Ήλιος χωρίς κανένα οίκτο μεγάφωνο του φωτός
Απλώνει την επικράτειά του στον ορίζοντα αφήνοντας
Το πάθος του εκδηλωμένο πάνω στην ύλη στον ναό της αστραπής
αναβράζοντας
Σε ρηχές λίμνες σαν πόθος φουντωμένος
Νεάνιδος που θέλει να αγαπηθεί.
Ηχηρό είναι το καθετί παραμονή
Πρωτοχρονιάς λες και ο Χρόνος εισβάλει
Από κει που εμείς του ορίζουμε κανονιοβολώντας
Τις έρημες βραχονησίδες των ηλικιών μας.
Έχω φορέσει
ένα στέμμα γαλαξιακό ερημίτης
Όμως πέραν του καθενός συμβάντος.
Ηδύπνοα κοχύλια στέλνουν της θαλάσσης την μοίρα κοντά μου
Να ερμηνεύσω θάνατο και ν’ απαξιωθώ.
Αμμουδερό ακρογιάλι
πεύκα και εορταστικές μυρσίνες
Στον κάμπο ύστερα κι ως να ανταμωθούν με ιερές ελιές.
Πού περπατώ και πού πηγαίνω ω απέραντη εκκλησία
Η μέσα μου;
Διαβάζω τις φλύαρες αμυγδαλιές που χωρίς κανένα οίκτο
σαλτάρουν κατά το πέλαγος
Ηλιόλουστες και με βαθιά οδύνη.
Κούρδισα και κουρδίστηκα-αυτή η παράξενη λύρα
Αναπνέει εντός μου, ευφράδεια
γεννώντας των διαμετρημάτων.
Μια αίγα
ξοπίσω μου μαινάδα ίσως της γραφής ταλανίζει
Το σώμα της επάνω στον ανήφορο
Της υποψίας.
Βρίσκω το προπατορικό μου αίμα περιλάλητος ο εγώ ο οι όλοι
Και τραβώ κατά το καλυβάκι της μετάνοιας- κι ωστόσο
Όχι αμαρτωλός όχι αθώος- ένοχος
Για όλες τις ατασθαλίες του κόσμου, εκδηλώνοντας Ύλη
Επάνω στις Ιδέες μου, κι Ιδέα
Πάνω στην Ύλη την καρυκευμένη
Τραχιά λεπτή και αιματοβαμμένη
Ζαριά είναι η Τύχη
μακρινή κι αν πειθήνια…
31.12.2020