...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

30 Απριλίου 2013

Ζωγραφίζω την απόπειρα όχι την στάση





Ανάγνωση μέσα στο βιβλίο των πόλεων-
οι θλίψεις όλες ξεπροβόδισαν
της χαράς τα παιδιά
και συντελέστηκε βραχνός καταραμένος αόριστος-
σαν ένα ρήμα που αρνείται να πεθάνει.
Έβλεπα στην tv τους μεγάλους που επαίρονταν τρούλους
σε εκκλησίες που από λαούς εχθρικούς, κατακτήθηκαν
έβλεπα τα ποτάμια τις λίμνες τις γέφυρες
και ό,τι απόμεινε πάνω στο ρημαγμένο πια, καμπαναριό.
Ίσως η φωνή να συντροφεύει την μνήμη
και, αν χαθούν όλα, να είναι 
μια στοιχειωμένη πλευρά
των πραγμάτων που, κι ας μην ζουν, πάλι ένδοξα είναι
σκηνώματα μιας αόρατης άλλης πλευράς.
Ζωγραφίζω την απόπειρα όχι την στάση
ζωγραφίζω την επιθυμία όχι την τελειωτική
θανή – αφήνω εκείνη την κηδεία που συνοδεύει 
την ιστορία να διαρκεί πιο πολύ κι απ’ ότι οι πραγματικοί θάνατοι διαρκούνε.
Ενταφιάζω ασήμαντα λείψανα
και λέξεις έχω κτερίσματα που αιώνια μιλάνε..


Το ποίημα γεννιέται ανατολής μεριά








Πλησιάζω το παράθυρο- το βιολί του ήλιου αποτινάζει τα φύλλα
Των δέντρων. Σκούρα είναι, αν δεν προσέξεις,
η μελωδία των πουλιών.
Σκουριασμένες πόρτες παλιών εγκαταλελειμμένων εργοστασίων
Και ηλεκτρικά λαμπιόνια
Ανυπόμονα ν’ ανάψουν
Κάθε δειλινό.
Μια ανακατωσούρα από ελαφρό αεράκι και ημερινό
Κρύο φεγγάρι – Απριλίου τεθνεώτος
Στην μακέτα του ουρανού πλεονάζει ένας άγγελος ερωτευμένος.
Το ποίημα γεννιέται ανατολής μεριά
Και ιωνικά μου χαμογελάει
Σέρνοντας την άμμο ως την μεγάλη ιερή θάλασσα
Που κοιμάται και ξυπνά
απ’ τον Περαία κι έως την Σαλαμίνα..




Σκιρτούν μέσα στην γαστέρα της άνοιξης




Σκιρτούν μέσα στην γαστέρα της άνοιξης λόγια λόγια λόγια
και φωνήεντα οικουμενικά.
Δονούμενος κόσμος από την γύρη των ανθών πάει και πάει
Προς την μυσταγωγία του ευοι κι ευαν.
Τα χόρτα αγαπούν την σαύρα και πα’ στα κλωνιά το πουλί
αγαπά να μιλάει.
Μια αγωγή από πληθυντικά τριαντάφυλλα φρεσκάρει
Την πεπαλαιωμένη ηθική των κήπων.
Ευρυγώνια μάτια και πλουραλιστική
Μεγάλη καρδιά.
Τι σημασία έχει ο χρόνος; - μια στιγμή
Αξίζει όσο ένα αιώνιο παιχνίδι κάτω από την διδαχή του αναπότρεπτου θανάτου.

29 Απριλίου 2013

Ιερέ ήλιε περιάγοντα







Ιερέ ήλιε περιάγοντα
Βαθύκυρτε μέγα αντικατοπτρισμέ
Το φωσάκι των ανέμων βυζαίνεις και
σου περισσεύει το θάρρος
Λιβάδια να τα σεργιανίζεις ο ακούραστος

Βλέπω την παπαρούνα που εσυνομώτησε
να γίνει η άνοιξη κράτος στο κράτος
Η μαργαρίτα ως εμεγαλύνθη ξετσουτσούμισε
Και έπιασε του έρωτα αποκαλύψεις
Το απόγευμα σφηνώθηκε γύρω απ’ το φως της ζωής
Η τελεία νίκησε τις προτάσεις που δεν τελεσφόρησαν
Ιερέ ήλιε περιάγοντα

Στο σκαρί σου εν τούτω νίκα η κάθε λέξη μου
Είμαι ο ταπεινότερος όλων
Θα με χλευάσουν οι την βαρύγδουπη θέλοντας γλώσσα
Μα εγώ με σένα πάντα θα μιλώ
Λαέ μου, πληγωμένε μου αφέντη που με αίμα πότισες κι ιδρώτα
την ωραία γη
Των ονείρων…





Ω Κυριακή χαρά μου!





Το λάμπος των δέντρων συνάντησε την ογκούμενη γυαλάδα των φυτών.
Εικοσιοκτώ Απριλίου, μαράθηκε η όρεξη του χειμώνα.
Τσίπουρο κάνω κέφι στο μπαλκόνι μου. Πρασίνισε και πάλι η μουριά.
Το λάδι του ουρανού κρατάει το κλειδί της Κυριακής.
Ω Κυριακή χαρά μου!
Με το μολύβι γράφω απουσίες φίλων και για λύπες δυνατές.
Άρωμα της ψυχής οσμίζονται οι πιπεριές στις γλάστρες.
Κάθε ομιλία είναι η μεταγλώττιση που καταφέρνει ο λυπημένος
Κινώντας τους μοχλούς της σκέψης του να φέρουν τα ρητά του κοντινού θεού
ως τον μαντρότοιχο της κάθε ανθρώπινης απελπισίας..


28 Απριλίου 2013

Τα πρωινά




Τα πρωινά είναι η συνετή προσήλωση της ζωής
Στον εαυτό της –
έχουν ξεκάθαρο χτύπο
Και δεν παύουν κανένα φωνήεν
Μουσικής, καμία νότα
Δεν αγνοούν, δεν εγκαταλείπουν
Το φως και όπως τρυφερά καθαγιάζουν
Την διδαχή της μέρας, οικειοποιούνται
Της χαράς την χαρά.
Ένα τυραννικό αεράκι πέμπει
την σκοτοδίνη του έως τον νου
Κι η ψίχα του κουκουναριού είναι σφιχτή και τρέμει
Μες το ντελικάτο σώμα του πεύκου που ζαλίζει
τις βελόνες του που ράβουν
Δαντέλα πάνω στο σεντόνι του λογοκρατούμενου ουρανού.



Από το τώρα διεκδικώ το ένστικτο







Από το τώρα διεκδικώ το ένστικτο
και το μαχαίρι που κόβει
και με πονά.
Αλλά τι γράφει η πένα σου μωρό μου απόψε 
που το φεγγάρι συλλαβίζει την κρύα όψη του
πάνω στα κυπαρίσσια και ο αέρας
χρησμοδοτεί λευκά;
Η λίμνη σε ακούει και το αποκοιμισμένο πουλί
και τα οργιαστικά βατράχια και οι καλαμιές
και της καρδιάς μου ο σίγουρος χτύπος.
Οι σελίδες μου γέμισαν έρωτα κι όταν μιλώ
τα λόγια που θέλω, εσύ 
από μακριά τα ακούς
και, γιατί το ξέρω πως ξέρεις, μ’ ερωτεύεσαι
μαδώντας παθιασμένες μαργαρίτες..


27 Απριλίου 2013

Εκεί που είδα είδα – τίποτε άλλο δεν θ’ ανακαλύψω







Στις σκιές μέσα ξεφεύγω και είμαι
η σκιά που ξεκεφαλώνει και λατρεύει
Το είδωλό της –
                           όπως ο ήλιος την καρφώνει
Πάνω στο χώμα κι ο Απρίλιος
Την μεγαλώνει τρανά, για να φτάσει
Ως την αγωγή των ανέμων κι ως την άθληση
της λεπτότητας
Των ματιών.
Εκεί που είδα είδα – τίποτε άλλο δεν θ’ ανακαλύψω
Παρά μόνο του θανάτου την σάρκα
Φθαρμένη και το αποστεωμένο του πρόσωπο.
Γδέρνονται μες την ασκητεία τα λόγια, η φρεσκάδα τους απομακρύνεται
Κι όμως μια εύσχημη απόδειξη μένει
Φιλιών και αγάπης και φιλίας
Που άντεξε κάθε φωτιά..




Ανάμεσα στα πράγματα που δεν καταλαβαίνω


Ανάμεσα στα πράγματα που δεν καταλαβαίνω μια συλλαβή
Από άστρο που απομακρύνεται ατέρμονα φωτεινό
Κι αδιάλειπτο
Που παίρνει μορφή μάζας καθρεφτισμένης
Στο κάτοπτρο του ουρανού, τότε
Που η διαύγεια παίρνει το νόημα το θεϊκό της
Με κυνηγά
                   Σαν για να με στριμώξει κάπου και με κάνει
Χωμάτινο λαγήνι που με πλησμονή ελπίδας και
Καρτερίας γέμισε ο Θεός – τότε
Που οι λέξεις μου θα αφαιρέσουν το αίμα
Από το κουρασμένο μου κορμί και λίγο
Πριν να πεθάνω θα έχω
Ασπασθεί την θρησκεία του Αμάραντου Ρόδου
Και της γλυκιάς λησμονιάς..


Δεν συμβιβάζομαι με τίποτα ορατό





Επίσκεψη των άστρων στον αυθάδη ύπνο μου, κανένα όνειρο δεν έχει αμαρτία
οι γλάστρες με τις ορτανσίες παίζουν χαμόγελα με το απόγευμα που πλημμύρισε
Φωνές και γέλια των παιδιών-

Κόβω με το μαχαίρι φέτες την σιωπή, ο θάνατος που μου ανήκει αποδόθηκε
Από τα λόγια μου στην ποίηση – η νύχτα σκεπάζει την νομοτέλεια με στίχους
Βλέπω μες τους καθρέφτες να περνά η απουσία
Η γνώμη μου είναι ένα αγκάθι που ενοχλεί
Το σώμα της νομιμοφροσύνης

Δεν συμβιβάζομαι με τίποτα ορατό – ούτε και θέλω να εντυπωσιάσω
Θα παραμείνω άμορφος και νεφελώδης
Κάτω από τον ουρανό της ανάστασης
Θα τελέσω δικό μου ανέσπερο Πάσχα-
Πολύ με πλήγωσαν οι αιώνιοι προδότες..



Διψώ για τον εγωισμό σου





Πεινώ για ένα έψιλον κυρτό
Απλωμένο επάνω στις μεθοδικές εβδομάδες
Που σκιρτούν ρόδινες κι έχουν των ημερών το περίβλημα
Λουστραρισμένο.

Διψώ για μία φυλακή οίκαδε που ησυχάζω
Και αποταμιεύω ψιθύρους λατρευτικούς
Μυστηριώδεις που δυσδιάκριτα νοήματα συνθέτουν
Ξανά και ξανά.

Πεινώ για ένα στόμα που να το φιλήσω θέλει
Με πάθος όσο έχει η αυγή
Που υπόσχεται αποξαρχής την μέρα της.

Διψώ για τον εγωισμό σου που
Θρέφει τον εγωισμό μου- βήμα το βήμα
να πηγαίνουμε εκεί
Που από πάθος και ερώτων ζέση
η καρδιά μας καίγεται..





26 Απριλίου 2013

Η νύχτα ελαύνει..





Ξαφνικά
Οι νότες καθιστούν εθιστική την μουσική και οι βιολιτζήδες
Της νύχτας κρεμούν πάνω στα πεύκα μια γλυκιά αλληλεγγύη
Σκοταδιού που καλώς κρύπτει τα τιμαλφή και ανασταίνει
Τον εγωισμό του φιλοπαίγμονος φεγγαριού

Γυαλίζουνε τα μάτια
Της κουκουβάγιας, το αεράκι φουσκώνει
τα σεντόνια στις απλωμένες μπουγάδες
το λακωνικό φως πλατειάζει
επάνω στα φυλλώματα
καθώς μια ελεήμων ορδή από πεταλουδίτσες του φωτός πετά
γύρω από το φως της πίσω αυλής και άπτεται
του μυστηρίου και του αποψινού μου καημού.

Η νύχτα ελαύνει..
Με τα θηλαστικά της σε παρέλαση, με τα οικόσιτα
Φωνήεντα. Κι όπως τελείωσε αυτό που κάνει ο αργαλειός
Της σκέψης, πάλι μπρος σ’ ένα βιβλίο δίχως κριτική και δίχως
Ελπίδα μένω ατενίζοντας
Φαιδρό και λαγαρό πράο φεγγάρι..


