Με αφήσανε τα παράθυρα να τα κοιτάζω:
Λυπημένα, όπως ήταν,
κλείνοντας
τα μυστικά του παρατημένου σπιτιού,
μου έκλεισαν το μάτι,
μου κρυφομίλησαν,
μένοντας
μες τον βοριά
ή μες τον αδυσώπητο ήλιο,
γρατζουνισμένα από τον καιρό και
τον φόρο του χρόνου.
Και μ' ένα λουλουδάκι στο περβάζι τους, στόλισμα
στην γυμνότητα που ακoλουθήσανε,
μαρμαρωμένα
σαν σε παραμύθι,
ακίνητα,
βγαλμένα από μύθο
κι από παρακμή.
Σαλεύει τον μίσχο ο αέρας, μια πνοή,
δυο πνοές, μια ζωή,
ένας θάνατος- όλα πολλαπλασιασμένα.
Και μια υποψία αιωνιότητας να τα εγκλωβίζει
μες σε μία διαφάνεια που κομπάζει
στέλνοντας
το μήνυμα ετούτης της φωτογραφίας που
δεν χώρεσε στο άλμπουμ των ωραίων αναμνήσεων..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου