Φεύγω από τα λόγια αλλά έρχομαι στην μουσική-
μητέρα αγαπημένη των θαυμάτων· και ακούω
ορχήστρες τζιτζικιών που ανιχνεύουν τύψη φευγαλέα
μες τον παράδεισο
του άσωστου καλοκαιριού.
Παράλληλα με το βουνό ανεβαίνει ο δρόμος
ο αρχαίος με φραγκοσυκιές και τα ανάρια
λευκά σπιτάκια καρφωμένα πλάι του.
Η κάθε σκέψη μου είναι μελαγχολία.
Ιδρώνω, ξεϊδρώνω, στέκομαι, αντιστέκομαι..
Το τοπίο υποβάλλει γενναία οδύνη. Μόνος
που μένει κάποιος πάντα τελικά!
Μ’ ένα μολύβι, ένα χαρτί και μια ψυχή τραυματισμένη.
Πιο κάτω η θάλασσα είναι η χαρά που ποτέ μου δεν είχα.
Ίσως υπήρξα λάθος τοποθετημένος μέσα σε ακάνθινες
συγκυρίες πραγμάτων· ίσως
να δαιμονίστηκα νομίζοντας ότι αξίζω έναν εύθυμο ουρανό.
Αλλά όταν νυχτώνει και τα χρώματα γίνονται ζοφερές γεωμετρίες
αγγίζει την ψυχή μου ο ανηφορικός
δρόμος καθώς αποφασίζει
με τ' άστρα τ' ουρανού να μιλά..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου