Σε τι ναυάγια σερνόμαστε αλλά μην
Και σε βρει αφύλαχτο η τύχη
θα ορμήσει επάνω σου..
Ζήτησα το νερό, η κάψα
Με έφαγε· κι ακολούθησα
Μικρά επαρχιακά μυστικά, λατρεύοντας
Τον μύθο που γεννά η φύση, την λατρεία
Που γεννιέται από μια σιγανή φωνή
Που εκβάλουν των χόρτων οι ζωές ως επάνω
Στην σελίδα του πρέποντος βίου. Πού είναι
Η στίξη των χρωμάτων, η τέλεια συνδιαλλαγή
Του ειπωμένου με το ιδεατό, η σύζευξη,
Κρατάς με κρατώ σε, να διαβούμε
Μια ανεξερεύνητη δημητριακή θάλασσα;
Και στου χωριού την περιπέτεια, ένας εικονικός
Ημίθεος μπόμπιρας να ζει ανάμεσα
στα υπαρκτά δαιμόνια
Σφραγίζοντας το στόμα του καλοκαιριού με άψητο
Ώριμο καλαμπόκι.
Είδα και είπα. Προπάντων όμως, ένιωσα.
Όποιος με δει απ' την πλευρά την μία ας
Με ψάξει και στην άλλη όψη του νομίσματος
Που, μ' έκπληξη,
κι εμέ τον ίδιον περιμένει..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου