...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Μαΐου 2014

Μια εκπορθητική ιδέα υπηρετώ…




Το έχουν οι τύχες μου να εξαφανιστώ
μες τα πολλά και να μείνω
με  ύλη σκουριασμένη
να θορυβεί 
και να μην είναι προσπελάσιμη – ίσως
μόνο να ακυρώνονται οι μαθησιακές μου προσπάθειες
στις σελίδες να είναι η ανάγνωση βουβή, να αγαπώ
τα λουλούδια όπως και στων σπιτιών τις αυλές φτιάχνουν
το κοίλο τραγούδι τους
στα όμορφα μπαλκόνια ανεστραμμένο.

Κατάληξη ποιήματος – ευφράδεια συνόλου. Εξαρχής
λίγο το πολύ και προπαντός
να είναι τυμβωρύχοι οι αντιφάσεις
να αποπνέουν σκλαβιά οι κουβέντες, να μην αγαπώ
το υποδουλωμένο αγαθό, να θέλω
μια συνείδηση καθαρή και να μυρίζει μια νίκη
ευθύτητας, μια εκπορθητική ιδέα που υπηρετώ και εθελούσια
παντί τρόπω ομονοώ κι υποτάσσομαι…



Η μέρα ακόμη εκκρεμεί



Στο σπίτι, μετά από τα ψώνια,
Ανοιχτά τα παράθυρα – οι κουρτίνες
ανεμίζουνε
Και κραυγάζουν
Ο ήλιος είναι ένα σημάδι επικό, το ραδιόφωνο
παίζει
Η μέρα ακόμη εκκρεμεί,
Οξείες αντιμάχονται τις τελείες που είχα
Σκουρόχρωμες περισπωμένες αναστατώνουν
την λυρική μου γραμματική
Χτυπώ τα πλήκτρα – ο ουρανός νεφελώδης
Κουράστηκε η σύνεση να είναι συνετή
Ο μήνας εγκαταλείπει τα εγκόσμια
Πίεση σε όλα – χαπάκια για να μην ζαχαρώσει το αίμα, τρυφηλές
Ζωές αυτών που μας διαβάζουν κι ας ζούμε
σε δυσκολίες πάντοτε εμείς
Με την αλήθεια μου καμακώνω ένα λόγο που καταλήγει
φοβέρα
Στα δικά μου τα ίδια αυτιά..






Εικόνας πρωίας…




Πίσω από τα άντυτα δέντρα, είναι οι καλαμιές που βουρλίζουν τον αέρα και σφυρίζουν σαν φλογέρες ακατέργαστες· και μετά
όλο το βράδυ,
η εξάχνωση της λίμνης που περπατά κάτι οργιές προς τ’ αριστερά, εκεί όπου,
οι αψηλοί ευκάλυπτοι με τα μεγάλα κλαδιά τους
ξαπολούν το πρωί ένα λεφούσι αγριοπαπαγάλους να λεηλατήσουν την μεγάλη μουριά
που στέκεται ανυπεράσπιστη και ελεητική καθώς Σαββάτο ξημερώνει.

Τερπνό φως   
και πικροδάφνες σαν αγίες που πολύ βασανίστηκαν  
για ν’ αλλαξοπιστήσουν.

Μεθοδικό νερό, που τρέχει κατά την κάτω λιμνούλα,
αόριστα,
όπως να θέλει να υπερβεί αυτήν την δεδομένη παράσταση
μπροστά απ’ τ’ αμπέλια και τα κυπαρίσσια.

Τα λεφτά μου μπιτ δεν αξίζουνε,
μόνο που κλέβω με το βλέμμα μου ετούτες τις εικόνες που μου γαληνεύουν την ψυχή και επιστρώνουν
ένα σμάλτο ρόδινου φωτός επάνω στα νοτισμένα από την δρόσο φυλλώματα..


Αγωνιώ για στίχους υποταγμένους στην άπεφθη Τύχη της Σαφήνειας..



Για την πόλη που δεν κοιμάται, η θάλασσα
ήπιε τα κέφια και τα χατίρια σου
ώσπου,
εσύ, έγινες
μια χαριτωμένη περίπτωση
ατίθασου παιδιού που το σημάδεψε
μια θλίψη-
Σχεδόν στις δέκα,
   εμπρός στην παραλία,
      να σταματάς και να ανοίγεις τα πελώρια μάτια σου
         να χωρέσουν την φασαρία και το μυστήριο της νύχτας.

             Σε κανένα δωμάτιο, σε κανένα φωτισμένο μαγαζί
                (σβήνεται αύριο ο Μάιος), τα αυτοκίνητα
                    τρέχουν δαιμονισμένα, η φαντασία μου
                        σε αγγίζει
                           πίσω από κάθε τοίχο,
                         μια κρυφή συνουσία
                     πάθους με τεντωμένη σαν τόξο φωτιά.

Οι φοβίες της μέρας υποχώρησαν, τα σκεύη του ουρανού
πληρώθηκαν με λησμονιάς νερό, η σημαία
των αισθημάτων σου κυματίζει
μες τον άσβηστο αέρα του ποιήματος-
Αυτά που σε γαλούχησαν ακόμη αντηχούν
στ’ αυτιά μου
σειρήνες οι ώρες σκευωρούν για μια επιτέλους ανάμνηση
το χρονικό επίρρημα που θέλει να σκλαβώσει το φεγγάρι
σφαδάζει λαβωμένο κάτω από την αναγκαιότητα μιας καθαρής σου απόφασης..
Αγωνιώ για στίχους υποταγμένους στην άπεφθη Τύχη της Σαφήνειας..



30 Μαΐου 2014

ΛΕΣΒΙΑΚΟ..


        Ά

Το χέρι βάζοντας αντήλιο
Στην κορυφή που στάθηκα του λόφου και αγνάντεψα..

Μακριά η θάλασσα η στραφταλίζοντας
Με ανάρια πάνω της τα καΐκακια
Σε σχήμα ενός πουλιού που απέκαμε να φτερουγίζει και
Αργοπλέει τώρα, ξεκουράζεται πα' στα νερά..

Στην πύρη του μεσημεριού, στο ντάλα μεσημέρι
Είναι καλός και απαλός ο αέρας του καλοκαιριού
Και πλατιά η αγάπη των πλατάνων..

Τα σπίτια αργά τα πίνει ένα χρυσό λιόγερμα
Κι ακούγονται σαν άγγελοι που ψαλμωδούν οι γλάροι..

Μες τις αυλές γεράνια και βασιλικοί ανατινάζονται
Γιορτή ανάσας και ριπές ανέμου καυχησιάρη..

Μόνο στο κάστρο λίγο πιο ψηλά απ' την θάλασσα
Η Παναγιά μαγεύει χαμομήλια και
Θυμωμένες παπαρούνες-

Και μες την όραση γλιστρούνε όλα να ζωγραφιστούν
Στον αινιγματικό καμβά του Απρίλη..


΄Β

Αφανέρωτο χέρι που ρυθμίζει ένα γύρω τα πάντα
Φανερωμένη ποίηση
Οι ελαιώνες και η θάλασσα
Τις νύχτες ασημώνοντας λευκοχρισμένα τα σπιτάκια από το φεγγάρι
Με τον βασιλικό και το γεράνι στην αυλή
Πότε πότε
Στην στέγη
Με τα μάτια λάμποντας μια κουκουβάγια..

Και
Το θαύμα όπως το πίστεψα ήτανε:
Μεγάλοι πρασινίτες αμπελώνες
Και πέρα η θάλασσα
Γαλάζια: η Λέσβος!

Τριγύρα και ολού οι τόποι με τα αγιοκλήματα
Την φτέρη
Τα σπαθάτα φύλλα
Την κρεβατή βαθύσκιωτη
Το γιασεμί με τ' άσπρα λουλουδάκια.
Οι εκκλησιές καταντικρύ του πέλαου
Στις εκκλησιές οι Παναγιές που σε κοιτάζουν λυπημένες
Κι οι άγιοι που η θέληση στα μάτια τους παρέλυσε τα άνομα!

Τα δειλινά ξυπνούν τις αύρες οι απόγειες
Τις άλλες φορτωμένες δρόσο κι αναγάλλια
Κι εκείνες τις παράξενες τις νανουρίστρες
Τις φιλώντας και παίζοντας συντροφιαστές του πόθου..

Στην κρήνη με τα δροσερά νερά όπου
Είναι καλός και απαλός ο αγέρας του καλοκαιριού και πλατιά η αγάπη των πλατάνων
Τι ωραία ρέμβη!
Αντίκρυ
Μες τα λιόχαρα βουνά όπου γυρνά να σαρκωθεί ολόρθος
Μια σάρκα πύρινη
Μύστης του ήλιου και της γης του ο αθλητής
Ο εργάτης
Σηκώνοντας τα μάτια κάθε τόσο προς τον ουρανό του
'υχαριστώντας!


Γ΄

Και κοπάζοντας η τρικυμία
Η θάλασσα η πάλι ήρεμη μες τους αιθέρες
Κι ήταν το δειλινό!

Ο ήλιος ο σκυμμένος στο λοφοσυνάντημα
Κι ανάρια σύννεφα στην δύση του
Ντυμένα ένα νάζι ροδαλό..

Μιλούσε το νησί μου:     κήπους όμορφους
Και ευκολοκατάληπτους ως πέρα αμπελώνες

Την ώρα που έλεγε αινίγματα η ψυχή με τον θεό
Θυμοσοφώντας μιαν αγάπη μες τα μάτια του…


1978/1983
Ηράκλειο, Αυλίδα, Ζούμπερι..

Γυναίκα.







Νύχτα μεγάλη αστροφεγγιά κι αιθρία συλλαβίζοντας
Στ’ αλφαβητάρι ενός άστρου την γαλήνη.

Τοπία που μέσα τους σε ήπιανε
Τοπία που με κομμάτιασαν κι εσύ ήσουν μακριά
Ανάγνωθες την ζωή μακριά από την ζωή μου.

Γυναίκα, δεν υπήρξες ή υπήρξες
Καλουπωμένη μέσα σ’ ένα όνομα όταν ανέβαινα
Βιαστικός τα σκαλοπάτια της ηλικίας σου
Να σε φιλήσω στα χείλη;

Σε βρήκα θεόρατη να πάλλεσαι από φωτιά
Δίπλα μου
Μέσα μου
Γρατζουνώντας με απομέσα
Να ξεφλουδίσω να βγεις…
Πού να πας;
Η θλίψη καραδοκεί παντού..

Εσύ λαξευμένη στην πέτρα στο στεγνό τούτο τοπίο
Την άνυδρη έκταση
Από βουνό και αμπέλια

Με τα βέλη των ματιών σου αναδύεσαι από την πέτρα
Κοιτάζεις ολόγυρα και φτιάχνεις
Ένα φωνήεντο χαράς!
Ζουζουνάκι τρελό που παίζοντας μ’ άγγιξε!

Όχι η αυγή που γαντζώνεται με μανία στις βουνοκορφές
Που σου χτενίζει τα μαλλιά διαμαντικά- όχι
Η ώρα του μεσημεριού
Που λιγώνονται μυριάδες τζιτζίκια
Σε τετέρισμα μονότονο- όχι

Στο ύψος ενός λουλουδιού που τσάκισε
Η ζωή σου στέκει
Εκεί
Γίνεται καθρέφτης
Μέσα του αναγνωρίζω
Το άδικο και τον αδικημένο..

Ξέρω να πω την εύρωστη καρδιά
που θα μιλήσει κάποτε αρθρώνοντας
το φοβερό μυστικό
της αλήθειας!


1983

Δεν είναι αυτό που λέω, αυτό που αποκρύπτω είναι σπουδαιότερο-


5.

Δεν είναι αυτό που λέω, αυτό που αποκρύπτω είναι σπουδαιότερο-
                  σαν κεντρί υπεράσπισης της βασίλισσας ιδέας.

   Ακούγομαι επάνω απ’ τις επάλξεις των τελευταίων
                                 υπερασπιστών
            μιας πόλης που ‘γραψε σελίδες δόξας..
                 (Καταλαβαίνει άραγε ο καθένας;)

Πάντως στο μάκρος των αιώνων είναι πίκρα η φρόνηση
              και το να την κατέχεις πιο δυσβάσταχτο
                      κι από τις εξελίξεις να ορίζεις..

Κι εκεί που χάνεται η περηφάνια ενός λαού και τώρα είναι
          οι άρχοντές του σαλτιμπάγκοι του φαιδρού
                               πίκρα, πίκρα μένει

σ’ αυτούς που ελληνικά στοχάζονται τα καλοκαίρια και πονούν
                                  μες την καρδιά
                           και μέσα στους αιώνες!

ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΟΞΑΣΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑ.





Ως επάνω που θα κυριαρχήσει η μέρα με τα πολυσύλλαβα
μυστικά της-
                            -καληώρα σαν τώρα-
       που εμείς δεν είμαστε εδώ γιατί με άλλη
                       μυαλού ταχύτητα ταξιδεύουμε..
Φανταζόμαστε πως ζούμε μέσα σε απίστευτα παραμύθια
                            που όλα είναι  δυνατά..

Κερασιές που μες την όραση, τοπία ωραία νοστιμίζουνε-
και με όνειρα πλέοντας προς έναν γήινο ομοιοτέλευτο ωκεανό-
μέσα του είναι των ποιητών το δάκρυ πιο καυτό και των ζωγράφων
                ο χρωστήρας ασημώνει για να μάθει
                     από την μοίρα τα μελλούμενα-
                                θαύματα όλα!

Στα μοναστήρια των ελληνικών ακροπόλεων ένας
           ρομαντικός οδοιπόρος ψάλλει,
                σεμνός από βούληση.
                     Ιερά αναγνώθει
                         ασπόνδυλων μαρμάρων,
    βρίσκοντας τις συγγένειες των μυστηρίων με τις ώρες
                που από τις νέες ανθοφορίες πάλλονται-
                             σύνορα  ορατού- αοράτου!

Άγιος ξημερώνει ο χρόνος         
και θεός ο ήλιος
και των αγίων άγιο το μεσημέρι φέρνοντας
από την μνήμη του πελάου τον βαθύ καημό·
λάμπει η Ελλάδα!

Με τις φορεσιές της του μύθου και της σημαντικής ιστορίας..

Βλέπω που είναι αυτό το μέγαρο των φιλοσόφων
του αέρα, της φωτιάς..

Πάλι αναβιώνει μέσα μου αυτή η χώρα της μεγάλης δοξασίας!

                                                                                                                                            

Όπως μέσα σε σπήλαιο εκατομμυρίων ετών


9.

Όπως μέσα σε σπήλαιο εκατομμυρίων ετών  η ηχώ
είναι ο νόμος κι ένας σταλακτίτης
αιωρούμενης φυσικής σημαδεύει
τον σταλαγμίτη αντίπαλο·  
     
κι ενώ
αυτές οι γεωλογικές δημιουργίες δίνουνε
μια απομυθοποίηση του πόσο
σπουδαίοι είμαστε.           Όμως

μέσα σ’ αυτήν την περίτεχνα ανάγλυφη μορφή τους
ένα μηδενικό σημάδι μες τον χρόνο
βαρύ και άδειο, σαν η αντήχηση
της φωνής σου που χάνεται και δύει…

Όπως κοιτάς ένα φίδι στα μάτια και σε μαγνητίζει
αυτός ο μικρός σατανάς,
άλλοτε θεός και άλλοτε
αήττητος σύντροφος του φόβου σου
να τον κοιτάξεις μονάχα…

Είσαι
πάλι των θεών παιχνίδι·               
με όλες τις εκδοχές
πάνω σου σκηνοθετεί η μοίρα,
κι εσύ απελπισμένος  καταπιάνεσαι
να μοιράζεις φροντίδα των καλόκαρδων
στα μάτια των μικρών παιδιών.

Ξέρω τις πολιτείες σου έρωτα,
ξέρω το πάθος που λαβώνει.
Μες την ζωή φαίνεται άκληρος ο πονεμένος ποιητής..     Έχει
στις τάξεις της περιουσίας του ένα λίγο
από λιγότερο που του δωρίστηκε σημάδι
ότι αυτός ο μόνος είναι που καταλαβαίνει από αθώου κλήρο
και τόνε σκέπει μυστικά ο θεός!
                                                                                29.8.2007

Της πρωίας…




Φεγγίζει, οι σκιές μαραίνονται σαν αφυδατωμένα φρούτα
που τα τσαλαπατά ο καιρός. Το παλιό εργοστάσιο εγκαταλειμμένο μορφάζει κοροϊδεύοντας την μέρα. Χρόνος ακίνητος, νωθρός.
Τα πρωινά λεωφορεία, γεμάτα αλλοδαπούς, μπαίνουν στην πόλη που ξυπνάει.
Ήχοι σιγανοί και δρόμοι λουστραρισμένοι, από την χτεσινή βροχή, κάνουν το φόντο πιο ωραίο.
Θα σε συναντήσουν οι λέξεις μου εκεί που, η οποιαδήποτε αντίφαση, δεν θα έχει καμιά σημασία..


Μαρίνα...






Μουδιάζει το απόγευμα, το καλοκαίρι φορά εμπριμέ υφάσματα και ιδρώνει
Γυαλίζοντας στον ήλιο. 
                               Η σκλαβωμένη λέξη είναι αρετή
Όλα υπομένουν τις ανακρίσεις της κάψας
Και επιγραμματικά τονίζουν την λιακάδα στην παραλήγουσα.
                               Στην αυλή του σχολείου έγειρε μια σκιά πλατιά όπως το πεύκο έξυσε την ώχρα και τσουρούφλισε το τρυφερό κορμάκι της με πόθο μία που την φίλησα εκεί Κυριακή.
         Μαρίνα των συναπαντημάτων μες τα μυστικά βραδάκια που απ’ το χτυποκάρδι όλος έτρεμα.
         Μαρίνα άυλη και υλική όπως το φιλοπαίγμον φεγγάρι.
Στην αγκαλιά σου έμαθα του κορμιού εορταστική γεωγραφία.
Αγγίζοντας το τριανταφυλλάκι της κοιλιάς σου ήρθε ο σεισμός του έρωτα να με προλάβει
Και να με καθηλώσει μες την χοϊκή τιτάνια έμπνευση του θεϊκού σου φιλιού!

29 Μαΐου 2014

Ο διπλανός του διπλανού κι ο παραδιπλανός μου.




Τα υαλοπετάσματα γυαλίζουν μες τον ήλιο του απογεύματος και των κτιρίων
η όψη είναι σαν βιβλικό παραμύθι που συντυχαίνει
κάτι απόκοσμο του ανθρώπου η μηδαμινότητα-
Κυκλικά οι δρόμοι σφίγγουν τις πλατείες και των αυτοκινήτων η διαδρομή
είναι μια τσιριχτή περίπτωση εκκίνησης σταματημού και φρένων
που δοκιμάζουν του κινδύνου την απόσταση..
Σχολούν τα πρωινά ωράρια- οι κοπέλες
καλοντυμένες φεύγουν για του οίκου τα καρτερικά ντουβάρια
που κρύβουνε την κούραση και θα βολέψουν λίγο το άγχος.
Παίζει η TV τα σήριαλ που δεν θα σεβαστούν καμιά πραγματικότητα.
Ο διπλανός του διπλανού κι ο παραδιπλανός μου.
Όλοι πεινούνε για συμπάθεια κι απολαβές αξιοπρέπειας-
Όλοι απομένουν με μια λυπημένη, και που θα τους κάνει να γεράσουν πρόωρα, ψυχή..

Τα πάθη που χωρώ


Τα πάθη που χωρώ γι αυτά τα ίδια πάθη συγχωρώ
Και τους άλλους..
                           Όταν έρθει
Η ώρα μιας δίκης μυστικής
Στον εαυτό χωρούνε όλοι οι εαυτοί του κόσμου.
Και τότε δεν ζητάς το προπατορικό αμάρτημα, μιας
Και όλοι ίδια φταίξαμε μες το βαθύ παρελθόν κι έτσι
Δεν σώνεσαι από μικρές ισορροπίες πάνω στο μαχαίρι, δεν
Σώνεσαι γιατί αγάπησες πολύ· είσαι
Το ίδιο θύτης με το κύμα που τολμά επαναστάσεις της θαλάσσης 
πάνω στην ακρογιαλιά, είσαι
Του εγκλήματος που δεν καθορίστηκε ο αποδέκτης
Των προϊόντων μιας ανίερης χαράς..

Μπουρίνι λίγο πριν την νύχτα…


Στο πεζοδρόμιο σκόρπισε ο αέρας τα φύλλα.
Μπουρίνι ξαφνικό - θεός με θεό·
ξεδιπλωθήκαν όλα, σαν να ήτανε να φανεί
η αταξία τους κι ανεπιτήδευτα
να πραγματοποιηθούν
σκουριασμένα κάτω από το παρόν που με ευάλωτη ακρίβεια
λήγει στο τέλος της μέρας και όταν χάνεται λίγο λίγο το φως.
Σαν σκοτεινιάσει, το πρίσμα μεταβάλει την επιθυμία και στα όνειρα
συμβιβάζονται οι αναγνώσεις της ζωής προς τον θάνατο, μία μελέτη
να θρυμματίζονται οι απλούστερες ιδέες και να μένει ένα μελαγχολικό
φεγγάρι που τρεμίζει πίσω απ’ τα δαφνόφυλλα.
Και στην σιωπή που καταπλακώνει εκ των υστέρων τα πάντα
μια ζάχαρη επάνω στον κορμό των δέντρων, μια ακαθόριστη
μουσική (ίσως των πουλιών οι φωνές ν’ αντηχούνε ακόμα…) και το επιγραμματικό σκοτάδι λύνει όλα τα μυστήρια:
στην βουλιαγμένη νύχτα αντιστοιχούν ταριχευμένες μορφές φαντασμάτων..



Δεινά του πολέμου…





Δεν ξέρω πόσες γεωμετρίες χωρούν σε μιαν ήπειρο ή πόσες
διχοτόμοι τέμνουν καλά μια ευθεία - ξέρω
μόνο πόσο μια χώρα πονεί
όταν την κόβουνε σαν βασιλόπιττα και ψάχνουν όλοι να βρουν
το κρυμμένο φλουρί της. Δεινά  του πολέμου,

Μαύρες, σκοτεινές διεκδικήσεις, ερήμην πάντα του λαού,- κατά πού τραβούν
οι νομιμόφρονες και κατά πού οι αντιρρησίες;
οι ρακένδυτοι κατά πού και κατά πού οι στερημένοι;-

Τα πολυβόλα βάλουν· γρανάζι οδυνηρό ο πόλεμος·
κλαίω την μάνα που έφυγε και κλαίω το παιδί που δίχως μάνα πια θα μεγαλώσει·
κλαίω για την φυσαλίδα που συνετρίβει πάνω στου ονείρου τα αγκάθια.