25 Απριλίου 2013

Μπαίνει η άνοιξη και συνοψίζεσαι σε ένα ρόδο


Μπαίνει η άνοιξη και συνοψίζεσαι σε ένα ρόδο
Που κατοικεί στην κοιλιά σου κι αφήνει
Ένα φευγαλέο άρωμα να πλανηθεί
Πάνω στην ράχη από το αεράκι που στρέφεται
Κατά τον νότο των περιβολιών

Κινώ κατά τα ανατολικά 
Γυρεύω συλλαβές που μου αποκρύπτει ο ήλιος
Οι δίψες μου ξεσπούν επάνω στα ολοκόκκινα μήλα
Και βαυκαλίζονται γινάμενες μελτέμι που ροκάνισε η αυγή
Με τα αρχαία σκαρπέλα της και της μελαγχολίας την ώρα

Είσαι μια μουσική τρανή που φτάνει ως την θλίψη των βιβλίων
Αυτοί που κρυφακούν την ειμαρμένη το γνωρίζουν
Και σε καρτούν σφιχτά μες το μυαλό τους σαν εικόνισμα
Που σέβεται η μέρα και που προσκυνάει ο καιρός
Και από τα μαλάματα στα τάματα και άλλη δόξα δες χωράει

Μες το σονέτο μου μοντέρνας εκδοχής μες τον πλατύ ευρυγώνιο στίχο
Που αν δεις, σαρώνει το καθένα δευτερόλεπτο που μακριά σου είμαι
Κλεισμένος σ’ ένα φως που γίνεται μαύρο νερό και κατακλύζει

Τα μάτια μου και την φωνή μου που λιγόστεψε και σε αγγίζει
Όλο και πιο σιγαλινά όλο και πιο ανεπαίσθητα
Ώσπου να γίνεις μια αλαργινή ανάμνηση κι ένας καπνός 
που δεν μου ανήκει..



Είναι όπως να γυμνάζεσαι σε μια σπουδή θανάτου





Είναι η εποχή που το φως γεννά σκιά κι όπως πάντα
Πικρό τα δάκρυ γίνεται πικρή η φιλία
Που αγωνίζεται για να σταθεί
Ανάμεσα σε αγκαθωτές μέρες και αιμόφυρτα λόγια. Κι η καρδιά

Υποφέρει με τεθλασμένη την ευθεία της, εκεί
Που οι πολιτικές ξεφτίσαν και δεν μένει άλλο
Από να ιδιωτεύεις ο ταλαίπωρος καθώς
Διαβάζεις μόνος ουρανούς και λυρικές μανόλιες
Και γράφεις για να μην ο ίδιος καταποντιστείς
Μες το μυστήριο χάος που σαρώνει
την ζωή.

Είναι όπως να γυμνάζεσαι σε μια σπουδή θανάτου
Που θα έλεγε ο ποιητής, είναι όπως πας
Δίχως εφόδια να αντιμετωπίσεις
Το νυν το αεί και κάθε παρελκόμενο
Κι αν ζήσεις από όλη αυτήν την περιπέτεια
Μπροστά σ’ ένα λουλούδι καθισμένος να
τα διηγάσαι και
Να βουρκώνεις.


Μόνο το άρωμα πια παραδέχομαι·





Πέφτω να κοιμηθώ. Καμία σφαίρα
δεν είναι αδέσποτη-
Ακόμα και στον ύπνο θα σε βρει.
Μένω ήσυχος έτσι: με κούρασαν οι αναζητήσεις.
Ένα λιβάνι ανεβαίνει αργά
προς τον ουρανό. Στοιχείο του ύπνου μου·
όπως και η σιωπή και η φιλερημία.
Μου υπαγορεύουν λόγια κάτι ξωτικά
που κατά μόνας παν’
πίσω από τα δέντρα να χαθούνε
στο μεγάλο δάσος.
Πόσο ν’ αντέξει η αχυροκαλύβα μου;
Δυο ερπυστριοφόρα λόγια την γκρεμίζουν για να μείνω
ασκεπής
κάτω από τον μέγα ουρανό.
Μόνο το άρωμα πια παραδέχομαι·
Και τον ντελάλη ήλιο ξημερώματα της Άνοιξης
και της φλογάτης παπαρούνας..

                                          24.4.2013 



24 Απριλίου 2013

Περιστατικά παρατεταμένης διάρκειας



Περιστατικά παρατεταμένης διάρκειας και
στημένοι ποδοσφαιρικοί αγώνες   στημένα
πολιτικά δρώμενα
στημένοι
γύρω μας πάγκοι
μικροπωλητών που διψούν για ευμάρεια  
στημένοι
εφοριακοί να τ’ αρπάξουν
στημένα
όλα που σαπίζουν
και άλλο το ρημαδοσύστημα
κι η Ελλάδα στενάζει    η Ελλάδα
είναι ένα άδειο βαγόνι
που με αυτό ταξίδεψε κάποια στιγμή ο Περικλής
ώσπου να φτάσει στην Ακρόπολη που χάσκει
πια     χωρίς παράθυρα και πόρτες
ξέφραγο κάτι μες το μάτι τ’ ουρανού.
Ο ρους της ιστορίας προστάζει
αυτόματες προσαρμογές - όποιος δεν συμμορφώνεται
Θα φάει πόρτα- έτσι θέλει ο καιρός
κι όταν ταξινομώ τις σκέψεις μου
Θάνατος είναι η μελαγχολία που πλακώνει
την πόλη σαν μια μαύρη συννεφιά.
Νυχτώνει. Ο κάθε στίχος
έχει ίσκιο
παχύ και ολέθριο. Μ’ αυτά
και με εκείνα ταξιδεύω
στο τώρα και συνεπαρμένος από τις ιδέες μου, εγώ
ο φτωχότερος όλων κατέχω
χρυσίον πολύτιμο
αποταμιευμένο μες
τα χρηματιστήρια 
αυτά της ψυχής..

22 Απριλίου 2013

Αφήνω λίγο χώρο στην καλή εντύπωση των λουλουδιών




Αφήνω λίγο χώρο στην καλή εντύπωση
των λουλουδιών
Κι όπως κινεί τα νήματα ο Απρίλιος
       Στα φουσκωμένα δέντρα φαίνεται
          η εγκυμοσύνη των κορμών.
              Μυρίζει ευγενικό φως
                    Και άχραντο μυστήριο της πεταλούδας-
Στο μικρό κλαδάκι το απώτατο
Μεθυστικό γιασεμί.
Σκάει μπουμπούκι κύμα ζωντανό
        Κι η μέλισσα αναστατώνεται και να το ζήσει θέλει
           Παφλάζει πάνω στο βυζάκι 
               της μαργαρίτας μπάμπουρας
ζουλούδι των ανέμων
Η γύρη τρώει την σάρκα της
Γκαστρώνεται από την ευωχία το νερό.
               Ο στίχος πλέει ιαμβικά μέσα
                    στην πρωραία Παρασκευή
                         Την ώρα που ο ιβίσκος
Ξυπνά ερυθριάζοντας
Στην γλάστρα την χωμάτινη.

21 Απριλίου 2013

Α ψυχούλα μου- μες το επάξιο στερεώσου!







Κατοικώ σε κάτι σελίδες λευκές
Πίσω από το συρματόπλεγμα και τα κιγκλιδώματα των δακρύων
Κατοικώ σε μια θλιμμένη μέρα
Που αφουγκράζεται την Παναγιά που ψέλνει
Κατοικώ μες την καρδιά ενός τριαντάφυλλου
Που το μαδά ωραία και του κλέβει χρώματα ο ορίζοντας
Κατοικώ στο ευώνυμο άκρο της ψυχής
Την ώρα που στα κοιμητήρια
Οι μανάδες θρηνούν τα χαμένα παιδιά τους
Κατοικώ στην φωτεινή αναλαμπή του νου

Δεν ζω για κανέναν πόλεμο- ζω
για μια διακαή ελπίδα
Που απλώνει το υποσχετικό φωνήεν της
μες την καρδιά του ποιητή
Ζω για τα απλούστερα πράγματα όλων
Για την ακριτομυθία της ζωής ζω
για την επωδό της άνοιξης

Ταυτόχρονα ο χρόνος με γερνάει και με ξανανιώνει
Είμαι μεσήλικας και είμαι έφηβος που αγαπά
Η κάθε λέξη μαρτυρά την λεβεντιά μου
Είμαι η πλησμονή που πάνω της γίνεται αγώγιμο το θεϊκό

Κατοικώ στο χωράφι που σπέρνεται σκέψη
Κατοικώ στου σίτου το αβρό ξημέρωμα
Ο ήλιος με αποφλοιώνει
Και τα πέλματά μου πατούν
μες τα μπαμπακοσύννεφα του ουρανού

Α ψυχούλα μου καλλικέλαδο κάτι που σου στάλθηκε από μακριά
Πόσες πυθίες μέσα σου έχεις, πόση αλήθεια
Πόση μουσική πόσου μύθου το μπέρδεμα
Ποιο είναι το αναγνωρισμένο σχολείο σου
Επικό φως χαράζει το πλεούμενο ποίημα σου
Καμία κολακεία μην σε βρει κατάστηθα
Εσύ αγαπάς απλούς και ευανάγνωστους ανθρώπους

Η νύχτα κλείνει τον κύκλο της η αυγή χαράζει
πάνω στην αμμουδιά εμβλήματα
Α ψυχούλα μου ο μαχμουρλής άνεμος
Ζορίζει τα αρμυρίκια ως την άλλη ανάγνωση
Κάθισε στην ακρογιαλιά και συλλογίσου
Φώναξε ακατάληπτα στερεώσου
Στο σημείο το ένα απ’ όπου
Η κάθε λέξη αρχινάει
Να δένει ρίζες μες την γη της ποίησης
Α ψυχούλα μου- μες το επάξιο στερεώσου!


                              Καρδίτσα Παυσίλυπο 21.4.2013



Ιδανικό ή το φάντασμα του Μαγιακόφσκι..






Μέσα στα λεκιασμένα σεντόνια ενός ύπνου εφιαλτικού με φροϋδικές προεκτάσεις και κερατωμένη κυρά- ψυχή

απόναν γιό του αρχαίου Διόνυσου που βαριέστησε μέσα στην λάμψη του αρχαίου κάλλους και σαλτάρισε μαστουρωμένος στον "απάνω κόσμο"

ντυμένος τον ζουρλομανδύα της ύπαρξης 

μ’ένα σκουπιδαριό αστικό που οι κομουνιστές το κοροϊδέψαν μέσα από μία αυτοκτονική φιλολογία -

με μια πρόστυχη libido μεταεφηβική -

στο μαλλιαρό κεφάλι της απόγνωσης..

αυτό το ζαρωμένο παλιόπραμα από εμάς τους ίδιους μες την σύμπτωση της λογοκριμένης ποίησης:

Ήταν αυτή που σηκώθηκε μέσα στην ερημωμένη εγκατάλειψή της  
της είπα "σ’αγαπώ Ελένη"-
Ένας τοίχος αντήχησε,        
μετά άλλος        
κι άλλος ..         
στη σειρά έπεσαν όλα :

Πατώματα φασιστικής ιδέας, καναπέδες έσπασαν τα πόδια τους
από χοντρόκωλους αστούς αδιαφορώντας για την πείνα του πατέρα μου.

Αυτό που κραταιώθηκε με το ζόρι γιατί έπρεπε το είχε θρέψει η παρέα μου
-μια σειρά νέοι –
τα βράδια γυρίζαμε στο σπίτι αργά
μεθυσμένοι ψάχνοντας για το φεγγάρι μες τις τσέπες μας μ’επιμονή!...

Μέσα σ’ αυτήν την βίβλο όλο ανθισμένες τριανταφυλλιές και περίτεχνα εξώφυλλα από δέρμα καρδιάς- με βαρύγδουπη λαλιά ευαγγελιστή που σου μιλάω ξημερώματα Κυριακής γεια σου, γεια σου γυναίκα με το σμαράγδι της ωραίας καρφιτσωμένο στα μάτια σου.

Γυρίζω από την νύχτα μιας ρεμπέτικης μυθολογίας.
Περιθωριοποιημένος .
Από άγνοια βαφτισμένος μέσα στον σκοταδισμό της πολιτικής ουσίας των πραγμάτων σέρνοντας μαζί μου αυτούς που σ΄αγάπησαν σ’ ένα κιτάπι όλο στίχους κλούβιους που φυτοζωούνε-
άλλοτε δημητριακοί και  άλλοτε απέραντα στείροι:
Κανένας ρυθμός.
Μόνο πέφτει λίγο χιόνι              
ίσως πάνω στα μαραμένα λόγια ενός ποιητή που είναι φτωχός και τηγανίζει αυγά.
Κάπως έτσι δεν πρόκειται να τον θυμηθεί η δόξα.
Και γιατί υπάρχεις;
Μια τάξη πραγμάτων σε αποδέχεται επαναστατικά
μέσα στο βλέφαρο του αιώνα σου να παίζεις φυσαρμόνικα

πρωί  

ένας ήλιος διαλαλεί την ευτυχία του μέσα στα μακριά μαλλιά σου-

υπάρχει

ξεφλουδισμένη ψυχή θρησκευάμενη που τσούζει από απραξία και συνείδηση φιλολογική -


η ελληνική δημόσια ράτσα του μύθου χαροπαλεύει
στα δικαστήρια άορκων μαρτύρων
που ισχυρίζονται ένοχο τον "απαίσιο γείτονα".    Θυμάσαι;
Είχε μια μικρή κορούλα αξιολάτρευτη όλο φακίδες και χαμόγελα

τ’ απογέματα έβγαζε τα βάσανα βόλτα -

σε μια ηλικία κατόρθωσε να έχει υπαρξιακά προβλήματα τεντωμένα:
καπνός, καφετέρια, κακός εραστής…            αυτοκτόνησε
μέσα στο όρθιο πρόβλημα της μοναξιάς της.
Βούισαν ξέφρενα  μέσα στο λερωμένο μυαλό μου από αλκοόλ
και ψυχικά απωθημένα τα προβλήματα του κοσμάκη

άγχος

η ανεργία τσιρίζοντας
μια κόλα χαρτί έχοντας μας τυλίξει 
είμαστε χέρια πόδια και κουτσό μυαλό
μέσα στα μακρινά εργατικά οράματα ωριμάζει
ο ορυμαγδός της αίσθησης -
η συνείδηση που καγχάζει -
μια μεροκαματιάρικη  ηθική
συνοψίζεται με θρησκευτική ευλάβεια στον άρτο και τον οίνο -
η οικογένεια πεινάει…
Όχι θεάματα..,

‘Ελα λοιπόν:
βολτάρουμε στο σκοτεινό αλσύλλιο του μυαλού με
ένα άγριο βλέμμα φονικό τονίζοντας τις λέξεις "μου λείπει" -         
γίνεται φασαρία
αδειάζουν τσέπες και η εξαγριωμένη όψη του συνδικαλιστή
φωνάζει "Αμερική ώ Αμερική απαίσια.." 
φρεναρισμένη ευτυχία πάνω στην καρδιά μου.
Ο θεός κοιτάζει απορημένος.
Καυτηριάζονται  από τον πόνο οι φταίχτες του σήμερα -
καφενέδες υπερτοπικοί  με απέραντους μάγκες που καπνίζουνε σέρτικα -
έλα λοιπόν έλα λοιπόν Ελενίτσα…
το σπίτι μας κρυώνει -
ποιος πληρώνει το νοίκι;
είμαστε αφιλόξενοι οι άγγελοι της πιο ψυχοπονιάρικης θρησκείας μωρό μου…


                       24.2.1983
                       Ηράκλειο

19 Απριλίου 2013

Τοσοδούλα μου! Ομορφοπλασμένη!





Τι θέλεις να κάνεις μ’ εμένα; Είσαι ένα λουλούδι που δεν
φυτρώνει σε κήπο, ένα άνθος που απαντάται σε απόκρημνο βράχο
που ο καθένας δεν μπορεί να πλησιάσει. Η καρδιά σου
ανάβει και είναι μια τεράστια πυγολαμπίδα
που φωτίζει καγχαστικά την νύχτα.
Τόση φούρια για να πάρω ένα ατίθασο φιλί, τόση ένταση, τόσο
πάθος. Θα εξημερώσω τον άλλο σου εαυτό τοκίζοντας
τα αισθήματά μου επί το κερδοφόρο ψέμα της χαράς
όταν εσύ θα παραδίνεσαι, γιατί δεν άντεξες, και άνευ όρων.
Τοσοδούλα μου! Ομορφοπλασμένη!
Είναι η προσέγγιση στο άστρο σωστή
σωστά το είπαν οι τσιγγάνες
μες το κουπάκι του καφέ
το είδανε: ″θα σε πολιορκήσω″..
Μην φοβηθείς! Έχει ο έρωτας διαφυγές εκατοντάδες.
Αν νιώσεις προδομένη μπρος, κατέφυγε
μες την ζεστή μου καρδιά!

Συνεχίζοντας ψάχνω αυτό το κάτι που κανείς δεν το έχει







Δεν έχω περισσευούμενη ώρα,
ο χρόνος μου τρέχει με χίλια
έχω συνομιλήσει με τον κάθε λίθο της πατρίδας-
τώρα κοιμάμαι
κάτω απ' την κληματαριά μιας λέξης
έχω ακυρώσει όλα τα συμβόλαια και νομίζω
μια μέρα κι άλλο θα απλουστευτώ:
τόσο που να με καταλαβαίνει κι ένα παιδί
που την πρώτη του λέξη μιλάει.
Σ' αυτές τις ορχήστρες που διάλεξα το πρώτο βιολί
είναι τα λουλούδια αυτά
που ωδικά και με γινάτι ευωδιάζουν.
Και το σταλμένο τους μήνυμα
είναι επικοινωνία.
Η μέρα είναι επικοινωνία.
Αυτά που δεν είπα είναι επικοινωνία.
Είμαι ερωτευμένος με τα γύρω μου πάντα.
Αν με πολιορκεί η ζωή, οι περιουσίες μου είναι
μες τον ουρανό αμετάκλητες
και εξ' αδιαιρέτου τις έχω
με πλήθος αγγέλων
που κρατούν το γαλάζιο του φεγγερό και ωραία γεμάτο.
Σπούδασα να μην έχω κρίματα του εγώ.
Συνεχίζοντας ψάχνω αυτό το κάτι που κανείς δεν το έχει
μόνο των φωνηέντων οι όψεις είναι φωτιά,
μόνο αυτές πυρπολούν
κάθε μέσα μου κόσμο
που μέσα στων ρημάτων την χώρα γλαφυρά καταγράφεται
γυρίζοντας το πρόσωπο που έχω
κατά τον απέθαντο ήλιο-
γινάμενος νυν
ερμηνευτής αοράτων..

4.10.2010

18 Απριλίου 2013

ΓΝΩΣΗ





Έρχομαι από μέρες καθαρής σιωπής
μυρίζω γύρη των κυττάρων·

Ιδέες πολιορκητικές
σαν όρνεα σαρκοφάγα
έρχονται στο κεφάλι μου·

και πού θεός!

Ρυθμός κρατάει την αναπνοή μου
ταράζει όλα τα σπλάχνα μου.
Αρχαίες ψυχές με κατακλύζουνε-      σαν να ‘μαι
το ξόδι ενός Βάκχου ποιητή.


Και φως-

Στην κόρη του ματιού ένα φως απόκοσμο
ξοδεύει όλον τον θάνατο.

Εδώ τα μυστικά βαθαίνουνε,      πονάνε πιο πολύ οι πόνοι.

Είμαστε οι εντολοδόχοι του μοιραίου δυστυχώς.
                                             
                                                                        21.10.2007

17 Απριλίου 2013

Γαρμπής και σοροκάδα με τυράννησαν





Γαρμπής και σοροκάδα με τυράννησαν· το πρωί
Σβήνουν οι ονειροπολήσεις
Κι όλα ρυθμίζονται μες την πραγματικότητα.
Ρυθμίζονται  οι βουλευτίνες μέρες να υπηρετούν με σύνεση
Τον δημοκρατικό χρόνο.
Μόνο οι ράθυμες σιωπές εισβάλλουν στο τώρα και αφαιμάσσουν την γαλήνη των νομοταγών.
Γράφω και σκέφτομαι.
Τα πόδια μου εξέχουν από τον παράδεισο.
Ίσως για να υπερασπιστούν μια ανθρώπινη κόλαση.

                                                                      29.3.2013







16 Απριλίου 2013

Πάνω στον ώμο σου πεταλουδίτσα τατουάζ




Πάνω στον ώμο σου πεταλουδίτσα τατουάζ
Το βλέμμα μου σ’ εσένα κολλάει. Φοράς
Την φωταγωγημένη πόλη στα μάτια σου
Κι έχεις παντού ένα ερωτικό φεγγάρι.
Οι κνήμες σου συσπώνται σαν χορδές μιας λυρικής σάρκας.
Το στήθος σου αναμμένο δάκρυ που κρατά κρυμμένα τα ποθητά φυλαχτά του.
Χορός της νύχτας πάνω στα λυτά σου μαλλιά.
Όταν θα έρθει το πρωί
Εσύ θα νικάς σε όλα αυτά που ηττώμαι
Και μια επιθυμία δεν θα σβήνει: που
Παντού δεν σε φίλησα…

                                                29.3.2013




Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου