Πού το βρήκα το θάρρος, καμιά νύχτα δεν με σκέπασε
Κανένας ύπνος δεν με πήρε, περπάτησα
Και περπάτησα και περπάτησα
Μετεωρίστηκα σε άγνωστους δρόμους- α Κρήτη γλυκιά
Το πετιμέζι σου
έσταξε μέσα στην καρδιά μου
Στύλωσα το αυτί, γνώριμοι μου ήταν οι ήχοι, όχι όπως
Στις ξενιτιές και ο ήλιος δαγκώνει,- τηρήθηκαν
Και δεν τηρήθηκαν οι αποστάσεις- στέρησα
Τον εαυτό μου από πολλά, μα όχι
Από αυτό το μέλι της πατρίδας που το αναζητώ
Παντού και με ευφραίνει- θέλησα
Να είμαι μέσα της αληθινός,
Έγραψα την ψυχή μου, άκουσα την ψυχή μου
Η θάλασσα με συνέφερε με τα δυνατά χάχανά της..
Αδούλωτος αυτός ο τόπος, με κάνει
να σκέφτομαι
Που είσαι αέρινος τώρα, Γίγαντας
Των Γιγάντων, Όσιος
Κι ας μην το θέλουνε οι μοχθηροί
Μικρόψυχοι θρησκευάμενοι- αλλά τι ξέρουν αυτοί
Από ελευθερία που έχεις; Από τα κόκαλά σου ακούω το μύρο
Που ξεπερνάει τα χώματα και δεν αφήνει
Το Πνεύμα σου να κοιμηθεί-
Το ξέρω το Πνεύμα σου, περπατά μαζί μου
Καταργεί τα σύνορα, λάμπει
Με το που έρχεται η αυγή, γράφει
Τις μαντινάδες της Απόφασης, χορεύει
Τον πεντοζάλη της φιλοσοφίας, α Ακοίμητε
Αναπαύσου στην ντάπια σου αλλά
Πουθενά δεν αναπαύεσαι, συχωρνάς
Μόνο αυτούς που προσπαθούνε περισσότερο
Και περισσότερο- Ιερωμένε
της Απλότητας που, από μόνη της,
Είναι θρησκεία- μεγιστάνα
των Ιδεών, δες
Η Κρήτη σε κρατάει στα σπλάχνα της και, έτσι,
Εσύ, ο Εργάτης ο Α-φρόνιμος
Επιχειρείς μια «έφοδο στον ουρανό»…
Ηράκλειο Κρήτη 28.11.2014