Μπλοκαρισμένοι όλοι οι περίπατοι σ’ αυτόν τον κήπο που ονομάζεται ψευδώς δημοκρατία.

Των αρίστων είναι η απληστία μέγιστη ενίοτε.

Αίμα. Αίμα μιλάει κι όταν θα σωπάσω εγώ.

Στην ιστορία, κάθε μυστικό και φανερό, πληρώνεται με αίμα..




Ομορφούλα μου


Στα ορεινά είναι η ζωή, στα ορεινά..
Εκεί που ο αέρας
είναι λεπτός και ζωτικός
σαν πολυδύναμη μουσική.
Ομορφούλα μου,
η ζωή βραχνή εξουσία
κανονίζει να πονάμε
εντάσσει κι εσένα κι εμένα
στις πυκνές της ταξιαρχίες-
Όλο το κενό της
μέσα μας
επαναλαμβάνεται.
Ομορφούλα μου,
ιδρώνει το φύλλο της καρυδιάς στέλνοντας
τον αέρα πιο πέρα-
τον αέρα που σκλαβώνει
ωραία τα στήθια σου.
Μετά το μεσημέρι,
η βροχή δροσίζει την πόλη κι η κάθε σταγόνα
εξαχνώνεται
κάτω απ’ τα φουστάνια των κοριτσιών
σαν ατμός
της μηχανής του Πόθου.
Ομορφούλα μου,
βήμα βήμα,
απόφαση την απόφαση,
το λυρικό παράπονο που έχεις
φτάνει στ’ αυτιά μου και καταγράφεται
σαν νεόκοπη συλλαβή
από το μάρμαρο που ενέχει
μιας σταματημένης κίνησης
το κίνητρο
και που,
να το νιώσω,
θέλει το καθετί επάνω μου
να το βροντοφωνάξει..
Ομορφούλα μου,
σε κοιτώ μες τα μάτια
κι αναστατώνονται οι κόσμοι μου-
καταρρέουν
άρδην οι αριθμοί,
βαθαίνει κι άλλο ο νοηματικός  ουρανός
πίσω από αυτά που λέμε
είναι μια εικασία στερεώματος,
ένα φως ονείρου,
μια ανυπόταχτη
ισορροπία
πάνω στην επανάσταση των τολμηρών-
είναι μια σιγουριά να σου αγγίζω κάποτε το χέρι
και να γίνομαι εκείνος που να σε διεκδικήσει θέλει
από όλες τις αρσενικές ορδές
που θέλουν το φορτίο τη καρδιάς σου..
Ομορφούλα μου!


                                                        Κοζάνη 28.8.2013

Αστραφτερή και αισιόδοξη


Σαν μια φυσαλίδα που κρατά το οξυγόνο της
πολύτιμο μες το θαλασσινό νερό-
Η σκέψη σου πότε μελαγχολική και πότε
Αστραφτερή και αισιόδοξη, ξυραφένια
Επιμένει στον καθοριστικό ρόλο της,
Ξορκίζοντας το φάντασμα μιας κοινωνίας που σήπεται,
η σκέψη σου
Λαγαρή και βελουδένια, υγιής
Σαν οπώρα πολύχυμη, με ταξιδεύει
Προς τον Άνθρωπο που πρέπει να είμαι..
Ξέρω την Θυσία σου μέχρις εσχάτων, ξέρω
Πόσα τιμαλφή φιλάς
Μες την καρδιά σου, πόσα
Έχεις αποταμιεύσει ιδανικά και οράματα και γίνεται
Τώρα να είσαι μια καλογριούλα σ’ ένα μοναστήρι
του καημού και που το νιώθω έχεις
Πάθη και έρωτα για όλα που κατανοείς και ανασαίνεις,
φως μου!

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου