

96.

Πολλές φορές ένας ουρανός ασημένιος και κάτω του
άσημοι και σαν μαριονέτες προχωράμε.

Παντού μουσική-
Δυνατή αναστατώνει τα πάντα

Όλο το νόημα της ζωής συμπυκνωμένο σ' ένα δευτερόλεπτο
για όλους μη καλά εξαργυρωμένο..

Όμως άθροιση στην άθροιση είναι πολλές οι μέρες που θα ξοδευτούν
με χαρά επισκιάζοντας τις άγονες και κρύες νύχτες.

Λικνίζονται τα δέντρα, ίλιγγος ο άνεμος..

Γυναίκες με ωραία μάτια που περνούν, γυναίκες της φωτιάς
και πάντα καλοχτενισμένο από τα σμήνη των πουλιών το απόγεμα..

Στην εξουσία του μυαλού που παραδίνονται
άλλες εικόνες
από αυτές που γράφει ίδια η Αττική
με χρώματα πιο γκρίζα και που περισσεύει η υγρασία-

Λες κι είναι πιο βαθιά η στενοχώρια, τα δάκρυα
περισσότερα..

Κι αυτή η γραφή μια ιχνηλασία παράξενη:
που ξέρουμε εσένα, που ξέρουμε εκείνον κι όμως
μεταξύ μας
όλοι άγνωστοι αιώνια παραμένουμε..

Γιατί ο άνθρωπος αλλάζει από την μεριά του ήλιου, την μεριά του φεγγαριού
κανένας μέσα του δεν τηνε ξέρει..
18.11.2008 Κωστάντζα..

Ένας αλλιώτικος για μένα ουρανός

95.

Πολύτροπο που γίνεται το φως και κατανοητός
ο θεός, για σένα!

Αστέρι φως την νύχτα.

Ένας σαν από κινηματογραφική ταινία καστανάς
ανάβει την φουφού του πιάνοντας
απόγεμα.

Γύρω μου όλοι σαν να λείπουν..

Κοιτώ ξανά..

Ένα σκυλί που με κοιτά επίμονα σαν να καταλαβαίνει
από ανθρώπινες
ιθαγένειες.

Άτονα φώτα, βιτρίνες
με φανταχτερή πραμάτεια..

Ένας αλλιώτικος για μένα ουρανός
καθώς βραδιάζει και με κούραση γυρίζω
σε άγνωστα και κακοφωτισμένα
στενά..

Κωστάντζα

Ένας ήχος από την πόλη που ξυπνά

94.

Ο όγκος των ψηλών κτιρίων και καρφώνεται σαν κάπου ο ουρανός
επάνω τους.

Παντιέρες σύννεφων μουντών
γύρω μου άτσαλα αρμενίζουν.

Ένας ήχος από την πόλη που ξυπνά και αρχίζουν να τσιρίζουν πάλι
τα χαλασμένα ρουλεμάν της..

Το λευκό λευκό και το μαύρο μαύρο..

Κι ο γάμος τους ένα γκρι απαίσιο

γύρω

παντού..

Κωστάντζα 17.11.2008

Χορός πουλιών πάνω απ’ τα χωράφια.

93.

Μια κρυφή αρμονία φωνηέντων που ξεπέρασαν τον εαυτό τους
κι έγιναν νότες.

Κάτω απ τον μουντό ουρανό είναι οι νίκες του μυαλού και του ατόφιου αισθήματος.

Εγώ που ξέρω εκείνο που είναι από ελληνικό μεράκι

Εσύ που ξέρεις τούτο το ρουμάνικο χαοτικό ύφος της μέρας
που σκυθρωπάζει ολοένα όπως την τραβά απ το φουστάνι το απόγεμα
μια μουσική τσιγγάνικη μαγεία.

Χορός πουλιών πάνω απ’ τα χωράφια.

Χορός χαμηλά.

Ένα αδέξιο σύννεφο ξεστράτισε και βγήκε λίγο πάνω απ την κοιλιά της γης

νοτίζοντας με υγρασία τα πάντα και εσένα..

10 Μαΐου 2010

Το ένα σκέλος της μέρας πάνω στη σεβαστική γη

92.

Το ένα σκέλος της μέρας πάνω στη σεβαστική γη - και το άλλο
μες την σκοτεινή απειλητική θάλασσα
που σηκώνει με υπεροψία τα πλοία
ξέροντας ότι χωράνε μύρια τόσα μέσα στην αβυσσαλέα της κοιλιά.

Τοπίο βροχής ή το πολύ- πολύ
τοπίο της νεότερης μελαγχολίας.

Οι γλάροι το πρωί πετούνε χαμηλά.

Οι γυναίκες με άλλα μάτια
πιο περίεργα σε βλέπουνε που ανεβαίνεις
απ’ τα μέρη τους και κάπου που δεν ξέρουν πας..

Το πρόβλημα λυμένο με τον τρόπο του αρχαίου γεωμέτρη:
«μη μου τους κύκλους τάραττε»
και μη μου την σιωπή

που έχω δικιά μου να εκσφενδονίζω από μέσα της
αχτίδες της ψυχής κι επιθυμίες καρδιά μου..

Κωστάντζα 16.11.2008

Τσιφτετέλι των παθιασμένων αέρηδων

79.

Τσιφτετέλι των παθιασμένων αέρηδων
βιρτουόζος ήλιος την Κυριακή

Η κλεψύδρα αδειάζει του χρόνου
μες τον κόρφο της άνοιξης

Τοπία πολύχρωμα χορεύουνε με χλόη ασπαίρουσα
κι ανακαλύπτουνε την έμπνευση της ηλιαχτίδας..

Δικάζεσαι ωστόσο και για κείνα που δεν είπες..

76.

Βαθιά μέσα στην μέρα σαν αξιωματική παραδοχή ο θάνατος
και η πατρίδα μία πικραμένη ιστορία..

Είμαστε στην πλευρά του αθώου και θα είναι
δύσκολο για την ψυχή να ομονοήσει
να της πάρουν τα ηθικά
κράτη που δημιούργησε..

Που την κρατούν ανάμεσα γη κι ουρανό με ένα μηδέν
και κάτι πιο λιγότερο
βάρος..

Δικάζεσαι ωστόσο και για κείνα που δεν είπες..

Θα σου αποδοθούν ευθύνες
φωτιάς
που άναψε κι όλα τα καίει-

Έτσι ο άνθρωπος μέσα στον χρόνο προχωρεί:
ανθρωποφάγος..

Τώρα που ξέρεις να στοχάζεσαι λευκά
άφησε να σε κυριεύσει ο λόγος
της αλήθειας που ζύμωσες!

9 Μαΐου 2010

οι λέξεις- μέλισσες που βουίζουν..

75.

Οι μέρες με το ύφος που ξέρω και την μελαγχολία που δεν θέλω
Άπιαστες μέσα στον αεικίνητο χρόνο γεμάτες
Από φορτία έγνοιες κι ένα ασήμαντο τίποτα
Που γύρω μας τα πάντα υπογραμμίζει

Έτσι επί σκοπόν να σημαδεύω μέσα στο αύριο και να μου έρχονται
Όπως επ’ αμοιβή της αγωνίας τα όνειρα.

Να τα κρατάω μέσα μου όπως εικόνες απ’ την ηλικία την παιδική..

Πολλά ούτε να ερμηνεύονται..

Στο τέλος μένω με ένα παράξενο
Μούδιασμα όπως να σ αγγίζει τσούχτρα και να γίνεται
Και το μυαλό όπως ο κάμπος που βοσκάνε
Πολύχρωμες επιθυμίες..

Και μετά οι λέξεις- μέλισσες που βουίζουν..
Δεν πιάνονται…. Κι αν πιάνονται κεντάνε..
Όπως αφήνουνε αν ξέρεις μέσα στην κερήθρα σου
Το μέλι μιας αξίας!

Φτάνει να αφιερώνεσαι!

8 Μαΐου 2010

Τι να γυρεύει ένα σπουδαίο ωμέγα

70.

Οδός άνω κάτω μία και ωυτή- Τι να γυρεύει ένα
σπουδαίο ωμέγα όπως
τα σκέλια του ανοίγει σαν να θέλει την γονιμοποίηση;

Η άνω γνάθος και η κάτω γνάθος
τρόποι του ίδιου αποτελέσματος
συντελούν στην συνάφεια του νοήματος
που αφήνει
απτό
μόνο η ίδια αυτή περαστική ζωή..

Τώρα αξιώνω ένα ξίφος απόφασης
να κόβει αποφασιστικά τον κάθε γόρδιο
που μου μιλάς..

Βαραίνουν οι νύχτες..

67.

Βαραίνουν οι νύχτες..

Τι σπούδαζε αλήθεια ο Αρίσταρχος και μ' έναν τρόπο να το βρούμε
μπροστά μας κάτι αιώνες πιο μετά που τότε ξέραμε
πώς να διαβάζουμε ουρανό..

Τον χωρούσε η Σάμος;

Βαραίνουν οι νύχτες..

Κοιτάζουμε πάλι ψηλά..
Τα ίδια αστέρια κι όμως άλλα
περνώντας μ’ αδιαφορία οι αιώνες
έχοντας αλλάξει την φωτιά τους μ έναν άδειο ήχο
φωτός..

Κι εμείς κάτω από τούτα τα ουράνια σκάφη
πάντα ανθρώπινα να ονειρευόμαστε…

Είμαι ένας που είναι όλοι εντός του..

Πόσο καλοκουρδισμένο αυτό το βιολί των έσω μου επιφωνημάτων
που ακούγεται σχεδόν ως το απόμακρο άπειρο!

Και ο πρωινός κότσυφας που λαλεί και γίνεται πιο υποφερτό το να πάνω στον πλανήτη γυρίζεις..

Διδάσκομαι την γλώσσα των δέντρων που φυλλορροώντας μου λένε τόσες αλήθειες..

Και είμαι ένας που είναι όλοι εντός του..

Σαν από μοίρα γίνεται: ακουμπώ την παλάμη στην κουπαστή των ονείρων

και ο κόσμος γράφεται μέσα μου να ελπίζει και ρόδινος..

Νύχτας της σκοτεινής που ιερουργεί μέσα μου ο αρχαίος μύστης!

65.

Νύχτες των ξενοδοχείων που δεν κοιμάμαι γιατί χάνομαι μες των σελίδων τα βαθιά.

Κι από όρθρου βαθέως τι ναι κείνο που μου ξαναδίνει στίγμα όπως
πάλι περπατώ μες το πλήθος..

Πού πήγε η φωνή που υπαγόρευε πορείες της πέννας;

Μυστικά που είναι λεπτά και τα καταλαβαίνεις
μόνο αφήνοντας να ασωτεύει η ψυχή.

Κρυφή αρμονία πιο καλά κρυμμένη.

Κάπου πιο σίγουρα σοφός ο Ηράκλειτος.

Νύχτας της σκοτεινής που ιερουργεί μέσα μου ο αρχαίος μύστης!

7 Μαΐου 2010

Πώς να καταλαβαίνουν οι φανατικοί του ασήμαντου την αίρεσή σου;..

63.

Το ιδιαίτερο μυστικό μας- το ιδιαίτερο τίποτα..
Το δημιουργούμε μέσα στις μέρες που οι επάλξεις τους σιγά- σιγά θα πέσουν
αφήνοντάς μας ανοχύρωτους απλά να ευελπιστούμε.

Λουλούδια παραδόξως ωδικά ή και πουλιά που ευωδιάζουν-
Παίζει παράξενα η ζωή..

Παντού μια ποίηση αγρών και πέρα, πίσω απ’ τον λοφίσκο
ένα άγαλμα το φως του ήλιου που σε λίγο δύει.

Σαρκοφάγος χρόνος πριν να προλάβεις καν να καταλάβεις πόσο έμοιαζες παράξενος
να τρώγεσαι με τις οξείες σου όταν οι άλλοι είχανε μία παρακοιμώμενη περισπωμένη
ενάντιά σου έντονα αφοπλιστική.

Πώς να καταλαβαίνουν οι φανατικοί του ασήμαντου την αίρεσή σου;…..

Ομάδι πάνε τα πουλιά μέσα στον πέρα ορίζοντα- ομάδι πάνε..

61.

Ομάδι πάνε τα πουλιά μέσα στον πέρα ορίζοντα- ομάδι πάνε..
Το ράμφος τους είναι σαν το μαχαίρι που ολοένα σχίζει
και τον άνεμο και το σήμερα και το τώρα.

Η πτήση τους είναι μια σχέση με τον ουρανό-

Όχι δεσμός με την κραυγαλέα βαρύτητα-

Κάτοικοι του φωτός που ψάχνουν μια απροσδιόριστη Νεφελοκοκκυγία!

Κυριακή της βροχής

60.

Απαλό αεράκι που χαϊδεύει το ερεθισμένο δέρμα
κι ω Δυσδαιμόνα των επιθυμιών!

Κυριακή της βροχής, χτυπούνε οι καμπάνες
της θρησκείας και του επιβεβαιωμένου
ονειρικού αποτελέσματος.

Ένας ήχος οξύς από το μέταλλο που σχίζει τον αέρα αστραπή-
στο μέτωπο η παγωνιά πονάει-

Και το οξυγόνο
πυκνό και ουσιαστικό που είναι
ποίημα της ανάσας και αυτό!

Οι μέρες της έξω απ’ την πατρίδα αγρύπνιας………

59.

Οι μέρες της έξω απ’ την πατρίδα αγρύπνιας

διαβάζοντας μες τα δωμάτια ξενοδοχείων περασμένα μεσάνυχτα-
οι μέρες κι οι νύχτες που καρφώνονται μες τις σελίδες
πιο βαθιά
εστεμμένες με άλλο φως και με άλλο σκοτάδι..

Ένας γενειοφόρος άλλος θεός που τρέχει μέσα στην ξένη ύπαιθρο με το βραδάκι
αδέξιος μες τα μάτια μας που ήξεραν κείνον τον Δία
να κουμαντάρει Ολύμπους..

Τεντώνω την ίδια σιωπή που γύρω μου
σαν κατοικίδιο ζώο κουλουριάζεται
αέναα-

Χωρώ μες το μηδέν που τείνει στο άπειρο-

Τούτο το ταπεινό Ένα μου- μύθο που βγάζει!

Απ’ τον καιρό που έγινε ο πλανήτης μας ανθρώπινη φωλιά..

Οι μέρες της έξω απ’ την πατρίδα αγρύπνιας………

ήλιος ο ήλιος και κορμί το κορμί

57.

Να είναι ήλιος ο ήλιος και κορμί το κορμί
και ίδια να θεραπεύονται μέσα στις μέρες

Το στήθος κρατήρας που υπόσχεται
κι ανάμεσα απ΄ τους μηρούς ένα τρεμάμενο βασανιστήριο
που φυλακίζει ως το μυαλό τα φύλλα.

Το πλησίασμα-όπως με δύσκολο πηδάλιο
πλέει προς άνθρωπο ο άνθρωπος

Και είναι τώρα
που αποκρυπτογραφούν τις λεβεντιές της νύχτας
στον ξένο τόπο, μες το οξυγόνο το λαμπρό
που αξίζει να αξίζει κι άπληστα να το αναπνέω ακόμα..

Η νεολαία δοκιμάζει τις ιδέες της πάνω στο ζόρικο κοινωνικό αμόνι-

56.

Η νεολαία δοκιμάζει τις ιδέες της πάνω στο ζόρικο κοινωνικό αμόνι-
οι ελπίδες της εξέχουν απ’ το καθιερωμένο..

Ωραίο αυτό το όνειρο που φέρνει
ότι ο κόσμος θα αλλάξει, το μπορεί..

Όμως κυριαρχούν οι τοκογλύφοι της επιθυμίας..

Έτσι που δεν σου μένει περιθώριο να γράφεις αισιόδοξα ούτε πάνω στους τοίχους

ούτε μες το μυαλό..

Καθένας βιάζεται μες την ψυχή του να κρυφτεί.

55.

Το στήθος των πουλιών ηχείο ευφάνταστο
απλώνει νότες πρωινές στον πράο αέρα.

Σπίτι του κόσμου, καταφύγιο της καρδιάς-
παντού η ποίηση ίδια θα είναι.

Και το μυαλό ίδια θα ερμηνεύει γύρω του τα πράγματα
καθώς να τα σπουδάζει ξέρει με ανθρώπινη αισιοδοξία.

Περνούν οι άνθρωποι και πάνε.

Την ώρα που τους συναντάς έχει η συνάντηση τελειώσει-

Καθένας βιάζεται μες την ψυχή του να κρυφτεί.

Μαντόνες- Παναγιές!

53.

Υπέροχες γυναίκες σαν υπέροχη θέα!
Να τις κοιτάς που αλλάζουν βλέμματα σαν να τον έρωτα γύρω τους προκαλούνε

Τι μάτια σαν φωτιά που αδηφάγα μαγνητίζει!

Τρυπούνε το μυαλό σαν που σου στέλνουνε πόθου μηνύματα-
παντού οι αιώνιες μούσες..

Με κορμιά που λαχταρούν το ξεκλείδωμα, την στιγμή
που ένα κύμα έκστασης τα αναρπάζει
και τα καρφώνει στου έρωτα τα βράχια.

Μαντόνες- Παναγιές!

Αίμα που τρέχει ο πλανήτης μας παντού!

52.

Έχει και το λουλούδι αγκάθι κι έστω και αν εμπλέκεται κι ο όνος
πάλι λουλούδι είναι.

Με ποιά μάτια να δεις έναν λαό που υποφέρει όταν
εσύ βαδίζεις λίγο πιο μπροστά και όμως
ίδια φορτώνουν ζόρι οι αξίες σου..

Αίμα που τρέχει ο πλανήτης μας παντού!

Παράλογο αίμα

Που κουρνελίζει πάνω στου πολέμου
τα κρύα μάρμαρα..

Σκληρά που δίνονται οι λύπες!

50.

Κάτι φορές απ όλες μου τις λέξεις ένα
Πραξικοπηματικό νόημα που αυθαιρετεί εις βάρος των κανόνων
Νομίζω διαφαίνεται.

Σαν να μπορείς να εξηγήσεις κάτι κι όμως να μην θέλεις.

Εξάλλου και οι ερμηνείες είναι άσκοπες-
Προϋποθέτουν πειθήνια
Να στέκεται μπροστά σου ο διδασκόμενος.

Σκληρά που δίνονται οι λύπες!

Της καρδιάς και των λέξεων…

Μια γυναίκα γυμνή σαν άστρο

49.

Μια γυναίκα γυμνή σαν άστρο
Μια καμπύλη της σάρκας ηδονική σαν ώριμο φρούτο
Πέφτει μέσα στα χέρια μου
Απόναν ερωτικό ουρανό-
Κι αφήνεται να ταξιδέψει μέσα στην αφή μου.

Τα μαλλιά της
Σκοινιά που μ’ έδεσαν ανήμπορο, τα μάτια της
Σαν βέλη που πονάνε

Έχει την δόξα όλου του πόθου πάνω στην νερόχαρη επιδερμίδα της

Κι όπως φιλάει τα σύμπαντα όλα ανασταίνονται
Με μία ποίησης αλήθεια!

Την κοιτώ που μου ανήκει-

Εύθραυστη, ευωδιαστή-
Σαν ρόδο που το μύρο του δεν εξηγήθηκε,
Σαν μίσχος που λικνίζει το ωραίο λουλούδι.

Χάνεται μες την μέρα του μεγάλου ήλιου
Θεά που λες ξανάζησε
Φερμένη απ’ το παρελθόν
Ιέρεια μάνα!

Την κρατώ και βυθίζομαι στην ατέρμονη νύχτα
Την αγγίζω και χάνομαι

Μαγεμένος που αύριο θα φύγει η χάρη της και θα μείνω εγώ
Μ’ ένα τραγούδι πικραμένο!..

6 Μαΐου 2010

Ηθικό δεδομένο!

48.

Βρέχει μες τα ποιητικά τοπία μου
Αφήνει μαγικές δροσοσταγόνες
Επάνω στα κλαδιά, επάνω
Στην καρδιά μου.

Τώρα να ζεις σαν πολλαπλασιάζοντας εντός σου κάθε άνοιξη!

Εφάπτονται επάνω στην σκληρότητα
τα δυτικά προάστια.

Είσαι ένας φίλος άλλου οράματος….Οι μέρες πέφτουν
Μες τα χρόνια
Αθροιστικά-
Στοιβάζονται
Σαν περασμένο τίποτα..

Όλα είναι εγκλήματα σε άλλη γειτονιά..

Εγώ επιμένω στο ανεξαργύρωτο
Ηθικό δεδομένο!

χωράφια με λεύκες πανύψηλες

46.

Περπατούν παράλληλα κι ανεβαίνουν μαζί μας καθώς ταξιδεύουμε
χωράφια με λεύκες πανύψηλες
σαν λόγχες
γιγάντιων πολεμιστών.

Ένα μυστικό αεράκι τόσο δριμύ
από το χιόνι των γύρω βουνών
που λες και θα σημάνει σαν μία νεκρή
ώρα που η ζωή συστέλλεται
κι αρχίζει να ζαρώνει.

Τρώνε χιλιόμετρα οι τροχοί του αυτοκινήτου…

Αγαπώ το ξάφνιασμα
της ταχύτητας-

Μόλις να δεις και όλα έχουν φύγει…

Ούτε να προλαβαίνεις τα σκεφτείς- Η αποθέωση
του δευτερόλεπτου!
Ποιός νοιάζεται
για την παρατραβηγμένη ώρα, την μέρα που μάκρυνε
και τέλος- σε καλό μας- πουθενά δεν βγήκε;

Τώρα συντελείται το όνειρο των κοιμισμένων πουλιών!

Η νύχτα πέφτει κάθετα καθώς διαβάζεις
κι έξω έχει ψύχος και πόλεμο..

Κι ανθρώπους που αντιμάχονται ανθρώπους..

5 Μαΐου 2010

Το υποτιθέμενο φως των ειδήσεων είναι ένα σκοτάδι καθησυχαστικό

Το υποτιθέμενο φως των ειδήσεων είναι ένα σκοτάδι καθησυχαστικό
καλά επιμελημένο για να σου αρέσει.

η γαρνιτούρα του
είναι των δημοσιογράφων η μελάτη ρητορεία
αλλά με τσέπες άδειες ο καθείς
είναι αγρίμι που δεν το λογάριασαν σωστά.

και το φως ρέει από τον χρόνο γίνεται
επαναστατικό μήλο που θ' ανατρέψει
ψευτοπαράδεισο.

μην σου υπόσχονται
βιολιά που θα παίξουν αλλιώς
μουσική: ξέρεις τώρα:

είσαι άστεγος σκύλος που εκδιώχτηκε
απ' τ' όνειρο του

και θέλουν
να φαντάζει για σένα δικαίωμα
να επαιτείς και ένα τίποτα αθροιστικό να έχεις..
Πρόσεχε!
Πρόσεχε!

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ.

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ.

Γυρίζω εκεί πάλι και πάλι. οι παλιές μου αγωνίες ξαναορθώνονται.
ό,τι έκανα είναι αφαίρεση από την πράξη που έμελλε έτσι να γίνει.
τίποτα δεν είπα που ν' αξίζει ανταπόδοση.
τα κόκαλά μου τρίζουν, οι ραφές
του κρανίου τρίζουν- πώς τα κατάφερε ο παλιός θεός και γέννησε μιαν Αθηνά;
μια ακαδημαϊκή προσήλωση να μην βλάψω τον μηδέποτε τετραγωνισμένο ορθόδοξα κύκλο.
μια επιμονή να είμαι μόνος αστροφόρος μέσα στο νεφέλωμα.
πατάς με πατώ σε ανεβήκαμε όμως όλοι σ' αυτό το άμοιρο πλοίο
που είναι με όνειρα γεμάτο στα αμπάρια του.
λέω τις λέξεις που κοστίζουν περισσότερο:
λέξεις κεχριμπαρένιες.
ένα, δύο, τέσσερα, οχτώ-
με μαθηματική απόδειξη το άπειρο εντός μου.
κρούει τα έγχορδα και βασανίζει τα πνευστά.
τέλος όλων, ένα ποίημα πιο θνησιγενές κι απ' το σήμερα
που πέφτει κάπου πίσω απ' τα βουνά και γίνεται
ηλιοβασίλεμα
που διαολεμένα καγχάζει..

Ήθελα απλά να γείρω και να κοιμηθώ

44.

Ήθελα απλά να γείρω και να κοιμηθώ
ν αφήσω πίσω μου την κούραση της μέρας
να χαθώ σ έναν ύπνο μακάριο.

Η νύχτα έρχεται αξίζοντας σιωπή-
μου αρέσει που πουθενά δεν ανήκω

Σαν που ενός συμπαντικού λεξικού ο κάτοχος εσύ
να μην αρκείσαι να υπερασπίζεσαι το φως μονάχα
αλλά ένα διαμελισμένο σώμα που οι Βάκχες σκόρπισαν
παντού και γύρω..

Αξιώνω να μου αποδοθούν τιμές σιωπής

Επάνω σ’ ένα μνήμα πιο λιτό κι από ανάσκελο λιθάρι

Πέμπει φως το φεγγάρι
τις νύχτες και αν δεις
φύονται τα παιδιά της ανεμώνας!

Τι ωραία!

Να αξίζεις μόνο το ευχέλαιο του εκλιπόντος-

Να σου τελείωσε ως και το ασβέστιο των αποσυναρμολογημένων
οστών.

Να μην σε νοιάζει κάθε τι που είναι ή δεν είναι..

Μόνο ένας λόγος σου να μένει και να ηχεί
μέσα στην απουσία!

Μεταφράζω σιωπές που είναι κάποτε να διαβαστούνε

36.

Ανταλλακτήριο αξιών που είναι η όραση!

Ακούω τον ψίθυρο ενός γύρω μικρόκοσμου

Μεταφράζω σιωπές που είναι κάποτε να διαβαστούνε

Άθελα μου ρίζωσα μες την πατρίδα από κοκκινόχωμα

Των όμορφων φυτών βασίλειο…


Και πια καταλαβαίνω που μου λείπονται τα μύρια όσα

Αν πω να ζωγραφίσω έναν πλήρη ουρανό.

ΕΠΙΛΟΓΗ

ΕΠΙΛΟΓΗ

Αν μπορούσα να επιλέξω ρόλο ζωής θα επέλεγα άνεμος
Χωρίς καμιά ιστορία
Σώμα χωρίς ταφή,
Και μνήμη ούτε

Μόνο μια αίσθηση να απλωθεί μες το παρόν
Σαν ένα αφηνιασμένο δευτερόλεπτο!

Άνεμος που φουσκώνει τα πανιά των γλάρων!
Άνεμος σαν ψυχοπονιάρης γητευτής,
Άνεμος ξίφος, άνεμος φωνή
Άνεμος αφοβιά, άνεμος πόλεμος
Άνεμος δόξα

Που έρχεται απ’ το υπερώο των βουνών να κάνει
Ρίμες του οξυγόνου.

Πριν να είναι γραίγος ή σιρόκος

Φουντώνει ψυχικές φωτιές
Των δέντρων-

Πριν κελαηδήσει το πουλί και βρει το ταίρι του.

4 Μαΐου 2010

Ανεβαίνει μέσα μου η στάθμη των έσω νερών, ανεβαίνει

Ανεβαίνει μέσα μου η στάθμη των έσω νερών, ανεβαίνει
η κλεψύδρα που μετρά την χαρά σου νομίζει το έργο της μέγα
εγώ σ' αγαπώ πριν και μετά την κάθε διάρκεια
γεωμετρώ όπου απουσιάζει η θλίψη
γίνομαι ένας φλύαρος γλάρος που πετά στο γαλάζιο του πόθου του.

Όταν γράφεις το τελευταίο σου επιφώνημα μες το ηλιοβασίλεμα
οι λέξεις είναι προπύργιο της ομορφιάς που σε πλούτος κερδίζει
και χάνονται για να χαθούν οι τόσες θεωρίες μου.

Είμαι άσεμνος που θέλει με την λόγχη του στήθους να παίξει..

Και γεύομαι την δροσερή αρμύρα σου που νίκησε
το σκότος του βραδιού
και έσκισε απόψε τα σεντόνια να παραδοθείς σε μένα..

ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ..

ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ..

Σαν μια ορχήστρα χεριών που γράφουνε αέρινες φιγούρες
επιφωνήματος
με κραυγαλέα βιασύνη-
όπως σαν του μαέστρου δηλαδή.

Και μετά ετούτο το ξινάρι που χτυπάει την πέτρα και σπιθίζει
αρχής γενομένης από ψυχής μεριά.

(Μιλώ για έναν τυμβωρύχο που ανασκαλεύει
στα χαλάσματα του εαυτού του μέσα.)

Ποιός θα συλήσει το είναι του και δεν θα ματώσει;

Και ανασύρεις λέξεις που δεν πιάνονται ουσιαστικά
γιατί σου επιτίθενται συνέχεια
λες κι είσαι συ ο φταίχτης της ζωής.


Κανένας δεν λογάριασε πως μέσα στα ποιήματα
κι εμείς πονάμε…

ΜΟΝΟ ΞΕΡΩ ΨΥΧΗΣ ΜΕΛΤΕΜΙΑ..

ΜΟΝΟ ΞΕΡΩ ΨΥΧΗΣ ΜΕΛΤΕΜΙΑ..

Τίποτα για τον σαματά, τον παρδαλό χορό της πεταλούδας
που τερματίζει όλη την καλοκαιρινή παρέλαση μέσα στην ζέστα
ξέπνοων ανέμων-

Κι αν δεις
σημαίνουν τίποτα οι σκέψεις της.

Από μια εποχή χαλκού που έχει αφήσει τα σημάδια της πάνω στα βράχια
που τώρα τα χαϊδεύει ένας αέρας
κρουστός .

Πάνε οι περγαμηνές μου· ανίδεος είμαι
από φωνή πουλιών και χρόνο.

Μόνο ξέρω
ψυχής μελτέμια
και μια μουσική
που όλο ελαττώνεται
μέσα σε τούτες τις ημέρες.

Και μετά η καλοκαιρινή βροχή σαν μια αξία ξεχασμένη..

Πλένει τ’ αγκάθια, πλένει τα σπαθιά
που φύλαξε το χώμα στο δικό του υπόγειο μουσείο.

Κάπου ο Άδωνης θα ήταν εδώ…

Μπορεί χωρίς τον θρύλο του…

ΞΑΝΘΗ. ΑΒΔΗΡΑ. ΑΝΑΣΚΑΦΗ.

ΞΑΝΘΗ. ΑΒΔΗΡΑ. ΑΝΑΣΚΑΦΗ.

Θρυμματίζεται μια κάθετη αχτίδα
του ήλιου.
Γέρνουν τα φυτά
ν’ αρπάξουν από τα κομμάτια της.
Ομιλίες νερού και πάνω απ’ όλες τις αποκαλύψεις ξέρω
ότι καραδοκεί ένας θεός
θρυλικός
από γενιές παλιές ανθρώπων
δημιουργημένος-
να τους εμψυχώνει τάχα..

Και σ’ αυτό το κάστρο ρημαγμένο πια από της μοίρας τους αιώνες
φυτρώνουν θρασέματα τα ζιζάνια-
όπως ν’ αυθαδιάζουνε μες τον καιρό.

Η αθανασία το ξέρει: όλα την αμφισβητούν.
Στους λίγους τάφους που με φέρνει το αργό περπάτημά μου
μέσα απομένουν σκελετοί
ξεκούραστοι-
αδιαφορούν για όλα-
ξέρουνε πως τους κοιτώ.

Αυτοί στρέφουν τα μάτια τους αλλού και το κρανίο
γίνεται σπίτι μιας τσιγγάνας κατσαρίδας
που βγαίνει μία απ’ του στόματος την πόρτα, μία
απ’ τα παράθυρα εκείνα των ματιών.

Ο ήλιος όλο υψώνεται και ξέρει ότι και πάλι θα νικήσει.

3 Μαΐου 2010

Ευλογημένη μέρα που ήρθε πάνω απ’ τους θεόρατους ευκάλυπτους

19.

Ευλογημένη μέρα που ήρθε πάνω απ’ τους θεόρατους ευκάλυπτους
μες την καρδιά μας να σταλάξει γλύκα.

Τα πέπλα της με πεταλούδες της φωτιάς πετούν και χάνονται
μέσα στον ξανθωπό αέρα.

Ώρες που γράφει ο ήλιος κοκκινάδια σαν των μήλων
ή σαν τα χείλη ωραίων γυναικών
που επιθυμούν
οι άντρες.

Ώρες που η σιωπή σαν μια επώνυμη της ιστορίας ξιπάζεται
και δεν αντέχουμε την τόση φιλαυτία.

Βαδίζουμε μέσα στον θόρυβο του κόσμου.

Λαοί εντόμων που πετούν πάνω απ’ τα βαλτωμένα
νερά
που κρύβονται οι νερόκοτες.

Καλαμιές αφρόντιστες. Τρυπούν τον βουρκωμένο
πυθμένα του Οκτώβρη.

Φασαρία: Ανθρώπων και πουλιών.

Σαν μια κατάνυξη που καταλύεται
από την ανεξιθρησκία του ήλιου.

Ψαράδες σαν από την εποχή του Ναζωραίου

18.

Ζωντανό λιανό αεράκι
φτασμένο από αττικές ακτές
σαν άρωμα.

Πεύκα που ξεχειμώνιασαν κοντά στην θάλασσα.

Αρμύρα πρωινού και ήλιος
σε όλα τα κατώφλια.

Οκτώβριος..

Που σε πίστεψα, που με τυράννησες τόσο·
που ήτανε τα χάδια σου φωτιά·
που γύρευα το κάτι πέρα απ’ τον ορίζοντα..

Μακρινές γραμμές που τραβάνε οι γλάροι
που πλέουνε
μέσα στα ορθωμένα ιστία.

Με την σιγουριά του επιδέξιου λυράρη-
του γαλανού η αλήθεια.

Ψαράδες σαν από την εποχή του Ναζωραίου
περιμένοντας κάτι συγκλονιστικό
να σπάσει τούτη την ανία.

Εμείς που μέσα απ’ την μοναξιά των λέξεων αν θέλεις
ψαρεύουμε ψυχές
γνωρίζουμε το δράμα που από μόνο του ένα θαύμα περιέχει..

Το φως μοιρασμένο μέσα στην μέρα

7.

Το φως μοιρασμένο μέσα στην μέρα
είναι ο κοινός διαιρέτης του αισθήματος

Βαφτίζει με αξίες τα δέντρα, αποκαλύπτει
την υπεροχή της ωραιότητας

Και συσπειρώνεται άϋλο, άσπρο
μες το κοχύλι του απογέματος.

ΘΑ ΕΚΡΑΓΟΥΝ ΟΙ ΩΡΕΣ..

ΘΑ ΕΚΡΑΓΟΥΝ ΟΙ ΩΡΕΣ..


Φρόνημα υψηλό του απογέματος

κι όταν αιχμαλωτίστηκαν οι ευωδιές
αποκαλύφτηκαν και πια δεν είναι μυστικά τα μυστικά τους.

Θα εκραγούν οι ώρες!

Κι από τα χείλη σαν του τραγουδιού οι ανάσες
αφήνουν άχνα του έρωτα που λαμπιρίζει
αργά το σούρουπο!

Όχι σκέψεις… Οι ερωτευμένοι απουσιάζουν απ’ το σοβαρό·
κι όμως συνέχεια λάμπουν..

Πλανιόνται ανάερες φοβέρες του φθινόπωρου·

όλα ακινητούν
κι απ’ το μαχαίρι σφάζονται του ηλιοβασιλέματος!

Δες!
Απίθανα είναι!

ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΕΦΗΒΙΚΑ.

ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΕΦΗΒΙΚΑ.

Όσα κι αν γράφω τελικά
χωρίς ήχο φωνής αθροίζονται οι μέρες μου:
στρατιώτες βουβοί:
μια φάλαγγα που πάει προς το μέτωπο.

Μαίνεται ο πόλεμος.. Κανένας ποιητής
δεν θα καθόριζε μια νίκη.

Κι αυτό που κατορθώνω αν το σκεφτείς
θούριος είναι αλλά με σημάδια κόπωσης.

Δεν εμψυχώνει γιατί κάπου έχω
την αστοχία να ρεμβάζω
μες τα τοπία του μυαλού που ενώ δημιουργώ
ποτέ δεν μου ανήκουν.

Τώρα
ξέρω αλλιώς ν’ αποτυπώνομαι στα βότσαλα-

Με μουσική ονείρου!
Οδοιπορώ μέσα στις πολιτείες των ανθρώπων.

Πώς εξηγείται όμως να γερνάς με πλήθος αυταπάτες κι όταν
ο βίος σου βουλιάζει
να ονειρεύεσαι και πάλι εφηβικά;

2 Μαΐου 2010

ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΕΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ..

ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΕΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ..


Αν όλα τα ξεγράψουμε βγαίνει
συμπέρασμα λευκό.

Δεν είναι η ποίηση ασπίδα για να καλυφθείς με λέξεις.

Αν δεν το χειριστείς σωστά
τα λόγια έχουν μια κρύπτη για αγρίμια.
Πρόσεχε!
Πονάει αλήθεια ο πηλός.

Τα πόδια σου είναι έξω απ’ τον πλανήτη.

Ακούς αλλιώς. Και κάπου
σου επιτρέπεται να έχεις
άνεμο κατοικίδιο δικό σου.

Τώρα που σκέφτομαι ανθισμένες χώρες, με στρατούς
μελισσών και ούτ’ ένα δάκρυ-

καθαρότερα μες τον νου μου χαράσσονται πάλι
οι παλιγγενεσίες του φωτός.

ΠΑΝΤΟΥ ΕΝΑ ΜΝΗΜΕΙΟ Ο ΧΡΟΝΟΣ.

ΠΑΝΤΟΥ ΕΝΑ ΜΝΗΜΕΙΟ Ο ΧΡΟΝΟΣ.

Άγρυπνος και διαλέγω ουρανούς-
αιθρίες με ανέμους
απαλούς να κατοικήσω.

Στο στήθος μου σαν κλειδωμένο μυστικό το όνομά σου
την νοσταλγία ανεβάζει αόρατη που φλέγεται-
όπως κι η νύχτα.

Σαν από ώχρα γύρω μου χρωματισμένα σπίτια·
κι η θάλασσα που ξεδιπλώνει
λιθάρια θρυλικά
στο ακρογιάλι
απ’ τον παλιό καιρό.

Νόημα παίρνουν όλα! Ξέρω
τον κρυφό παλμό τους.
Πίσω από κείνο που κοιτάζω σαν μια άθληση
κρυφή και προσεγγίζω
μνημεία θεάς που χάθηκε και τώρα ένας
ναός ερειπωμένος μες τις παπαρούνες σαν ένας κλωβός του αέρα
που πλέκει αντένες πάνω του η άνοιξη..

Παντού ένα μνημείο ο χρόνος…

Όλα θυμίζουνε ιέρειες που απορροφήθηκαν απ’ τα φεγγάρια
κι η γη κατάπιε τους χιτώνες τους.

Στο χάσιμο του φεγγαριού αν δεις καμιά φορά
κάτι ανεμίζει αρπαγμένο από κλαδί,
λευκό κι ωραίο.

Και η αγνότητα να σφύζει στο τοπίο.



Μόνο την φαντασία αφήστε μου, μόνο την φαντασία…
Αυτό το γρηγορότερο ταξίδι του μυαλού.

Είναι γιατί έχω θελήσει μια πατρίδα στοχασμού όπου χωράνε λίγοι.

Είναι γιατί έχω θελήσει μια πατρίδα στοχασμού όπου χωράνε λίγοι.
Απιστούν στο αθώο οι άνθρωποι.
Έχω εξαργυρώσει όλα τα όνειρά μου.
Δεν μου μένει
παρά ο καημός ν' αρέσω σ' ένα ρόδο πρωινό
που μες την μέρα φορτωμένο έμπνευση μιας νύχτας έρχεται.

Δεν υπάρχω αν δεν υπήρξε το ποίημα- δεν μπορώ..
Με κατέφαγαν τόσο οι λέξεις..
Οι δύο κόσμοι που ζούμε: ο ένας
ορατός, σφύζει από περίσσεια ύλης- ο άλλος
αόρατος από ψυχή και νοήματα φλέγεται.

Ακολουθώ το πεπρωμένο μου:
Όπως της πατρίδας μου τα γραμμένα, μέσα εκεί στους αιώνες.
Ήρθε και έφυγε η σκλαβιά- αλλά η σκλαβιά είναι πάντοτε μέσα μας.
Όποιος από ελευθερία καταλάβει σήμερα
αύριο θα βελάζει αμνός-
μέχρι να γίνει η βορά των λύκων.
Πρόσεχε!
Πρόσεχε!

Ο ΚΟΤΣΥΦΑΣ.

30.

Ο ΚΟΤΣΥΦΑΣ.


Ο μικρός επαίτης του φωτός με τα ιερά μαύρα άμφιά του

Τραγουδά μες την ακόμη νύχτα των πόλεων·

Άκουσα τον ύμνο του την αυγή,

Ένας λάτρης του σύμπαντος κόσμου..


Μέσα στην δειλή πρώτη ηλιαχτίδα
Ιερουργεί. Το σουρωμένο φως
Του μόλις ξυπνημένου ήλιου
Είναι το αντικείμενο της άφραστης λαχτάρας του-

Ένα πλάσμα που υμνεί από βαθειά τον θεό!

2.5.2008

Απαγγέλω πάνω στο κορμί σου μ’ ένα ρόδο:

29.

Απαγγέλω πάνω στο κορμί σου μ’ ένα ρόδο:

Πορφυρό σκήπτρο της παλλόμενης ευωδιάς.


Από τα χείλια στο στήθος- παρακάτω

Στην κοιλιά- παρακάτω

Στο «ρόδο των ρόδων», στους μηρούς,


Στις πατούσες που με τα ακροδάχτυλά τους

Σημαδεύουν προς τ’ άστρα πορείες!


Έτσι τσουγκρίζουμε τα κρασοπότηρα κι ο πόθος καίει!

1.5.2008

Υπακούω σ’ εμένα!

28.

Υπακούω σ’ εμένα!
Μουδιάζει το σώμα μου από φαρμάκι της νυχτερινής αντωνυμίας!

Εγώ. Εσύ. Αυτός.

Όλοι μας με το αίμα του θύτη.
Όλοι μας καμωνόμαστε τους αθώους.
Η αλήθεια ανάμεσα:
Υπακούουμε μόνο σ’ εμάς!

1.5.2008

Νεφέλη ή Αθηνά

27.

Με την απλή κι ωραία νυχτικιά σου

Κορίτσι του χρυσού διαδήματος·

Στα μάτια φλόγα ο έρωτας

Καταρρακώνει τις αμφιβολίες.



Χωράς μέσα στο ποίημα κάθε μέρας!

Νεφέλη ή Αθηνά

Ή Χρυσηίδα ή Βρισηίδα·

Ο Αχιλλέας που θα σε διεκδικήσει έρχεται.



Μια χαραμάδα στην σκέψη σου. Φτερουγίζει

Ένα χαμόγελο περιστερένιο.

Είμαι Ο νάνος των γιγαντιαίων Αποκαλύψεων.

26.

Συγκλονισμένος από τούτο το ηλεκτρικό ρεύμα της άνοιξης..

Οι πατούσες του αέρα σκαρφαλώνουν γυμνές προς ένα απύθμενο

Διάστημα.


Τόσο φως αποκάλυψης!


Είμαι

Ο νάνος των γιγαντιαίων

Αποκαλύψεων.

Έχω δει καταπρόσωπο

Τον θεό της κάθε μαργαρίτας!

1.5.2008

Ορκίζομαι στο στήθος σου πως θα φιλάω πάντα το αθώο μου!

25.

Ορκίζομαι στο στήθος σου πως θα φιλάω πάντα το αθώο μου!

Δεν αξιώνω τίποτα παρά και μόνο να υπάρχω μ’ έναν τρόπο απλό,

Όπως που γίνεται η ζωή μας δυσκολότερη..


Εγώ ορκίζομαι σ’ εσένα!


Δεν είναι ερωτικό μαράζι αυτό, είναι το ύψος

Που κατακτά με τα δικά της μάτια μια ψυχή

Που σ’ άλλη μια ψυχή καλύτερη λατρευτικά θα βλέπει..

1.5.2008

Πως γυρίζει ο χρόνος

24.


Πως γυρίζει ο χρόνος κι η μοίρα: εκεί
Που ήσουν αντιεξουσιαστής σήμερα
Απολαμβάνεις τα χρυσά σου τα άμφια..

Ο λιθοβολημένος είναι τώρα αξιωματικός
Των άδικων διαταγών που σπέρνουν πόνο..

Εσύ δεν υπάρχεις πια.. Μ’ έναν τρόπο
Το αναιρεμένο σου σώμα όμως προς την θεού
Μεριά ποτέ δεν σήπεται-

Λάμπει,
Διδάσκοντας, λάμπει…. Αφήνει
Αιώνια ευωδιά!

Τα λοφία των πεύκων ξιπασμένα χλιμιντρίζουνε
Αλόγατα δυνατά για ιππασίες του ανέμου
Βουρλίζουν το φως να τα διαπερνά τρυπώντας
Το άγιο του κορμί.

Εσύ είσαι θείο μελτέμι που οι κακοί το εκμεταλλεύτηκαν.
Και απ’ αυτό το σκήνωμα βγήκε μία θρησκεία
Από άθροιση ανθρώπου φανερά παρακμασμένη…

1.5.2008

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου