...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

30 Σεπτεμβρίου 2009

Πάνδημος Αφροδίτη

Πάνδημος Αφροδίτη

Τα χείλη της εκπυρσοκροτούσαν…Ιέρεια του κορμιού..
Όσα βασίλεια είχε ήτανε της σάρκας- Κανένα απόλυτα υπαρκτό..
Δεν ξέρω αν ξαναδιαβάζοντας τα μάτια της θα έβγαζα
τα ίδια συμπεράσματα:
Να την γδύσω και μέσα της να μπω
μ’ έναν πολιορκητικό κριό που λες και φτύνει κάθε σθεναρή αντίσταση..

Όλα μες την πραγματικότητα..
Τουλάχιστον του δικού μου μυαλού..
(Αλλά μήπως και είναι άλλη;)

Με τα ωραία στήθη της, το δέρμα
από βελούδο που το αγγίζεις- τρελαίνεσαι..

Δεν την ξέρω- Κανείς δεν την ξέρει..
Όλοι πίνουν το σώμα της
σαν κρασί που μεθά.

Τις νύχτες
κάποιοι ευτυχούν στην αγκαλιά της. Και τότε
τι χρειάζονται οι θρησκείες;
Τουλάχιστον η μία ας υπάρχει: του κορμιού.

Γιατί δεν φέρνει αμαρτία η ηδονή.
Εκείνη ξέρει..
Έχει φιλοσοφήσει πιο κοντά στην θάλασσα
-ίσως και μέσα της-
κι από το βάθος του οργασμού που εντείνονται οι αισθήσεις
σαν για ν’ανάψουν και να υψωθεί αλλιώς το αίμα
υπερνικώντας στο φεγγάρι όλα τα ρήματα
που στέκονται με θέση αγρύπνιας μέσα στο μυαλό της νύχτας..

Ουράνια Αφροδίτη

Ουράνια Αφροδίτη

Όλα κοστίζουν θάνατο αλλά εσύ
κατασπαράσσεις τις νύχτες κι άλλοτε
ρίχνεσαι στο Ιόνιο σαν πάλι
αρχαία ποιήτρια που ψάχνει
από την άλλη την μεριά της μέρας τον αγαπημένο της.

Αναδύεσαι σαν από μυθικό ακρογιάλι πάλι σήμερα που είναι
ίδιο μέσα στην ιστορία του πόντου- Κυπρία
με την σάρκα λευκή, λευκότερη κι από το φως, σαν
να μην έχει αμαρτήσει ακόμα.

Θα σε παν’ στον ουρανό τα πουλιά, θα σε φέρουν
μες τον καθαρό υπερυψωμένο ορίζοντα
που οι θεοί του λόγου σου πάντα θα αγαπούν να άρχουν.

Κι όπως κατανοούν τον έρωτα μονάχα οι αγνοί που δεν έχουν
φορτίο μαύρο ψυχής, όπως
εσύ εμπνέεις πάθη και γαλάζια ρήματα
στο φως ανήκεις με την θηλυκιά σου κοίτη.

Η κοιλιά σου φωλιά γονιμοποιητικού φαλλού, ναός
ηδονικός που τρέμει-
ανάβει
του πόθου τα φανάρια, ξυπνά
της ηδονής τις άπεφθες
ομοιοκαταληξίες.

Κι εκεί
στο φως των λόγων που ακόμα αψηφούν
την δεδομένη ματαιότητα
του κόσμου-
γυρίζεις
μες τον νου μου το αίνιγμα:
να είναι κάποιος ή αλήθεια να μην είναι…

ΣΚΗΝΙΚΟ..

ΣΚΗΝΙΚΟ..

Βαριά και σίγουρη νύχτα
Απλωμένη πάνω απ’ την παλιά στέγη της γης
Πελώριο ξύλο
Του ουρανού
Που τρώει μεταξένια δικαίωση
Τώρα που τα πουλιά του κοιμούνται
Και αγρυπνά καπνίζοντας ένας αρχαίος θεός.

Κι ο κλήρος να δικαιωθούν τα πλάσματα που φτάνουν
Στην χάρη του θεού
Σωστός κι αυτός.

Περνούν μπροστά μου κι ομοθυμαδόν
Ξιφίζουν τ’ άσπρα σύννεφα
Σμήνη πουλιών τώρα που η μέρα ξεκινά
Κι όλα τ’ αναταράζει.

Ένας ασίκης άνεμος διδάσκει
Ασκήσεις ύφους στα καμπαναριά των μακρυσμένων
Εκκλησιών
Και στρίβει στην γωνιά του ουρανού την πέρα…

1.1.2009

ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟ ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ..

ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟ ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ..

Η εποχή που ταξιδεύει μ’ ένα κλικ παντού-
Χύνει το αίμα των παιδιών στα πεζοδρόμια-
Αφήνει έκθετο τον ποιητή της
Να σπρώχνει το λιθάρι του προς έναν δύσκολο ουρανό.

Κοίτα που όταν κατορθώσεις γίνεται
Να μιλάς πιο απλά κι από ήχο
Υδάτων που μέσα στην γη πάνε βαθιά
Όπως τα λόγια τα σωστά στον νου του ανθρώπου.

Ηλεκτρονικά συναπαντήματα, ιδέες
Συμπόνιας, χίμαιρες-
Αναστατώνουν για να εκφραστούν τα πληκτρολόγια,
Αλλά το μέσα μας θηρίο παραμένει
Και φαίνεται ότι νικά..

Τώρα βρες το σωστό μέτρο, την στιγμή
Που η ανάσα γίνεται γρήγορη, τον ρυθμό
Που θα χτυπήσει μες τις φλέβες το αίμα
Κι όχι να λείπεις απ’ τα γεγονότα μέσα στον καιρό. Τιμητή

Και οπαδέ κάθε επανάστασης,
Των πουλιών φίλε,
Νοσταλγέ της γόνιμης μοναξιάς-

Άθροισε τις αξίες σου- μια νότα μένει
Από συνείδηση που πολεμά να μείνει ηθική..
7.1.2009

ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ..

ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ..


Μέσα στον χρόνο φέρεσαι λες και θα είσαι αιώνιος-

σε περιμένει βαρυσήμαντη σιωπή-

Αλήθεια

πώς θα σου φερθούν οι μέρες τώρα
που πέρασαν τα ωραία καλοκαίρια και
θα σκληρύνει φαίνεται ο καιρός;

Αν έχεις σκέψεις μες το αύριο καλύτερα
να δώσεις στην ζωή σου αβάντα-

θα χαρούν οι άλλοι να μην είσαι-

Αλλά εσύ ξέρεις των ανέμων ξίφος και
να κοιτάς μέσα στον ανθεστήριο μήνα

Νεφεληγερέτης

και των άπλαστων λέξεων ο πραματευτής-

Γενναίε μου..

29 Σεπτεμβρίου 2009

ΑΦΙΣΕΣ..

ΑΦΙΣΕΣ..

Οι γιγαντοαφίσες ορίζουν έναν κόσμο δικό τους-
Άλλες που κλείνοντας το μάτι κι άλλες
Που διαλαλούν μία πραμάτεια ζηλευτή.

Σου μιλούν φιλικά - είναι οικείο
Το πρόσωπό τους:
Πολύχρωμο και πιο ωραία τονισμένο
Ανάμεσα στο βιαστικό προσπέρασμα του αυτοκινήτου και τον λίγο ήλιο
Που βγήκε σήμερα λίγα λογάκια να σου πει..

Καθεμιά ιδεόγραμμα
Δύσκολο και παράξενα σπουδαίο..

Τις αγγίζεις
Με το βλέμμα που περνά
Σαν πουλί διαβατάρικο
Και ολοένα φεύγει
Για μια αποδημητική μέσα στον ουρανό ιχνηλασία..

ΠΟΙΗΣΗ ΜΕΣ ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ..

ΠΟΙΗΣΗ ΜΕΣ ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ..

Σκαρί που παλεύει στον άνεμο
Ποίηση μες την νύχτα
Υπερωκεάνια βάρκα μου
Λιλιπούτεια λέξη-

Άσε με να πλέω μοναχός
Στο πέλαγο με τα φτερά του ήλιου-

Δώσε μου
Την σύνεση να είμαι ταπεινός
Και αρκετός μέσα στην προσευχή της μέρας-

Ποιητής του κρυφού ουρανού..

ΖΩ..

ΖΩ..

Σε μια μικρή πατρίδα όλο φώτα σήμερα σβηστά
ζω.

Ένα σπίτι ξύλινο ανάμεσα στα δέντρα του βουνού·

Ένα ναυάγιο της στεριάς που στέκεται εκεί που είναι
μπουκωμένοι με υπεροψία οι άνεμοι.

Με άνεμο φίλο δεν μπορείς
να ημερώσεις την θάλασσα- ξέρω..

Που μετά θα κρύβεται άστρο
την νύχτα θέλω που έρχεται.

Οι καημοί της
λαμπαδιάζουν τους πόθους μου-

Καθώς σε κρατώ κάτω απ’ τα φτενά σεντόνια, γυμνή
κόρη του άνεμου..

ΦΥΣΑΣ ΡΗΜΑΤΑ ΘΑΛΑΣΣΑΣ..

ΦΥΣΑΣ ΡΗΜΑΤΑ ΘΑΛΑΣΣΑΣ..

Αριθμοσοφία που την ψάχνεις και είναι και με άλλον τρόπο φωτιά
Αρχέγονη,
Που έρχεται από τα βάθη των αιώνων

Χτυπώντας το 10 πάνω στο 7
Σαν αιχμή τετρακτίδας.

Και μετά εσύ
ο αιρετικός των πάντων
Ο ακόμη ελπίζοντας
σε μια μαντατοφόρα άνοιξη
Ο αρχαιόφιλος
ο βαθιά υποταγμένος

Φυσάς ρήματα θάλασσας πάνω στα πρωινά
Και φεύγεις μες την ώχρα των αιώνων..

Το πρόθυμο πόδι σου
έχει στρατηλάτη ορμή
Κρατάς καλά σου την απόφαση

Κι όπως σιτίζεσαι με χίμαιρα και θλίψη
Σε έχουν φίλο όλων των λέξεων οι περόνες…

ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ..

ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ..

Χάνεσαι όπως φως μες τον αέρα ψυχή μου,
Περιδιαβαίνεις άλλα βουνά-

Από τις συζητήσεις
Γεννήθηκαν τα ποιήματα-

Τα έφερε ένας άνεμος απρόσμενης επικοινωνίας,
Τους έδωσε λόγια, πνοή, φως-

Κι από το φως γεννήθηκαν μέσα στην μοναξιά της νύχτας
Τόσα αστέρια…

ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ..

ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ..

Ομοιοκατάληκτα δέντρα
Φυλλοροούν μες το αγιάζι της μέρας - γίνονται
Των πουλιών εκκλησίες.

Στα κλωνιά τους
Καρφιτσώνει ο ήλιος ευχές
Για μια δίκαιη ζωή
Κι έναν καλύτερο θάνατο.

Αλλά εμείς
Πάμε συνεπαρμένοι από όνειρα
Μες το παντού του ύπνου..

Και είμαστε οι άγιοι των άλλων ημερών
Και της καρδιάς οι παράξενοι δέσποτες..

ΕΣΥ…

ΕΣΥ…

Ομονοούν και παν’ ψηλά τον ανήφορο
Σμάρι πουλιά
Άλλα για μια εκδίκηση ελευθερίας κι άλλα
Για ένα πείσμα εναντίον τ’ ουρανού.

Και μετά εσύ
Που κομίζεις λάμψεις ερώτων
Μούσα πολύτροπη
Αγγίζεις με νότες τα γαλανά νερά
Παρθένα κόρη
Του νυχτερινού ουρανού.

Τα φεγγάρια σου αγαπούν να κάνουν τις νύχτες μυστήριες.
Σε ξέρω και δεν σε ξέρω, είσαι η άγνωστη
Που θα την πουν οι στίχοι
Της νύχτας που έρχεται..

Έχω φυλακίσει τον άνεμο, το τραγούδι
Του πουλιού στο μυαλό μου και τ’ αφήνω απόψε
Να χαϊδεύει τα ξέπλεκα μαλλιά σου.

Αντιφεγγάν μέσα στα κρύσταλλα οι νότες
Του απόμακρου άστρου
Αφήνοντας την νοσταλγία αυτή που με παιδεύει
Μετέωρη και βασανιστική
Τις ώρες που έρχονται.

Σαν απλωμένο παράπονο της γλαύκας που τρυπάει
Το σκληρό γύρω σκοτάδι-
Οι μουσικές μονότονες των γρύλων
Ροκανίζουν ένα απλωμένο στερέωμα

Μαύρου ερειπιώνα που λες βρίθει από πεφταστέρια που θαρρείς
Και γίνονται ευχές πιο πυροδοτημένες-

Καθώς πατάει πόδι λίγο λίγο και έρχεται
Το αινιγματικό πρωί..

28 Σεπτεμβρίου 2009

ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ ΑΞΙΖΟΝΤΑΣ..

ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ ΑΞΙΖΟΝΤΑΣ..

Ο υπερθετικός μου είναι ένας ύμνος από γαλανό ορίζοντα
που δεν θα τον χωρέσω πουθενά

Θα καθαιρεθώ μέσα από όλες μου τις ανάγκες και θα μείνω
γυμνός όπως πρωτόπλαστος που να θρησκεύει δεν θα ξέρει

Θα έχω το ύφος που δεν θα διαβάζεται παρά μόνο
μέσα στα ευαγγέλια που θα χαθούν μετά
μες σε διδασκαλίες πουλιών και σε λόγια νεραΐδας.

Αναχωρητής από άποψη- της ερημιάς θα νέμομαι το χάος

Και θα ξυπνώ χαράζοντας τη μέρα μέσα στα ζεστά,
ωραία χρώματά της.

Της πολιτείας των ανθρώπων η βαριά βοή
θ’ αναστατώνει τα φρένα μου- σαν τρελός θα γυρίζω
μέσα στις μέρες που θα λιγοστεύουν τις ελπίδες μου…

Με έναν ποίησης θεό που θα λείπει..

Θα φλυαρώ κομίζοντας άχρηστα ρήματα και της φιλοσοφίας
λαμπερές γιρλάντες.

Αιρετικός του εαυτού μου ακόμα.

Αντωνυμίες εγωιστικής φαυλότητας
θα ακυρώνουν γύρω μου τα ξεφτισμένα ουσιαστικά
που θα πατούν το ένα πόδι έξω απ’ τον πλανήτη.

Των αγγέλων οι θεωρίες θα υπερασπίζονται αιώνιους απέθαντους θεούς-

Καθώς θα γράφουν σε ψαλμούς δοξαστικούς λιβανισμένο τ’ όνομά τους.

Και έτσι όπως θα γερνώ και θα γυρνώ
μέσα στο Τίποτα που θα μου χαριστεί ατόφιο

Θα φτάνω τον θνητό μου μύθο ως το τέλος του
και θα πεθάνω αξίζοντας μια ρίμα πικραμένη…

Βαθιά μέσα στην μέρα σαν αξιωματική παραδοχή ο θάνατος

100.

Βαθιά μέσα στην μέρα σαν αξιωματική παραδοχή ο θάνατος
και η πατρίδα μέσα μας μια πικραμένη ιστορία.

Είμαστε στην πλευρά του αθώου και θα είναι δύσκολο για την ψυχή
να ομονοήσει να της πάρουν τα προικιά της
που την κρατούν ανάμεσα γη κι ουρανό μ’ ένα μηδέν και κάτι πιο λιγότερο
βάρος..

Δικάζεσαι ωστόσο……..και για κείνα που δεν είπες-
θα σου αποδοθούν ευθύνες
φωτιάς
που άναψε κι όλα τα καίει-

Έτσι ο άνθρωπος μέσα στον χρόνο προχωρεί- ανθρωποφάγος..

Τώρα που ξέρεις να στοχάζεσαι λευκά
άφησε να σε κυριεύσει ο λόγος
της αλήθειας που ζύμωσες..
25.1.2009

Μια λιακάδα παράξενη

99.

Μια λιακάδα παράξενη όπως
να τέλειωσε η παρακαταθήκη των νεφών..

Φως όπως παντού μια νίκη!

Ρουμάνικο ύφος των σπιτιών χωρίς μπαλκόνια-
μόνο τα κτίρια μουντά που μες τον ήλιο σου μορφάζουν.

Ωστόσο δέντρα-
πολλά δέντρα-
σώζουν το τοπίο από την ανυπόφορη θλίψη.

Μάχιμες καρδιές ανάβουν με ζεστά αισθήματα
που εξαερώνονται όπως μια άτμιση υδάτων απ’ τον ποταμό θεό.

Παντού αυτός-
παντού ολόγυρα..

Δεσπόζει στο τοπίο αυτό της ξενιτιάς που πιο γλυκό μου μοιάζει τώρα μες τον ήλιο

και έχει κάτι απ’ τον αττικό ουρανό..

Κωστάντζα

Ωραία μπλέκουν τα κλαδιά των δέντρων μες τον ουρανό

98.

Ωραία μπλέκουν τα κλαδιά των δέντρων μες τον ουρανό

Ένα άλογο σέρνει ένα αρχαίο κάρο

Ένας γλάρος κατεβαίνει χαμηλά για να ναι
Αυτός ο σηματωρός της ημέρας..

Μια κοσμογονία φιλιών που κερδήθηκαν
Αυξάνοντας μελωδικά τα αισθήματα..

Ένας μπόμπιρας κουρεμένος γουλί
Αμολά έναν χαρταετό πιο πολύχρωμο

Καθώς το ένα γίνεται δύο και επί τον ίδιο εαυτό του
Είναι μια πολιτεία πια πολυάριθμη και σκληρή..

Αχτίδες του ήλιου σήμερα που γράφουν μουσική

Κάτι σπουργίτια γίγαντες στα μάτια μυρμηγκιών χοροπηδούν
Τσιμπολογώντας ψίχουλα πα’ στα πλακάκια.

Η νέα κοπέλα με τα εξαίσια μάτια προχωρά
Σαν να ναι μες τους ουρανούς του πόθου των αντρών να πάει..

Αιθρία Τετάρτη!

Στυλώνοντας τα μάτια πέρα μακριά
Ο νεφεληγερέτης άγγελος σκοπούς στην σάλπιγγα φυσάει..

Ωραία που βλέπω μες την μέρα!

Ένας ύμνος και παντού θεός-

Με υπεροπλία που αφήνεται να γίνει κατανοητός

Κωστάντζα..

Πολλές φορές ένας ουρανός ασημένιος

96.

Πολλές φορές ένας ουρανός ασημένιος και κάτω του
άσημοι και σαν μαριονέτες προχωράμε.

Παντού μουσική-
Δυνατή
αναστατώνει τα πάντα

Όλο το νόημα της ζωής συμπυκνωμένο σ ένα δευτερόλεπτο
για όλους μη καλά εξαργυρωμένο..

Όμως άθροιση στην άθροιση είναι πολλές οι μέρες που θα ξοδευτούν
με χαρά επισκιάζοντας τις άγονες και κρύες νύχτες.

Λικνίζονται τα δέντρα, ίλιγγος ο άνεμος..

Γυναίκες με ωραία μάτια που περνούν, γυναίκες της φωτιάς
και πάντα καλοχτενισμένο από τα σμήνη των πουλιών το απόγεμα..

Στην εξουσία του μυαλού που παραδίνονται
άλλες εικόνες
από αυτές που γράφει ίδια η Αττική
με χρώματα πιο γκρίζα και που περισσεύει η υγρασία-

Λες κι είναι πιο βαθιά η στενοχώρια, τα δάκρυα
περισσότερα..

Κι αυτή η γραφή μια ιχνηλασία παράξενη:
που ξέρουμε εσένα, που ξέρουμε εκείνον κι όμως
μεταξύ μας
όλοι άγνωστοι αιώνια παραμένουμε..

Γιατί ο άνθρωπος αλλάζει από την μεριά του ήλιου, την μεριά του φεγγαριού
κανένας μέσα του δεν τηνε ξέρει..

18.11.2008 Κωστάντζα..

Πολύτροπο που γίνεται το φως

95.

Πολύτροπο που γίνεται το φως και κατανοητός ο θεός, για σένα!

Αστέρι φως την νύχτα.

Ένας σαν από κινηματογραφική ταινία καστανάς
ανάβει την φουφού του πιάνοντας απόγεμα.

Γύρω μου όλοι σαν να λείπουν..

Κοιτώ ξανά..

Ένα σκυλί που με κοιτά επίμονα σαν να καταλαβαίνει
από ανθρώπινες ιθαγένειες.

Άτονα φώτα, βιτρίνες
με φανταχτερή πραμάτεια..

Ένας αλλιώτικος για μένα ουρανός καθώς βραδιάζει και με κούραση γυρίζω
σε άγνωστα και κακοφωτισμένα
στενά..

Κωστάντζα

Ο όγκος των ψηλών κτιρίων

94.

Ο όγκος των ψηλών κτιρίων και καρφώνεται σαν κάπου ο ουρανός επάνω τους.

Παντιέρες σύννεφων μουντών
γύρω μου άτσαλα αρμενίζουν.

Ένας ήχος από την πόλη που ξυπνά και αρχίζουν να τσιρίζουν πάλι
τα χαλασμένα ρουλεμάν της..

Το λευκό λευκό και το μαύρο μαύρο..

Κι ο γάμος τους ένα απαίσιο γκρι

γύρω

παντού..

Κωστάντζα 17.11.2008

Μια κρυφή αρμονία φωνηέντων

93.

Μια κρυφή αρμονία φωνηέντων που ξεπέρασαν τον εαυτό τους
κι έγιναν νότες.

Κάτω απ τον μουντό ουρανό είναι οι νίκες του μυαλού και του ατόφιου αισθήματος.

Εγώ που ξέρω εκείνο που είναι από ελληνικό μεράκι

Εσύ που ξέρεις τούτο το ρουμάνικο χαοτικό ύφος της μέρας
που σκυθρωπάζει ολοένα όπως την τραβά απ το φουστάνι το απόγεμα
μια μουσική τσιγγάνικη μαγεία.

Χορός πουλιών πάνω απ’ τα χωράφια.

Χορός χαμηλά.

Ένα αδέξιο σύννεφο ξεστράτισε και βγήκε λίγο πάνω απ την κοιλιά της γης

νοτίζοντας με υγρασία τα πάντα και εσένα..

27 Σεπτεμβρίου 2009

Το ένα σκέλος της μέρας πάνω στη σεβαστική γη

92.

Το ένα σκέλος της μέρας πάνω στη σεβαστική γη και το άλλο
μες την σκοτεινή απειλητική θάλασσα
που σηκώνει με υπεροψία τα πλοία
ξέροντας ότι χωράνε μύρια τόσα μέσα στην αβυσσαλέα της κοιλιά.

Τοπίο βροχής ή το πολύ- πολύ
τοπίο της νεότερης μελαγχολίας.

Οι γλάροι το πρωί πετούνε χαμηλά.

Οι γυναίκες με άλλα μάτια
πιο περίεργα σε βλέπουνε που ανεβαίνεις
απ’ τα μέρη τους και κάπου που δεν ξέρουν πας..

Το πρόβλημα λυμένο με τον τρόπο του αρχαίου γεωμέτρη:
«μη μου τους κύκλους τάραττε»
και μη μου την σιωπή

που έχω δικιά μου να εκσφενδονίζω από μέσα της
αχτίδες της ψυχής κι επιθυμίες καρδιά μου..

Κωστάντζα 16.11.2008

Μέσα στις ημερομηνίες χωρά το παράδοξο των ημερών

91.

Μέσα στις ημερομηνίες χωρά το παράδοξο των ημερών
να ονειρεύεσαι κι ανέφικτο να είναι
να ιδρύσεις την ψυχή
εκ νέου..

Κωστάντζα, παλιά κόρη
της Μαύρης θάλασσας-

Άξιος ο μισθός σου..

Κοιτώ την απλωμένη σου πολεοδομία
που αψηφά την έκταση του τόπου
που εκτείνεται σαν θέλοντας να πιάσεις
και άλλον τόπο μέσα στην καμπίσια χώρα..

Της Ρουμανίας αέρα

Που ρέεις που οξύνεσαι που κατορθώνεις
και μου αφήνεις στις σελίδες ένα οξυγόνο πιο σημαντικό
κι απόνα που θα φύγει το πρωί να μου κρυφτεί

αστέρι..

Τι κάνουν αυτοί οι παράξενοι Έλληνες

88.

Τι κάνουν αυτοί οι παράξενοι Έλληνες σ έναν κόσμο που μοιάζει αλλόκοτος μόλις μετά από τα παιδικά μας χρόνια..

Τι ζητούν που είναι οδύσσεια πάλι;

Ένας βαρύς συλλογισμένος ποταμός

87.

Ένας βαρύς συλλογισμένος ποταμός ανάμεσα
από χωριά μιας άλλης εποχής κι αλήθεια
ενός άλλου κόσμου.
Ο κάμπος σαν πλατιά κοιλιά της γης.

Φιγούρες των ανθρώπων σαν από ταινία μίας άλλης
κινηματογραφικής αποκάλυψης

Με ρούχα όπως του μεσοπολέμου
περπατούν αργά
λες κι άλλη μοίρα τους ορίζει..

Με το αμάξι ταξιδεύουμε..

Κάποτε συλλογίζομαι πόσο χωράει μια πατρίδα μες τα στήθια του ανδρός ή πόσο
αλήθεια σε μαγνήτισε το χώμα που γεννήθηκες
και δεν μπορείς να ζήσεις σ άλλα χώματα ξανά..

Σμήνη πουλιών πετώντας χαμηλά
ξύνουν τα οργωμένα αυτά χωράφια.

Ένας αλλιώτικος παράξενος θεός..

Βαραίνει η γνώμη του μες το διαφορετικό τοπίο

Και κάτι γέφυρες μεταλλικές σαν εκατοχρονίτικες
κατακτήσεις της σύζευξης
και του επίμονου άνθρωπου.

Το πρωί φωνάζουν οι γλάροι.

Γράφω φωνές μια άλλης γης και μέσα μου
το στίγμα ενός μοναχικού ανθρώπου.

13.11.2008 Κωστάντζα

Πόλεις που είναι πάντα πόλεις

86.

Πόλεις που είναι πάντα πόλεις και άνθρωποι
που είναι πάντα άνθρωποι.

Κλεισμένοι σε κτίρια ψηλά
με ιδιωτικές μοναξιές και έναν
θάνατο που αλήθεια δεν έχει μύθο γιατί ο θάνατος
πάντα τέτοιος θα είναι.

Ρουμάνικο ύφος των σπιτιών
σαν να συνέργησε εκεί να γίνουν ένας
προλεταριακός αιώνας.

Ασήμι το φεγγάρι στα νερά

πάντα θα γράφεται όμως μια τραγωδία
χαμηλά.

Και το αγρίμι το μέσα μας πάντα θα απειλεί
να επαναθηριώσει…

Μια πηγή λέξεων μέσα μου που αναβλύζει.

84.

Μια πηγή λέξεων μέσα μου που αναβλύζει.
Δεν είμαι ένας είμαι πολλοί, είναι δύσκολο να με ξέρω.
Συμπεραίνω το θείο από τον μέσα μου λόγο
μιλώντας σε μια γλώσσα αρχαία
όπου πρωτεύον είναι ν αποδίδεις σεβασμό
στο αρχέγονο Σύμπαν..

Αυτός ο λυσσασμένος αέρας

83.

Αυτός ο λυσσασμένος αέρας που παραφυλάει
να κλέψει την καρδιά των αδούλωτων δέντρων

Ένα ντέφι του ήλιου καθώς βαρά τις ώρες που γέρνουν
αργά προς το δειλινό

Ένα κέφι ανέμου να σκαρφαλώνει ως πάνω
στα δέντρα σαν για μια κρουστή αποκάλυψη..

Ένας θεός που δεν συγκαταβαίνει με το ανθρώπινο..

Ένα αίσθημα που αγγίζει σχεδόν τον απαράλλαχτο αρχαίο ουρανό…

Ένα ζουζούνι που μέσα στην μέρα σέρνεται

80.

Ένα ζουζούνι που μέσα στην μέρα σέρνεται
Πάνω στην λασπωμένη γη-

Ένας δημητριακός άνεμος σκαρφαλώνοντας
Τα τοπία του ματιού-

Ένα φως υπεραπλό ανοίγοντας
Τον ορίζοντα σαν κουρτίνα-

Το μεσημέρι που ξιφομαχεί με τα νερά-
Το απόγεμα που αποταμιεύει θύμηση-

Ένας άνθρωπος που καταγράφει:
Αισθήματα μέσα του και επίμονα λόγια…

Βαθιά μέσα στην μέρα

76.

Βαθιά μέσα στην μέρα σαν αξιωματική παραδοχή ο θάνατος
και η πατρίδα μία πικραμένη ιστορία..

Είμαστε στην πλευρά του αθώου και θα είναι δύσκολο για την ψυχή
να ομονοήσει να της πάρουν τα ηθικά
κράτη που δημιούργησε..

Που την κρατούν ανάμεσα γη κι ουρανό με ένα μηδέν
και κάτι πιο λιγότερο
βάρος..

Δικάζεσαι ωστόσο και για κείνα που δεν είπες..

Θα σου αποδοθούν ευθύνες
φωτιάς
που άναψε κι όλα τα καίει-

Έτσι ο άνθρωπος μέσα στον χρόνο προχωρεί:
ανθρωποφάγος..

Τώρα που ξέρεις να στοχάζεσαι λευκά
άφησε να σε κυριεύσει ο λόγος
της αλήθειας που ζύμωσες!

Οι μέρες με το ύφος που ξέρω και την μελαγχολία που δεν θέλω

75.

Οι μέρες με το ύφος που ξέρω και την μελαγχολία που δεν θέλω
Άπιαστες μέσα στον αεικίνητο χρόνο γεμάτες
Από φορτία έγνοιες κι ένα ασήμαντο τίποτα
Που γύρω μας τα πάντα υπογραμμίζει

Έτσι επί σκοπόν να σημαδεύω μέσα στο αύριο και να μου έρχονται
Όπως επ’ αμοιβή της αγωνίας τα όνειρα.

Να τα κρατάω μέσα μου όπως εικόνες απ’ την ηλικία την παιδική..

Πολλά ούτε να ερμηνεύονται..

Στο τέλος μένω με ένα παράξενο
Μούδιασμα όπως να σ αγγίζει τσούχτρα και να γίνεται
Και το μυαλό όπως ο κάμπος που βοσκάνε
Πολύχρωμες επιθυμίες..

Και μετά οι λέξεις- μέλισσες που βουίζουν..
Δεν πιάνονται…. Κι αν πιάνονται κεντάνε..
Όπως αφήνουνε αν ξέρεις μέσα στην κερήθρα σου
Το μέλι μιας αξίας!

Φτάνει να αφιερώνεσαι!

Όλη την νύχτα είναι η αγρύπνια μου

74.

Όλη την νύχτα είναι η αγρύπνια μου
σκάφος να ταξιδεύω.

Σε πλήρη ευκινησία το μυαλό
αναιρεί τις ασάφειες της νύχτας
ερμηνεύει
σωστά και καθαρά σαν εμπνευσμένος ποταμός.

Το πρωί δέντρα και άνεμος
και ποταμός που τρέχει
και η θερμοκρασία φλερτάροντας με το μηδέν
και το αόριστο κρύο.

Ανοίγουν τα μάτια της μέρας
γαλανά, νοτισμένα..

Γήινα αρώματα από τις φωνές των νεράιδων που κατοίκησαν
τα νερά και γίναν
οι εϋπλόκαμες νυφούλες
των γάμων άνωθεν των τρεχούμενων νερών!

Ό,τι είδαν τα μάτια μου το κατέκτησα

73.

Ό,τι είδαν τα μάτια μου το κατέκτησα
έτσι που δεν φοβάμαι πια τα μάτια του τυφλού

Ακούω μες την νύχτα
σαλέματα των άστρων και τις οιμωγές των ανθρώπων
γύρω μου

Καλά προετοιμάζομαι
να φύγω με περιουσία αισθημάτων..

Οδός άνω κάτω μία και ωυτή

70.

Οδός άνω κάτω μία και ωυτή- Τι να γυρεύει ένα
σπουδαίο ωμέγα όπως
τα σκέλια του ανοίγει σαν να θέλει την γονιμοποίηση;

Η άνω γνάθος και η κάτω γνάθος
τρόποι του ίδιου αποτελέσματος
συντελούν στην συνάφεια του νοήματος
που αφήνει
απτό
μόνο η ίδια αυτή περαστική ζωή..

Τώρα αξιώνω ένα ξίφος απόφασης
να κόβει αποφασιστικά τον κάθε γόρδιο
που μου μιλάς..

Μάτια μου, ακριβοί μάρτυρες..

69.

Μάτια μου, ακριβοί μάρτυρες..
έτσι όπως φέρνει και την μέρα του
ο θεός επί γης..

Σκέψεις πετάνε πεταλούδες.

Έχω έναν ναό που μόνο εγώ μέσα του προσκυνώ..

Τόσα που ξέρω ένα μεγάλο τίποτα εν τέλει..

Και η ψυχή μου άνεμος
που πνέει
και φεύγει
προς το άμετρο διάστημα..

Από αυτό το όνειρο

68.

Από αυτό το όνειρο κάτι που δεν
καταλαβαίνω κιόλας..
Έφτασε το πρωί.
Κρύο που βάζει και παντού ο Νοέμβριος..
Με σαφήνεια απαιτείται να γράφεται το μέσα μας χάος..
Με ευθύνη σημαντική..
Σαν να αγγίζεις μια γυναίκα και μην ξέροντας τι είναι εκείνο που σε κυριεύει
βαθιά σου αναστατώνονται τα πάντα..

Μια εμπνευσμένη σκέψη σαν που ανταλλάσσεται μ ένα ωραίο λουλούδι.

Όλα με βάρος μιας αλήθεια ηθικής!

Χωράει ένα θαυμαστικό και μέσα σου και γύρω..

Εικόνες του μυαλού που αν ήσουνα ζωγράφος
θα αποτύπωνες επάνω στην ψυχή..

Τώρα με λέξεις κι απ τις λέξεις καίγεσαι..

Βραχμάνε των αποκαλύψεων.

Ακόμα και το χώμα που πατάς το αισθάνεσαι αλλιώς..

Βαραίνουν οι νύχτες..

67.

Βαραίνουν οι νύχτες..

Τι σπούδαζε αλήθεια ο Αρίσταρχος και μ έναν τρόπο να το βρούμε
μπροστά μας κάτι αιώνες πιο μετά που τότε ξέραμε
πώς να διαβάζουμε ουρανό..

Τον χωρούσε η Σάμος;

Βαραίνουν οι νύχτες..

Κοιτάζουμε πάλι ψηλά..
Τα ίδια αστέρια κι όμως άλλα
περνώντας μ’ αδιαφορία οι αιώνες
έχοντας αλλάξει την φωτιά τους μ έναν άδειο ήχο
φωτός..

Κι εμείς κάτω από τούτα τα ουράνια σκάφη
πάντα ανθρώπινα να ονειρευόμαστε…

Νύχτας της σκοτεινής

65.

Νύχτες των ξενοδοχείων που δεν κοιμάμαι γιατί χάνομαι μες των σελίδων τα βαθιά.

Κι από όρθρου βαθέως τι ναι κείνο που μου ξαναδίνει στίγμα όπως
και πάλι περπατώ μέσα στο πλήθος;..

Πού πήγε η φωνή που υπαγόρευε πορείες της πέννας;

Μυστικά που είναι λεπτά και τα καταλαβαίνεις
μόνο αφήνοντας να ασωτεύει η ψυχή.

Κρυφή αρμονία πιο καλά κρυμμένη.

Κάπου πιο σίγουρα σοφός ο Ηράκλειτος.

Νύχτας της σκοτεινής που ιερουργεί μέσα μου ο αρχαίος μύστης!

26 Σεπτεμβρίου 2009

Το ιδιαίτερο μυστικό μας- το ιδιαίτερο τίποτα..

63.

Το ιδιαίτερο μυστικό μας- το ιδιαίτερο τίποτα..
Το δημιουργούμε μέσα στις μέρες που οι επάλξεις τους σιγά- σιγά θα πέσουν
αφήνοντάς μας ανοχύρωτους απλά να ευελπιστούμε.

Λουλούδια παραδόξως ωδικά ή και πουλιά που ευωδιάζουν-
Παίζει παράξενα η ζωή..

Παντού μια ποίηση αγρών και πέρα, πίσω απ’ τον λοφίσκο
ένα άγαλμα το φως του ήλιου που σε λίγο δύει.

Σαρκοφάγος χρόνος πριν να προλάβεις καν να καταλάβεις πόσο έμοιαζες παράξενος
να τρώγεσαι με τις οξείες σου όταν οι άλλοι είχανε μία παρακοιμώμενη
περισπωμένη
ενάντιά σου έντονα αφοπλιστική.

Πώς να καταλαβαίνουν οι φανατικοί του ασήμαντου την αίρεσή σου;…..

Αφαιρώντας από την χαρά σου λίγο και περισσότερος μετά ο καημός.

62.

Αφαιρώντας από την χαρά σου λίγο και περισσότερος μετά ο καημός.

Φορτία σύννεφα που προς δυσμάς πάντοτε λες και ταξιδεύουνε.

Και όσα μέσα μας καταγραφήκαν σαν εικόνες όλη μέρα τώρα ατονούν.

Έρχεται ένα ωραίο κάρωμα.

Δεν ξέρω πώς αλλά από το όνειρο περνάς πιο εύκολα μέσα στις άλλες σου πραγματικότητες.

Μισές πιο πραγματοποιήσιμες από το φως που τώρα γύρω σου όλα τα εξημερώνει.

Και άλλες άπιαστες - σχεδόν καπνός- που μόνον τις επιθυμείς να σου δοθούνε.

Ο ίδιος πάντως είσαι που μ’ εσένα απορείς

πώς χώρεσες εντός σου τόση θλίψη..

Ομάδι πάνε τα πουλιά μέσα στον πέρα ορίζοντα

61.

Ομάδι πάνε τα πουλιά μέσα στον πέρα ορίζοντα- ομάδι πάνε..
Το ράμφος τους είναι σαν το μαχαίρι που ολοένα σχίζει
και τον άνεμο και το σήμερα και το τώρα.

Η πτήση τους είναι μια σχέση με τον ουρανό-

Όχι δεσμός με την κραυγαλέα βαρύτητα-

Κάτοικοι του φωτός που ψάχνουν μια απροσδιόριστη Νεφελοκοκκυγία!

Οι μέρες της έξω απ’ την πατρίδα αγρύπνιας

59.

Οι μέρες της έξω απ’ την πατρίδα αγρύπνιας

διαβάζοντας μες τα δωμάτια ξενοδοχείων περασμένα μεσάνυχτα-
οι μέρες κι οι νύχτες που καρφώνονται μες τις σελίδες
πιο βαθιά
εστεμμένες με άλλο φως και με άλλο σκοτάδι..

Ένας γενειοφόρος άλλος θεός που τρέχει μέσα στην ξένη ύπαιθρο με το βραδάκι
αδέξιος μες τα μάτια μας που ήξεραν κείνον τον Δία
να κουμαντάρει Ολύμπους..

Τεντώνω την ίδια σιωπή που γύρω μου
σαν κατοικίδιο ζώο κουλουριάζεται
αέναα-

Χωρώ μες το μηδέν που τείνει στο άπειρο-

Τούτο το ταπεινό Ένα μου- μύθο που βγάζει!

Απ’ τον καιρό που έγινε ο πλανήτης μας ανθρώπινη φωλιά..

Οι μέρες της έξω απ’ την πατρίδα αγρύπνιας………

Να είναι ήλιος ο ήλιος και κορμί το κορμί

57.

Να είναι ήλιος ο ήλιος και κορμί το κορμί
και ίδια να θεραπεύονται μέσα στις μέρες

Το στήθος κρατήρας που υπόσχεται
κι ανάμεσα απ΄ τους μηρούς ένα τρεμάμενο βασανιστήριο
που φυλακίζει ως το μυαλό τα φύλλα.

Το πλησίασμα-όπως με δύσκολο πηδάλιο
πλέει προς άνθρωπο ο άνθρωπος

Και είναι τώρα
που αποκρυπτογραφούν τις λεβεντιές της νύχτας
στον ξένο τόπο, μες το οξυγόνο το λαμπρό
που αξίζει να αξίζει κι άπληστα να το αναπνέω ακόμα..

Η νεολαία

56.

Η νεολαία δοκιμάζει τις ιδέες της πάνω στο ζόρικο κοινωνικό αμόνι-
οι ελπίδες της εξέχουν απ’ το καθιερωμένο..

Ωραίο αυτό το όνειρο που φέρνει
ότι ο κόσμος θα αλλάξει, το μπορεί..

Όμως κυριαρχούν οι τοκογλύφοι της επιθυμίας..

Έτσι που δεν σου μένει περιθώριο να γράφεις αισιόδοξα ούτε πάνω στους τοίχους

ούτε μες το μυαλό..

Το στήθος των πουλιών ηχείο ευφάνταστο

55.

Το στήθος των πουλιών ηχείο ευφάνταστο
απλώνει νότες πρωινές στον πράο αέρα.

Σπίτι του κόσμου, καταφύγιο της καρδιάς-
παντού η ποίηση ίδια θα είναι.

Και το μυαλό ίδια θα ερμηνεύει γύρω του τα πράγματα
καθώς να τα σπουδάζει ξέρει με ανθρώπινη αισιοδοξία.

Περνούν οι άνθρωποι και πάνε.

Την ώρα που τους συναντάς έχει η συνάντηση τελειώσει-

Καθένας βιάζεται μες την ψυχή του να κρυφτεί.

Ένα σκυλί που σίγουρα θα έχει επιθυμήσει και αυτό λίγο παράδεισο

54.

Ένα σκυλί που σίγουρα θα έχει επιθυμήσει και αυτό λίγο παράδεισο
μετά τον θάνατο

Γύρω του κτίρια ψηλά- ομοιομορφία της θλίψης..

Πού είναι εκείνος ο μπόμπιρας που χάζευα
να παίζει μ ένα τόπι πολύχρωμο
σαν μια υδρόγειο που έχει όλες τις εκδοχές
των συνόρων επάνω της;

Τώρα που έγινε ο κόσμος δίχως νόημα
πολιορκίας κάστρο..

Ένας αραμπάς που σέρνει ένα γέρικο άλογο
εικόνα μιας απίστευτης πραγματικότητας
που όμως μέσα στον αιώνα πρώτο κι εικοστό χωρά ..

Και όλοι μας ηθοποιοί

σε έναν δυσκολοερμήνευτο της τραγωδίας ρόλο..

Υπέροχες γυναίκες σαν υπέροχη θέα!

53.

Υπέροχες γυναίκες σαν υπέροχη θέα!
Να τις κοιτάς που αλλάζουν βλέμματα σαν να τον έρωτα γύρω τους προκαλούνε

Τι μάτια σαν φωτιά που αδηφάγα μαγνητίζει!

Τρυπούνε το μυαλό σαν που σου στέλνουνε πόθου μηνύματα-
παντού οι αιώνιες μούσες..

Με κορμιά που λαχταρούν το ξεκλείδωμα, την στιγμή
που ένα κύμα έκστασης τα αναρπάζει
και τα καρφώνει στου έρωτα τα βράχια.

Μαντόνες- Παναγιές!

Έχει και το λουλούδι αγκάθι

52.

Έχει και το λουλούδι αγκάθι κι έστω και αν εμπλέκεται κι ο όνος
πάλι λουλούδι είναι.

Με ποιά μάτια να δεις έναν λαό που υποφέρει όταν
εσύ βαδίζεις λίγο πιο μπροστά και όμως
ίδια φορτώνουν ζόρι οι αξίες σου..

Αίμα που τρέχει ο πλανήτης μας παντού!

Παράλογο αίμα

Που κουρνελίζει πάνω στου πολέμου
τα κρύα μάρμαρα..

Aυτά που μ’ ακολουθούνε όλη την μέρα..

51.

Aυτά που μ’ ακολουθούνε όλη την μέρα σαν ένας
βασανισμός του μυαλού που μετά
τι επίμονα έρχονται πάλι να με ανταμώσουν
μες τις σελίδες

Αραχνοΰφαντα, κι όμως σκληρά - μια κόψη από ατσάλι
που κόβει μονομιάς τις νύχτες κι έρχεται
το βράδυ- βράδυ να μην είναι τίποτα να πω και μόνο
λέξεις, λέξεις, λέξεις
που κούφια ηχούν και κούφια που να τις αρθρώσω χαίρομαι
έτσι που είμαι μες τα λεξιλόγια συνεπαρμένος..

Χτυπούνε τα τηλέφωνα- ένα άγχος
που ζορίζει την ντελικάτη σου υπόσταση.

Τι να κλάψεις, τι να φωνάξεις – το ίδιο..

Κατάθλιψη που ανήκει και σ’ εσένα και σε όλους
έτσι που έγινε η ζωή απρόσμενα δισταχτική.

Τώρα άσε τον εγωισμό του ανθρώπου και νιώσε
το πλάσμα το μέσα σου
που ασφυκτιά
και ψάχνει θεϊκό σημάδι..

Βρες την σκιά
του εαυτού που πίσω του μόνο σκιά απροσδιόριστη σηκώνει-

όπως μια λεύκα που την ξεφυλλίζει λίγο- λίγο ο βοριάς
και φαίνεται να φουρφουρίζει φλύαρα τα μυστικά της
πανύψηλη μέσα στο άσπρο φως..

ΓΕΡΙΚΗ ΣΥΚΙΑ..

ΓΕΡΙΚΗ ΣΥΚΙΑ..

Σέρνεται πιο νωχελικά τώρα που γέρασε μέσα στο φως και όπως ευτυχία είναι
διαπιστωμένη.

Πάνω από τις στιγμιαίες
αναλαμπές της σκέψης που φτάνει
στο ύψος μιας αόρατης κατάχτησης.

Η μέρα μεταφράζεται σε θαλπωρή.

Μπορεί γιατί κι ο ήλιος
τώρα πιο λυτρωτικός και ελεήμων
αρχίζει να εργάζεται αλλιώς.

Πεταλούδες σκέψεις άξαφνες πετούν ζαλισμένα μέσα
στο σύμπαν των αποκαλύψεων.

Όλα χλευάζουν το αυθόρμητο
που έχουμε με πάθος καταφύγει.

Εκείνη απλώνει τα κλαδιά της σαν σε εκατόγχειρες νύχτες.

Και βλέπεις μέσα στην μακροημέρευση που έτυχε
να ξαποσταίνει κάτω της ένας παλιός θεός!

Κάτι πουλιά της μουσικής κλητήρες
γυαλοκοπούν και γίνονται ουράνια δώρα
που κρέμονται επάνω της πολύχρωμα και φωτεινά!

Κάτι φορές απ όλες μου τις λέξεις

50.

Κάτι φορές απ όλες μου τις λέξεις ένα
Πραξικοπηματικό νόημα που αυθαιρετεί εις βάρος των κανόνων
Νομίζω διαφαίνεται.

Σαν να μπορείς να εξηγήσεις κάτι κι όμως να μην θέλεις.

Εξάλλου και οι ερμηνείες είναι άσκοπες-
Προϋποθέτουν πειθήνια
Να στέκεται μπροστά σου ο διδασκόμενος.

Σκληρά που δίνονται οι λύπες!

Της καρδιάς και των λέξεων…

25 Σεπτεμβρίου 2009

Μια γυναίκα γυμνή σαν άστρο

49.

Μια γυναίκα γυμνή σαν άστρο
Μια καμπύλη της σάρκας ηδονική σαν ώριμο φρούτο
Πέφτει μέσα στα χέρια μου
Απόναν ερωτικό ουρανό-
Κι αφήνεται να ταξιδέψει μέσα στην αφή μου.

Τα μαλλιά της
Σκοινιά που μ’ έδεσαν ανήμπορο, τα μάτια της
Σαν βέλη που πονάνε

Έχει την δόξα όλου του πόθου πάνω στην νερόχαρη επιδερμίδα της

Κι όπως φιλάει τα σύμπαντα όλα ανασταίνονται
Με μία ποίησης αλήθεια!

Την κοιτώ που μου ανήκει-

Εύθραυστη, ευωδιαστή-
Σαν ρόδο που το μύρο του δεν εξηγήθηκε,
Σαν μίσχος που λικνίζει το ωραίο λουλούδι.

Χάνεται μες την μέρα του μεγάλου ήλιου
Θεά που λες ξανάζησε
Φερμένη απ’ το παρελθόν
Ιέρεια μάνα!

Την κρατώ και βυθίζομαι στην ατέρμονη νύχτα
Την αγγίζω και χάνομαι

Μαγεμένος που αύριο θα φύγει η χάρη της και θα μείνω εγώ
Μ’ ένα τραγούδι πικραμένο!..

Βρέχει μες τα ποιητικά τοπία μου

48.

Βρέχει μες τα ποιητικά τοπία μου
Αφήνει μαγικές δροσοσταγόνες
Επάνω στα κλαδιά, επάνω
Στην καρδιά μου.

Τώρα να ζεις σαν πολλαπλασιάζοντας εντός σου κάθε άνοιξη!

Εφάπτονται επάνω στην σκληρότητα
τα δυτικά προάστια.

Είσαι ένας φίλος άλλου οράματος….Οι μέρες πέφτουν
Μες τα χρόνια
Αθροιστικά-
Στοιβάζονται
Σαν περασμένο τίποτα..

Όλα είναι εγκλήματα σε άλλη γειτονιά..

Εγώ επιμένω στο ανεξαργύρωτο
Ηθικό δεδομένο!

Τόσα φώτα

47.

Τόσα φώτα που ένα σκοτάδι δεν μπορώ
αυθεντικό να χρησιμοποιήσω

Να κρυφτώ κι από μένανε
να μείνω ήσυχος ανάμεσα στα χόρτα, ξαπλωμένος
κοιτάζοντας τον ουρανό που λάμπει.

Στον κόλπο κάτω απ’ το μεγάλο κάστρο φάνηκε
μετά ‘πο την αγρύπνια του ωραίο φεγγάρι

ν’ αδειάζει ψάρια ζωντανά στην θάλασσα.


Κανείς δεν φταίει αν έχω αποφασίσει να ξιφομαχώ
με ιδέες, με λέξεις…

24 Σεπτεμβρίου 2009

Περπατούν παράλληλα κι ανεβαίνουν μαζί μας

46.

Περπατούν παράλληλα κι ανεβαίνουν μαζί μας καθώς ταξιδεύουμε
χωράφια με λεύκες πανύψηλες
σαν λόγχες
γιγάντιων πολεμιστών.

Ένα μυστικό αεράκι τόσο δριμύ από το χιόνι των γύρω βουνών
που λες και θα σημάνει σαν μία νεκρή
ώρα που η ζωή συστέλλεται
κι αρχίζει να ζαρώνει.

Τρώνε χιλιόμετρα οι τροχοί του αυτοκινήτου…

Αγαπώ το ξάφνιασμα της ταχύτητας-
Μόλις να δεις και όλα έχουν φύγει…

Ούτε να προλαβαίνεις τα σκεφτείς- Η αποθέωση
του δευτερόλεπτου!
Ποιός νοιάζεται
για την παρατραβηγμένη ώρα, την μέρα που μάκρυνε
και τέλος- σε καλό μας- πουθενά δεν βγήκε;

Τώρα συντελείται το όνειρο των κοιμισμένων πουλιών!

Η νύχτα πέφτει κάθετα καθώς διαβάζεις
κι έξω έχει ψύχος και πόλεμο..

Κι ανθρώπους που αντιμάχονται ανθρώπους..

Προσφέρω την αλήθεια του ήλιου

45.

Προσφέρω την αλήθεια του ήλιου-
σαν το ποιητικό δοξάρι που νικά!

Κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι:

Αψίδες του ονειρικού θριάμβου- Κάτω τους περνώ
για μια νοσταλγική αναζήτηση-

Που από έναν κόσμο ήρθα και σε άλλον κόσμο πάω.

Λυπάμαι δεν θ’ αντέξω- Θα με κατασπαράξουνε οι λέξεις

Το οξύ τους δηλητήριο που κόβει
σαν εγχειρίδιο μέσα μου.

23 Σεπτεμβρίου 2009

Ήθελα απλά να γείρω και να κοιμηθώ..

44.

Ήθελα απλά να γείρω και να κοιμηθώ
ν αφήσω πίσω μου την κούραση της μέρας
να χαθώ σ έναν ύπνο μακάριο.

Η νύχτα έρχεται αξίζοντας σιωπή-
μου αρέσει που πουθενά δεν ανήκω

Σαν που ενός συμπαντικού λεξικού ο κάτοχος εσύ
να μην αρκείσαι να υπερασπίζεσαι το φως μονάχα
αλλά ένα διαμελισμένο σώμα που οι Βάκχες σκόρπισαν
παντού και γύρω..

Αξιώνω να μου αποδοθούν τιμές σιωπής

Επάνω σ’ ένα μνήμα πιο λιτό κι από ανάσκελο λιθάρι

Πέμπει φως το φεγγάρι
τις νύχτες και αν δεις
φύονται τα παιδιά της ανεμώνας!

Τι ωραία!

Να αξίζεις μόνο το ευχέλαιο του εκλιπόντος-

Να σου τελείωσε ως και το ασβέστιο των αποσυναρμολογημένων
οστών.

Να μην σε νοιάζει κάθε τι που είναι ή δεν είναι..

Μόνο ένας λόγος σου να μένει και να ηχεί
μέσα στην απουσία!

Φωνήεντα ιαματικά

43.

Φωνήεντα ιαματικά, μυστικά,
της μουσικής- τέχνες
του απόκρυφου..

Κάτω από ένα άγουρο θαυμαστικό ερμηνεύομαι-
σωστά!


Σαν βλέμμα καρφωμένο επίμονα
πάνω από το πρωτοξύπνητο κεφάλι ενός ρόδου.

Το φως κουρδίζει τα βιολιά των δέντρων

Όπως πουλιά πιάνουν το τέλειο κοντραμπάσο
στο δυνατό και άσπρο μεσημέρι..


Ένα ψηφίο από φως και ήχο
καθώς η μέρα προχωρά και σου αξίζει


Ταπεινή και ζεστή όπως άρτιο δώρο
που απόχτησες τώρα που ξέρεις να εκτιμάς

ΠΟΙΗΤΕΣ..

ΠΟΙΗΤΕΣ..

Χαμένοι μέσα σε μια αισθητική Ατλαντίδα
τι προσπαθώντας ν’ αναστήσουνε;

Χαμένα κάστρα που δεν τα λυπάται κι ο καιρός

και σπίτια που γκρεμίστηκαν χωρίς οι ένοικοι να καταλάβουν
πόσο πραγματικά γεννιόμαστε άστεγοι.

Των λέξεων το φαρμάκι, των ιδεών
το κράτος, του νοήματος
η ουσία

πέφτουν μες τις σελίδες τους

αυτοί οι λίγοι
υπερασπιστές του Αδύνατου!

Νερό- αίμα της γης

42.

Νερό- αίμα της γης
φιλοσοφικό δοξάρι
του χοϊκού

κυλάς υπόγεια σαν για να είναι ευχαριστημένες οι θεότητες,
δεν κομπάζεις,

ανηφορίζεις την άνοιξη
ξεγράφοντας τον δολερό χειμώνα-

το μουρμουρητό σου
παρασέρνει αρίθμητα φύλλα
πεσμένα των δέντρων

που ταξιδεύουν προς τον δύσκολο μαγνητικό Βορά!

Αυτός ο εξερευνητής ο μέσα σου

41.

Αυτός ο εξερευνητής ο μέσα σου που γύρους κάνει
κοντά στο Άπιαστο

ψάχνει το εναπομείναν αποτύπωμα
επάνω στην ουλή του χρόνου
από την τελευταία ακραία ψηλάφηση..

Τι θα μπορέσει τελικά;

Πόσο φως θα χωρέσουν τα μάτια του;

Και πώς θα του φερθεί ο καιρός;


Όλων όλο ένα ταξίδι ο νους σου!

Ξεφυλλίζοντας τις ώρες της μέρας ..

40.

Ξεφυλλίζοντας τις ώρες της μέρας σαν ένα παλιό περιοδικό-

εξαιρείται το ποιητικό φορτίο της επωμισμένο
πάνω σ’ ένα πουλί που αλήθεια τραγουδώντας
ολοένα περισσότερο αξίζει.

Τα άλλα ίδια και απαράλλαχτα-

πνιγηρές καταλήξεις του τίποτα που υποφέρουμε-

Κι όμως στο κατά βάθος όλων τούτων απομένει
πάντα και κάτι να ελπίζεις.

Έτσι που και η ποίηση δεν γράφεται με λέξεις πια γύρω σου μα με δέντρα
που κατοικούν νεράιδες
ζωντανές
κόρες του φευγαλέου
και θεοί
αρχαίοι
πεισματικά που επιβιώνουν

πίσω απ’ των νέας αντίληψης οπαδών
του αδιάφορου..

ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ..

ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ..

Κάνει τις ζωγραφιές του πάνω στα νερά ο αέρας
Και ωραία που ακούγεται να σιγομουρμουρίζει ο θεός

Φορτία σκέψης των ανθρώπων αδιέξοδα αδειάζουν
Μέσα στα τάρταρα κι η μέρα παίζει
Τα ιμάτιά της
ζαριά στον χρόνο.

Ποιητική αιτία μου, ψυχή
Σαν φως μες τον αέρα-
Κάποτε θα χαθείς, θα σβήσουνε οι ιριδισμοί σου
Κι ό,τι διαμοιράζει την αβρότητα σου θα χαθεί
Στα σκότη..

Κι αυτό το είδωλο ενός ειδώλου που είμαστε
Που με τα χρόνια ολοένα πιο βαρύ και κουρασμένο πάει
Θα εννοήσει μόνο του σαν μια μελέτη του θανάτου την βαριά απουσία
Από το φως
Της μέρας.

ΔΡΑΜΑ 26.12.2008

Γη της Λοκρίδας

39.

Γη της Λοκρίδας

με ψιλόβροχο και τον Νοέμβρη που στενάζει

με έναν σκλαβωμένο άνεμο μες τις ελιές

που θα φορέσουνε τα ωραία άμφιά τους.


Και μυρωδιά ελαιοτριβείου,

αψιά

οκτώ η ώρα το πρωί,

πηγαίνοντας

κάπου μέσα στο σώμα της Ελλάδας.


Έτσι τα είδα όλα, έτσι τα ζωγράφισα.

Πώς να ξεφύγεις απ’ την γη που σ’ έχει δέσει

με ισόβια δεσμά και περισσότερο ακόμη

του αίματος σου είναι ο ρυθμός;

Χωράνε στην Τ.V νεράιδες ηλεκτρονικές!

38.

Χωράνε στην Τ.V νεράιδες ηλεκτρονικές!

Πώς άλλαξαν οι χρόνοι και μπορούμε τώρα
ν’ αναμασάμε τις αλήθειες μας διανθισμένες
μ’ όλα τα ψέματα
που λες χρειάζονται να ζεις…

Μια υποψία μωβ

37.

Μια υποψία μωβ
από την κουρασμένη μέρα
αποτυπώνεται επάνω στο αναρριχητικό λουλούδι.


Ήχος άϋλος
με καθήκοντα ποιήματος
μεταγλωττίζει νότες.


Χρώματα άνθη της φλογέρας
που εγκλώβισαν σ’ ένα στηθάκι σπίνου
όλη την ομορφιά.

22 Σεπτεμβρίου 2009

Ανταλλακτήριο αξιών που είναι η όραση!

36.

Ανταλλακτήριο αξιών που είναι η όραση!

Ακούω τον ψίθυρο ενός γύρω μικρόκοσμου

Μεταφράζω σιωπές που είναι κάποτε να διαβαστούνε

Άθελα μου ρίζωσα μες την πατρίδα από κοκκινόχωμα

Των όμορφων φυτών βασίλειο…


Και πια καταλαβαίνω που μου λείπονται τα μύρια όσα

Αν πω να ζωγραφίσω έναν πλήρη ουρανό.

Ζαλισμένο απόγευμα

34.

Ζαλισμένο απόγευμα Παρασκευής.
Με δίδαγμα από αέρα ουρανομήκη.
Στα λευκά χρυσάνθεμα πνοές του Οκτώβρη.

Κάμαρα
Με φως σαν από ακτινοβολία αγίου
Που έφυγε
Ανάμεσα από σπηλιές βιβλίων
Και μοναξιά.

ΕΠΙΛΟΓΗ

ΕΠΙΛΟΓΗ

Αν μπορούσα να επιλέξω ρόλο ζωής θα επέλεγα άνεμος
Χωρίς καμιά ιστορία
Σώμα χωρίς ταφή,
Και μνήμη ούτε

Μόνο μια αίσθηση να απλωθεί μες το παρόν
Σαν ένα αφηνιασμένο δευτερόλεπτο!

Άνεμος που φουσκώνει τα πανιά των γλάρων!
Άνεμος σαν ψυχοπονιάρης γητευτής,
Άνεμος ξίφος, άνεμος φωνή
Άνεμος αφοβιά, άνεμος πόλεμος
Άνεμος δόξα

Που έρχεται απ’ το υπερώο των βουνών να κάνει
Ρίμες του οξυγόνου.

Πριν να είναι γραίγος ή σιρόκος

Φουντώνει ψυχικές φωτιές
Των δέντρων-

Πριν κελαηδήσει το πουλί και βρει το ταίρι του.

Ένα λεμόνι το βυζασταρούδι του καρπού

33.

Ένα λεμόνι το βυζασταρούδι του καρπού
μέσα στα ξεπλυμένα με ήλιο χρώματα

Τρέχει.


Ένα άλογο αρώματος
καλπάζει

Οξύ σαν ξίφος.


Ένα άγαλμα δέντρο πράσινο
με φύλλωμα από μια χαίτη χλωροφύλλης-

Και η σκιά του που αγγίζει το χώμα…

Μια Θήβα σκέψη..

32.

Μια Θήβα σκέψη

κρατάει ύψωμα σημαντικό

και από τα σύμβολα ιερολογχίζει…

Αναμέριζε τα σπλάχνα του σφαγμένου ζώου..

31.

Αναμέριζε τα σπλάχνα του σφαγμένου ζώου..

Άραγε με τι οιωνούς έρχεται το αύριο;

Τώρα αυτός που έχασε είναι ο αλήθεια κερδισμένος.


Και πάντως ο αρχαίος θεός που έγινε

ο νέος θεός.

Ανάβουνε τα φώτα στο λιμάνι

30.

Ανάβουνε τα φώτα στο λιμάνι και τα αραγμένα πλοία
μυρίζουν πέλαγο.

Ενός μπουκαδόρος άνεμος
σουλατσάρει επάνω στα μεγάλα καταστρώματα.

Ένας θεός κοιτάζει αδιάφορος και νυσταγμένος.

Με τα πριόνια μου έκοψα πολύ σιωπή

25.

Με τα πριόνια μου έκοψα πολύ σιωπή-

Τώρα το σκέφτομαι ότι καλύτερα θα ήταν να κραυγάζω.

Τόση βαρήκοη ακινησία
με θλίβει πια!

ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ..

ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ..

Σαν μια ορχήστρα χεριών που γράφουνε αέρινες φιγούρες επιφωνήματος
με κραυγαλέα βιασύνη-
όπως σαν του μαέστρου δηλαδή.

Και μετά ετούτο το ξινάρι που χτυπάει την πέτρα και σπιθίζει
αρχής γενομένης από ψυχής μεριά.

(Μιλώ για έναν τυμβωρύχο που ανασκαλεύει
στα χαλάσματα του εαυτού του μέσα.)

Ποιός θα συλήσει το είναι του και δεν θα ματώσει;

Και ανασύρεις λέξεις που δεν πιάνονται ουσιαστικά
γιατί σου επιτίθενται συνέχεια
λες κι είσαι συ ο φταίχτης της ζωής.

(Κανένας δεν λογάριασε πως μέσα στα ποιήματα κι εμείς πονάμε…)

21 Σεπτεμβρίου 2009

ΜΟΝΟ ΞΕΡΩ ΨΥΧΗΣ ΜΕΛΤΕΜΙΑ..

ΜΟΝΟ ΞΕΡΩ ΨΥΧΗΣ ΜΕΛΤΕΜΙΑ..

Τίποτα για τον σαματά, τον παρδαλό χορό της πεταλούδας
που τερματίζει όλη την καλοκαιρινή παρέλαση μέσα στην ζέστα
ξέπνοων ανέμων-

Κι αν δεις
σημαίνουν τίποτα οι σκέψεις της.

Από μια εποχή χαλκού που έχει αφήσει τα σημάδια της πάνω στα βράχια
που τώρα τα χαϊδεύει ένας αέρας
κρουστός .

Πάνε οι περγαμηνές μου· ανίδεος είμαι
από φωνή πουλιών και χρόνο.

Μόνο ξέρω
ψυχής μελτέμια
και μια μουσική
που όλο ελαττώνεται
μέσα σε τούτες τις ημέρες.

Και μετά η καλοκαιρινή βροχή- σαν μια αξία ξεχασμένη..

Πλένει τ’ αγκάθια, πλένει τα σπαθιά
που φύλαξε το χώμα στο δικό του υπόγειο μουσείο.

Κάπου ο Άδωνης θα ήταν εδώ…
Μπορεί χωρίς τον θρύλο του…

Αλκμάν

24.

Αλκμάν
ταπεινέ δούλε του έρωτα

Αιολικά μοιραίνεις τις ημέρες μου

Κι αν ίσως δεν το ξέρω είσαι
από αρχαίο παράδεισο σταλμένο φως.

Αποτραβιέμαι στο κονάκι των ατσάλινων βράχων

23.

Αποτραβιέμαι στο κονάκι των ατσάλινων βράχων

και φέρομαι σαν άγριος που ομιλεί γλώσσες πουλιών και κάνει

ζώων γκριμάτσες.

Φλόγες μικρές σαν ταπεινές δούλες της κόλασης

22.

Φλόγες μικρές σαν ταπεινές δούλες της κόλασης
γλείφαν το σπίτι
από παντού.

Μετά που ψήλωσαν έγιναν σαν τιτάνιες μοίρες

σε σκηνικό πολέμου.

Ταμένο στο φως το σπίτι ..

21.

Ταμένο στο φως το σπίτι ανεβαίνει το ανηφορικό απόγεμα

κάποτε πιο λακωνικό μες το φεγγάρι

εκτιμώντας την αξία του σε μια μικρή αυλή με τριαντάφυλλα

που με αναρριχητικές προσπάθειες καταλαμβάνουν τον ψηλό του τοίχο…

Σώματα ερωτεύονται..

20.

Σώματα ερωτεύονται, τυλίγονται με τα σεντόνια
τα παλεμένα, λαχανιάζουν-
καθώς μια στρογγυλή και κούφια μοναξιά τα εγκλωβίζει
όπως σε μια φωτογραφία.

Και ο έρωτας
σπάει την απουσία.

Αιτίες βρίσκονται για να τα ξαναθυμηθούμε χίλιες·

νικάει η μνήμη

στην κάμαρα κρύο χιμάει φεγγάρι

απόψε

εδώ!

20 Σεπτεμβρίου 2009

ΞΑΝΘΗ. ΑΒΔΗΡΑ. ΑΝΑΣΚΑΦΗ.

ΞΑΝΘΗ. ΑΒΔΗΡΑ. ΑΝΑΣΚΑΦΗ.

Θρυμματίζεται μια κάθετη αχτίδα του ήλιου.
Γέρνουν τα φυτά
ν’ αρπάξουν από τα κομμάτια της.
Ομιλίες νερού
και πάνω απ’ όλες τις αποκαλύψεις ξέρω
ότι καραδοκεί ένας θεός
θρυλικός
από γενιές παλιές ανθρώπων δημιουργημένος-
να τους εμψυχώνει τάχα..

Και σ’ αυτό το κάστρο ρημαγμένο πια από της μοίρας τους αιώνες
φυτρώνουν θρασέματα τα ζιζάνια-
όπως ν’ αυθαδιάζουνε μες τον καιρό.

Η αθανασία το ξέρει: όλα την αμφισβητούν.
Στους λίγους τάφους που με φέρνει το αργό περπάτημά μου
μέσα απομένουν σκελετοί
ξεκούραστοι-
αδιαφορούν για όλα-
ξέρουνε πως τους κοιτώ.

Αυτοί στρέφουν τα μάτια τους αλλού και το κρανίο
γίνεται σπίτι μιας τσιγγάνας κατσαρίδας
που βγαίνει μία απ’ του στόματος την πόρτα, μία
απ’ τα παράθυρα εκείνα των ματιών.

Ο ήλιος όλο υψώνεται και ξέρει ότι και πάλι θα νικήσει.

Ευλογημένη μέρα που ήρθε πάνω απ’ τους θεόρατους ευκάλυπτους

19.

Ευλογημένη μέρα που ήρθε πάνω απ’ τους θεόρατους ευκάλυπτους
μες την καρδιά μας να σταλάξει γλύκα.

Τα πέπλα της με πεταλούδες της φωτιάς πετούν και χάνονται
μέσα στον ξανθωπό αέρα.

Ώρες που γράφει ο ήλιος κοκκινάδια σαν των μήλων
ή σαν τα χείλη ωραίων γυναικών
που επιθυμούν οι άντρες.

Ώρες που η σιωπή σαν μια επώνυμη της ιστορίας ξιπάζεται
και δεν αντέχουμε την τόση φιλαυτία.

Βαδίζουμε μέσα στον θόρυβο του κόσμου.

Λαοί εντόμων που πετούν πάνω απ’ τα βαλτωμένα
νερά, που κρύβονται οι νερόκοτες.

Καλαμιές αφρόντιστες. Τρυπούν τον βουρκωμένο
πυθμένα του Οκτώβρη.

Φασαρία: Ανθρώπων και πουλιών.

Σαν μια κατάνυξη που καταλύεται
από την ανεξιθρησκία του ήλιου.

Ζωντανό λιανό αεράκι

18.

Ζωντανό λιανό αεράκι
φτασμένο από αττικές ακτές
σαν άρωμα.

Πεύκα που ξεχειμώνιασαν κοντά στην θάλασσα.

Αρμύρα πρωινού και ήλιος
σε όλα τα κατώφλια.

Οκτώβριος..

Που σε πίστεψα, που με τυράννησες τόσο·
που ήτανε τα χάδια σου φωτιά·
που γύρευα το κάτι πέρα απ’ τον ορίζοντα..

Μακρινές γραμμές που τραβάνε οι γλάροι
που πλέουνε
μέσα στα ορθωμένα ιστία.

Με την σιγουριά του επιδέξιου λυράρη-
του γαλανού η αλήθεια.

Ψαράδες σαν από την εποχή του Ναζωραίου
περιμένοντας κάτι συγκλονιστικό
να σπάσει τούτη την ανία.

Εμείς που μέσα απ’ την μοναξιά των λέξεων αν θέλεις
ψαρεύουμε ψυχές
γνωρίζουμε το δράμα που από μόνο του ένα θαύμα περιέχει..

Ομάδι πάν’ πουλιά..

17.

Ομάδι πάν’ πουλιά..

κι όταν τα τιτιβίσματα σπάνε το καύκαλο του ήχου

μες τους αιθέρες αναφαίνονται οι άχνες των ανέμων

να γνέθουν σύννεφα λευκά

πάνω απ’ τους μαχαλάδες των χελιδονιών που παίζουν.

Μετρήθηκαν όλα τα χρώματα του δειλινού

15.

Μετρήθηκαν όλα τα χρώματα του δειλινού
κι απ’ όλα μόνο ένα ξεχώρισε,
που το ‘χει και μαντήλι Παναγίας.

Πάνω στις πράσινες κατηφοριές αιώνες πριν η θάλασσα απαιτήσει
κλήρο του ακρωτηρίου
αφρίζοντας
περ’ απ’ τα κύματα ο αυλόγυρος.

Και σπουδαίες μυρσίνες σαν να ορίζουνε την δόξα των παλικαριών που έπεσαν
για μια πατρίδα με ιδέα από πιο ωραίο άνθρωπο!


Εκεί
που ο ήλιος ακονίζει τώρα τα μαχαίρια του
της ζέστας και της απονιάς.

Οργιές που έτρεξε μέσα στην νύχτα η περπατησιά μου!

Διορθώνω αταξίες των φαινομένων

12.

Διορθώνω αταξίες των φαινομένων, ξέρω
που πατώ
(όσο και αν βαραίνει με τα χρόνια η περπατησιά μου.)

Αισθάνομαι κι αυθόρμητα ομολογώ πως είναι
μέσα μου ο κόσμος εξαιρετικά απλός..

Με σύνεση τον ξέρω ή δεν τον ξέρω-
με ρυθμό..

Γυναικομάνι καρδερίνες

11.

Γυναικομάνι καρδερίνες, σουσουράδες, μέλισσες

χαρούμενα πετώντας μες την μέρα και μες την καρδιά μου-

φιγούρες της χαράς, νεράιδες

παντού των μουσικών…

19 Σεπτεμβρίου 2009

ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΕΦΗΒΙΚΑ.

ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΕΦΗΒΙΚΑ.

Όσα κι αν γράφω τελικά
χωρίς ήχο φωνής αθροίζονται οι μέρες μου:
στρατιώτες βουβοί:
μια φάλαγγα που πάει προς το μέτωπο.

Μαίνεται ο πόλεμος.. Κανένας ποιητής
δεν θα καθόριζε μια νίκη.

Κι αυτό που κατορθώνω αν το σκεφτείς
θούριος είναι αλλά με σημάδια κόπωσης.

Δεν εμψυχώνει γιατί κάπου έχω
την αστοχία να ρεμβάζω
μες τα τοπία του μυαλού που ενώ δημιουργώ
ποτέ δεν μου ανήκουν.

Τώρα
ξέρω αλλιώς ν’ αποτυπώνομαι στα βότσαλα-

Με μουσική ονείρου!
Οδοιπορώ μέσα στις πολιτείες των ανθρώπων.

Πώς εξηγείται όμως να γερνάς με πλήθος αυταπάτες κι όταν
ο βίος σου βουλιάζει
να ονειρεύεσαι και πάλι εφηβικά;

Ξέμεινε προδομένο άρωμα μες τον αγέρα

9.

Ξέμεινε προδομένο άρωμα μες τον αγέρα-
λες και οι άνθρωποι να καλοσύνεψαν.

Έγινε
σχεδόν ορατό

από τα τηλεσκόπια της ποίησης..

Στην έξοδο της δωδεκάτης ώρας του μεσημεριού

8.

Στην έξοδο της δωδεκάτης ώρας του μεσημεριού
πουλιά και δυοσμαρίνια

συνωστίζονται, ανάβουν
όπως το λαίμαργο τα καταπίνει φως..

Το φως μοιρασμένο μέσα στην μέρα

7.

Το φως μοιρασμένο μέσα στην μέρα
είναι ο κοινός διαιρέτης του αισθήματος

Βαφτίζει με αξίες τα δέντρα, αποκαλύπτει
την υπεροχή της ωραιότητας

Και συσπειρώνεται άϋλο, άσπρο
μες το κοχύλι του απογέματος.

Άλλαξε η ζωή ..

6.

Άλλαξε η ζωή κι όμως ο Φαραώ παντού υπάρχει

και παντού ο σφουγγοκωλάριος.

ΘΑ ΕΚΡΑΓΟΥΝ ΟΙ ΩΡΕΣ..

ΘΑ ΕΚΡΑΓΟΥΝ ΟΙ ΩΡΕΣ..


Φρόνημα υψηλό του απογέματος

κι όταν αιχμαλωτίστηκαν οι ευωδιές
αποκαλύφτηκαν και πια δεν είναι μυστικά τα μυστικά τους.

Θα εκραγούν οι ώρες!

Κι από τα χείλη σαν του τραγουδιού οι ανάσες
αφήνουν άχνα του έρωτα που λαμπιρίζει
αργά το σούρουπο!

Όχι σκέψεις… Οι ερωτευμένοι απουσιάζουν απ’ το σοβαρό·
κι όμως συνέχεια λάμπουν..

Πλανιόνται ανάερες φοβέρες του φθινόπωρου·

όλα ακινητούν
κι απ’ το μαχαίρι σφάζονται του ηλιοβασιλέματος!

Δες!
Απίθανα είναι!

ΠΑΝΤΟΥ ΕΝΑ ΜΝΗΜΕΙΟ Ο ΧΡΟΝΟΣ.

ΠΑΝΤΟΥ ΕΝΑ ΜΝΗΜΕΙΟ Ο ΧΡΟΝΟΣ.

Άγρυπνος και διαλέγω ουρανούς-
αιθρίες με ανέμους
απαλούς να κατοικήσω.

Στο στήθος μου σαν κλειδωμένο μυστικό το όνομά σου
την νοσταλγία ανεβάζει αόρατη που φλέγεται-
όπως κι η νύχτα.

Σαν από ώχρα γύρω μου χρωματισμένα σπίτια·
κι η θάλασσα που ξεδιπλώνει
λιθάρια θρυλικά
στο ακρογιάλι
απ’ τον παλιό καιρό.

Νόημα παίρνουν όλα! Ξέρω
τον κρυφό παλμό τους.
Πίσω από κείνο που κοιτάζω σαν μια άθληση
κρυφή και προσεγγίζω
μνημεία θεάς που χάθηκε και τώρα ένας
ναός ερειπωμένος μες τις παπαρούνες σαν ένας κλωβός του αέρα
που πλέκει αντένες πάνω του η άνοιξη..

Παντού ένα μνημείο ο χρόνος…

Όλα θυμίζουνε ιέρειες που απορροφήθηκαν απ’ τα φεγγάρια
κι η γη κατάπιε τους χιτώνες τους.

Στο χάσιμο του φεγγαριού αν δεις καμιά φορά
κάτι ανεμίζει αρπαγμένο από κλαδί,
λευκό κι ωραίο.

Και η αγνότητα να σφύζει στο τοπίο.

(Μόνο την φαντασία αφήστε μου, μόνο την φαντασία…
Αυτό το γρηγορότερο ταξίδι του μυαλού.)

Όμορα σπίτια

2.

Όμορα σπίτια,
κατεβαίνοντας και πάλι την πλαγιά
που οδηγεί
στην πιο αθώα θάλασσα.

Και το ύφος τους με κάτι από προσκυνητή που έφτασε
τον σκοπό του-
και του φαίνεται πια
η ευχαρίστηση στα μάτια.

Παρτέρια με γερά λουλούδια αισθήματα-

πρωτοστατεί ένα γεράνι μες το ιερατικό τοπίο-

ένας ήλιος που οξειδώνει το απόγεμα και είναι
πάλι ωραίος και καλός…

Σ’ ένα προάστιο του μυαλού

1.

Σ’ ένα προάστιο του μυαλού ασωτεύουν, γίνονται τεράστιες
οι σκέψεις

που από μέσα σου
δραπετεύουν
επιθυμώντας πάλι ουρανό.

18 Σεπτεμβρίου 2009

ΝΥΧΤΕΣ ΞΕΚΟΥΡΔΙΣΤΕΣ ΕΡΩΤΩΝ

ΝΥΧΤΕΣ ΞΕΚΟΥΡΔΙΣΤΕΣ ΕΡΩΤΩΝ


Η βιβλιοθήκη απαγγέλει τίτλους βιβλίων.

Το τραπέζι με χαρτιά ανακατωμένα
κοροϊδεύει την θλίψη σου-

Σκούρα είναι τα έπιπλα των αισθημάτων·

και πιο βαρύτερο το χρώμα της ψυχής
που παίζει με μελαγχολίες στην καρδιά σου-

Πού να το υποψιαστείς ότι με τόσο γύρω σου σκοτάδι
ξάγρυπνος θα ζητάς προθέσεις κι αυταπάτες.


Αν σ’ αγγίξω χάνεσαι,
αν σε πω διαφεύγεις

και χάνεσαι μέσα στις ξεκούρδιστες νύχτες
που οι πένες των άστρων αγκυλώνουν το σώμα μου
με αγκάθια ερώτων!

ΓΝΩΣΗ

ΓΝΩΣΗ

Έρχομαι από μέρες καθαρής σιωπής
μυρίζω γύρη των κυττάρων·

Ιδέες πολιορκητικές
σαν όρνεα σαρκοφάγα
έρχονται στο κεφάλι μου·

και πού θεός!

Ρυθμός κρατάει την αναπνοή μου
ταράζει όλα τα σπλάχνα μου.
Αρχαίες ψυχές με κατακλύζουνε- σαν να ‘μαι
το ξόδι ενός Βάκχου ποιητή.


Και φως-

Στην κόρη του ματιού ένα φως απόκοσμο
ξοδεύει όλον τον θάνατο.

Εδώ τα μυστικά βαθαίνουνε, πονάνε πιο πολύ οι πόνοι.

Είμαστε οι εντολοδόχοι του μοιραίου δυστυχώς.

21.10.2007

Μπορείς με θραύσματα ..

Μπορείς με θραύσματα να φτιάξεις μιαν εικόνα-
Σαν το ψηφιδωτό από ύλη και αισθήματα.
Και να συνθέσεις τα τοπία του μυαλού σου
Δείχνοντας τον άνθρωπο
Και το ήθος του
Και τ’ όνειρό του…

Πάνω εκεί επιμένω τώρα. Πάνω εκεί…

ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ

ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ

Αυτές οι σάλπιγγες του δειλινού που ακούγοντας τες η ψυχή μου αναστατώνεται.
Ο Ιούλης που σε κράτησα στην αγκαλιά μου αήττητη.
Ο Ιούλης ενός φεγγαριού.

Το λιανό φως έστελνε σε άλλες εποχές τα βράχια κατ’ από την Ακρόπολη
που βούλιαζε και ταπεινά
χάνονταν μες το μαύρο.

Η έμπνευση έτρεξε στους δρόμους της πολιτείας με τα φώτα αυτοκινήτων.
Τα παράθυρα έκλειναν στα σιγά
και μεγάλοι ίσκιοι από άντρα και γυναίκα που θέλγονται του έρωτα
βημάτισαν στην κάμαρη.

Ο σκοταδόγατος εγώ.

Η ζωή μου λέω ρημαγμένη.
Ταπεινός μέχρι τέρμα
κάτι έλπισα από βουερή ψυχή ν’ ανάψει αλλά
ο μάταιος στοχασμός δρασκέλισε τα σύνορα του απόκοτου
γίνηκε πάλι απόγνωση.


Η ώρα δώδεκα το μεσονύχτι ψάχτηκα και βρέθηκα μόνος.
Κ’ εσύ που ήσουν;

Με γεμίζει ο πόνος του άδειου ορίζοντα!.

Αυλίδα 15/7/82

ΑΙΘΡΙΑ..

ΑΙΘΡΙΑ..

Κήπε φωτεινέ, ξημερώνει το άνθος σου,
μες τις καυτές γεωγραφίες.
Παλινωδίες αγγέλων,
φωνές που ηχούν ατέρμονα,
πετούν προς τον μεσημεριανό ύπνο μου·
ολόκληρε πόθε!

Αναγκασμένος σε ποιήματα!
Έχει γίνει ένας ουρανός αιθρία-
βάζω τις σκάλες στα μικρά μπαλκόνια
να κατεβούν οι κοπελιές.

Οι αγαπητικοί πετούν λευκά τριαντάφυλλα
που πολλαπλασιάζουν τα φύλλα τους επί τέσσερα-
χρώματα της αθωότητας
εκατόν είκοσι..

Ευεξήγητος αυτός ο μπόμπιρας·
είπε «Χαίρετε!»

Κι εσύ «χαίρετε!»
Αύριο θα μεγαλώσεις σε σχήμα φοβισμένου ανθρώπου,
θα ξενιτευτείς να κάνεις λεφτά,
θα επαναπατρίσεις
ροζιασμένα χέρια
ανήμπορο κορμί
τσέπες άδειες..
Για την φωνή σου υπάρχει
σοφία Ομηρική..

Η ώρα βαδίζει οχτώ και τέταρτο·
κουζουλός ήλιος·
ο φίλος μου στολίζεται με φαντασία·
μονολογεί πως είναι λάθος
«Να χαρίζεις» λέει «μόνο να χαρίζεσαι..»

Θεία μου Λένη στο χωριό!
Στο Μόλυβο, στο νησί..
Το πρωί ξύπνησε,
τσάκισε ένα κλωναράκι βασιλικό,
το ‘βαλε στο μισοκουμπωμένο της μπολκάκι
γινάμενη αειπάρθενη!

Χαράς με, για ένα φλάουτο!
Μια κιθάρα ακομπανιάρει τον πόθο μου·
η κοπέλα βγαίνει λίγο στο μικρό της παράθυρο
φορώντας ένα λιγοστό ρούχο..

Δυο ώριμα μάτια την κοιτούν,
Σαστίζουνε!
Φίλε κουράγιο!
5.3.1982

Φριχτό όπως ο αγγελιαφόρος κάθε πρωί..

Β

Φριχτό όπως ο αγγελιαφόρος κάθε πρωί
μου φέρνει την απελπισία!
Στη Σαλονίκη του ’82-

Ένας αέρας πνέοντας πάνω από περισπωμένες καμινάδες
και οξείες ταράτσες.
Είδα το φεγγάρι να ακροβατεί πάνω σε κεραίες τηλεοράσεων,
σύρματα ηλεκτροφόρα
ή
άλλα
τηλεπικοινωνιών·
αν κρυφάκουγα
καμιά φορά
μόνο «βοήθεια!»

Και πάλι «βοήθεια!»

Σε ένα σπίτι φοιτητή της Σαλονίκης..

Οι ντερμπεντέρηδες φοράνε το σακάκι τους αναρριχτό στις πλάτες·
ένα μαγκάκι καπνίζει·
οι καπνοί
κάνουν το κεφάλι του με τα μεγάλα μαλλιά να αχνίζει..
Εντάξει..
Είμαι ψυχρός σε σένα, μωρό μου..
Είμαι όπως ένα σούρουπο αρρωστημένο
φθισικό που μέσα του
δεν έχεις διάθεση να κάνεις τίποτα·
κάθεσαι στην πολυθρόνα του κήπου και διαβάζεις
ή καπνίζεις ακούγοντας μουσική..

Όμως
όταν φωνή ανθρώπου και ο άνθρωπος δεν είν’ εκεί;-
τρέχει
μέσα στις πεδιάδες των ονείρων του-
Δον-Κιχώτης εξακοντίζοντας
ποιήματα·
βρίσκουν τον στόχο·
χαμογελάει
στον ήλιο!
Έτσι..

Αν κλαίνε τα ποιήματα που σου γράφω
και ψάχνεις να βρεις την αιτία
σου έχω απάντηση:

Ίσως επειδή τα φαντάζομαι σαν παιδιά νεογέννητα
(ξέρεις πως κλαίνε τα μωρά)
πολλές φορές χωρίς καμιάν αιτία·

ο ποιητής τους το κατάλαβε το μυστικό:
φοβούνται
την ύπαρξη!

8.3.1982

ΣΤΑΘΜΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ..

ΣΤΑΘΜΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ..

Αποδιοπομπαίος απ’ όλες τις ομηγύρεις- ακόμη και αυτές των παραμυθιών-
Λέω..

Ψυχή μου,
ράισμα του ουρανού,

ο καιρός πάει μονοκοπανιά, δεν λογαριάζει
εμάς τους φτωχούς που υποφέρουμε, υποσιτιζόμαστε σε όνειρα..
Δυστυχία!

Βραδιάζει στον σταθμό Λαρίσης·

ένα πικρόχολο σαββατόβραδο αγκομαχάει στον ουρανό,
σαν ατμομηχανή αμαξοστοιχίας.
Ώ θεέ μου!

Υποφέρω- δεν με βλέπεις;
Υποφέρουμε- δεν μας βλέπεις;
Αλήθεια,
τι συγκινεί έναν θεό;

19.2.1982

ΦΑΝΤΑΡΟΣ Ο ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ..

ΦΑΝΤΑΡΟΣ Ο ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ..

Δεν ξέρω τι ν’ αποκριθώ..
Όνομα από θρυμματισμένα φωνήεντα είναι το απόγεμα·
βλέπω το κιτρινωπό νερό της βροχής
που κυλάει ήρεμο και αποπέρα βρίσκει
την επιθυμία της διψασμένης γης.
Φλεβάρης!

Ο ουρανός κατρακυλάει στην τσουλήθρα του ορίζοντα!
Τρεμουλιαστό,
Ηχηρό,
θρηνητικό είναι το βουνό·
τα παγωμένα πόδια του ζεσταίνονται λιγάκι
μες το φαρδύ παπούτσι της πεδιάδας!

Φανερώνεται όλο το μήκος της μοναξιάς
με συλλαβές όπως «ώχ, δεν μπορώ πια!» την ώρα που γέρνει
η μικρή βοσκοπούλα, η φίλη μου..

Τριγύριζε όλη την μέρα μες το κρύο.
Ξαπλώνει στο στρώμα της, «αχ, θεέ μου!..»

Είμαι ο εν Αυλίδι υπηρετών·
πώποτε μην μετανοήσας·
που πονάει το αίμα μου από ποίηση·
που στοχάζομαι λευκά μέσα στα μαύρα·
προετοίμασα τον εαυτό μου για ένα κομφούζιο αναπόφευκτο·
να ‘μαι!
Είμ’ εδώ!
Ποιός δεν φοβάται ν’ αντικρύσει τα μάτια μου;

Με απόπειρες λιποταξίας, απειράριθμες
φαντασιώσεις, ο Θανάσης
φίλος μου καλός, μετά Χριστό, και προ διαβόλου
μια μέρα μου ‘πε:
«Σιχαίνομαι να ‘μια μιας χρήσης…»

Θανάση, όχι!
Δεν είμαστε μιας χρήσης!
Δεν είμαστε μιας χρήσης!


…Και λοιπόν, όπως έλεγα
η πίκρα μου ανέβαινε στο λαρύγγι..
Γύρω μου ήταν ένα τοπίο αδυσώπητης νύχτας.
Παροξυσμός του χειμώνα,
Βοριάς,
Ανεμόβροχο..
-«Έϊ, ποιός είν’ εκεί;»
-«Βρικόλακας· κι εσύ τις εί;»
-«Σκοπός πανάθεμά με· χέστα..»

Η ιστορία μου που ασχήμυνε, την καταδίκασα και γράφω άλλη..

Βουρ, για να κάνουμε έρωτα αυτοπυρπολημένοι!

28.2.1982

17 Σεπτεμβρίου 2009

ΓΥΝΑΙΚΑ..

ΓΥΝΑΙΚΑ..

Γυναίκα χειμωνιάτικό μου χείλη για ένα φωνήεντο της τρικυμίας·
μπολκάκι ανοιχτό και στήθος κραυγαλέο,

να μιλήσεις μια στιγμή ένα «γειά σας» και να αναστατωθούν οι μυγδαλιές,
να ράνουν τα μαλλιά σου..

Έμαθα όλο προσταγές φτηνές μα υπερυψωμένες
από αδεξιότητα των ανθρώπων..
Ο κόλπος ήρεμος μα δεν αράζουν τα καράβια·
φυσάει ένας αέρας κρυερός τα βράδυα·
κάθομαι και ξελεπιάζω τις πιασμένες σκέψεις..

-Καλησπέρα, δεσποινίς! Πού πηγαίνεις;

-Είναι ένα αίνιγμα βαθύ και χλοερό·
μέσα του σπαρταρούν οι αγάπες·
την χώρα την λένε Όνειρο και Σήμερα τον τόπο..

-Εϊ δεσποινίς, περίμενε, θα ‘ρθω και γω.
Βαριέστησα ν’ ακούω λόγια
που βροντούν μια στο αναίτιο και σβήνονται μετά..

Η νύχτα κατεβαίνει εξημερωμένη εντελώς πάν’ από τα κατάρτια τόσων αστεριών ναυαγισμένων·
διστάζει το στόμα μου,
ξαρχής,
μετά φωνάζει «έλεος»-
για μια ζαριά του φεγγαριού την δίνω την ζωή μου!

-Εϊ δεσποινίς, πού θα ‘σαι όταν θα σου πω πως σ’ αγαπάω;
-Η ίδια θα ‘μαι τώρα δα που σου αντιμιλάω:
«Σφίξε την ζώνη του εαυτού σου για ένα σάλτο ανάμεσα από τις ανελέητες φωτιές·
μην φοβηθείς,
κανένας δεν πεθαίνει νέος..
Σαν έρθει εκείνη η ώρα όλοι έχουν ηλικία χαλασμένου πια δοντιού,
μασάνε μόνο λόγια,
ο καθένας είναι πια χυδαίος..»


Ακρωτηριάστηκε ένα φεγγάρι που ήταν-
δεν μπορώ πια να ελπίζω στο ζάρι του·

καλημέρα σε όσους θα χαμογελάσουν μετά
να καλοπιάσουν το ερχόμενο αύριο..

Γυναίκα αν σταματήσεις εδώ
ανάμεσα στα πικρά μου λόγια
(μπαίνει η άνοιξη)
βοήθησέ με με χέρι στοργής!

Βοήθησέ με με χέρι στοργής!
Αντίο!
27.2.1982

ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ..

ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ..

Είναι ένα αλάνι του λιμανιού..
Το σφύριγμά του στέκεται ανάμεσα σε δυο βαπόρια που φορτώνουνε καπνό..

Διπλοπόδι σιχαίνεται την επαύριο ο θεός μου πίνοντας
την σταξιά του από τσίπουρο της νεφοταραχής·
βαστάει τα νεφρά του κάθε τόσο
φτύνοντας καταγής..

Αυτός είναι ένας άγγελος.. Αδιάφορος!
Κι αυτός είναι ο ήλιος.. Έχει ένα ύφος!

Κορδωμένος είναι ο αέρας- Το πήρε πάνω του!
Τα δέντρα του στρατοπέδου
έχουν ένα μακρύ, συρτό τραγούδι
όλο πευκοβελόνες και νότες αγκαθερές..

Τα λα της μουσικής τους κλίμακας
είναι η θλίψη ενός φαντάρου που στενοχωριέται γιατί
(κι εγώ στην θέση του)
έχει ένα τσουβάλι που γέμισε - φασούλι το φασούλι..

Μου χυδαιοποιεί την τάξη του μυαλού μου ο καταναγκασμός!

16.2.1982

ΑΙΩΝΑΣ..

ΑΙΩΝΑΣ..

Μέσα στο θάρρος μου ξετυλίγεται μια πικροκυματούσα θάλασσα-
Τα μεράκια γλιστρούν από πάνω μου: δροσοσταγόνες.
Aνοίγεται η αυλαία του ανέσπερου πόθου μου·
αναφαίνει το σώμα σου:
καυτό, αρχαγγελικό-
όπως μύθος!

Η εφηβεία
κολάζει όλες τις μετέπειτα ηλικίες μου!
Η λαίλαπα του πυρός που φεγγοβολεί
είναι το κομπάκι των μαλλιών σου που χρυσίζουν
μες τα δειλινά των ατέρμονων στοχασμών μου!

Ένα σιωπηρό θαύμα διαβάζει
μέσα στα μάτια μου.
Φλέγεται από καλησπέρες ο άνεμος!
Στον βυθό της ελπίδας κατρακύλησαν
τα βράχια της λύπης μου-
βουλιάξανε πια.
Ένα φουγάρο
μένει να λαχπατεί ο καπνός του
με τις μεγάλες μαύρες γαλότσες
στα ρηχά των σύννεφων..

Αιώνια αυτός!
Για σταύρωση και για ανάσταση!
Κυρτώνομαι..
Εκτινάσσομαι τώρα!

Απίθανο μακροβούτι μέσα στα βαθιά νερά της μέλλουσας τάξης
από λεβάντε
βασιλικό και δυόσμο!

Την θέλησε η ιστορία μια τέτοια αντάρα
με λάβα του Βεζούβιου και
θαμμένες Πομποιίες;
16.2.1982

ΦΛΕΒΑΡΗΣ..

ΦΛΕΒΑΡΗΣ..

Κυρίες και κύριοι, αυτός εγώ· καθόλου για τα δόντια σας-

Ίσως για έναν εφιάλτη που μπορεί να σας χαρίσουν οι στίχοι μου,
μία απ’ τις παραμονές του πρόωρου θανάτου μου..

Τώρα ρεμβάζω στα μέλλοντα..
Λίμνες με τις καλαμιές που τις μπατσίζει ο άνεμος..
Ο ταύρος της οξυθυμίας που μάχεται
τον παλαιστή του «φοβάμαι»..

Οι πόλεις μακριά φωταγωγημένες με το βραδάκι.
Στο ταβερνάκι που τα πίναμε εχτές, σήμερα λαλούν μπουζούκια..
Ωραία!

Στον άσπρο τοίχο του μεσημεριού με τον κονδυλοφόρο της πευκοβελόνας
γράφτηκε ένα «γεια σας παιδιά!»

Εγώ κοιμάμαι κι ονειρεύομαι.

Είναι το κορίτσι με το ροζ φόρεμα και το θάρρος του να τα βάζει με τα λόγια.

Η ώρα τρείς-
έχει κομματιαστεί η απόγνωση.
Βάναυσα, άγρια-

Το αίμα της κυλάει βιαστικό στους λερωμένους δρόμους
του στρατοπέδου που υπηρετώ καθόλου θέλοντάς το..

Λύνω τις αρβύλες μου,
γυμνοπόδης·
περπατώ πάνω στο ηλεκτρικό ρεύμα της θέλησής σου
που μου έδεσε τα χέρια σταλμένη μ’ ένα γράμμα σου…

Παραμονή του πρόωρου θανάτου μου!
Έχω ακοή μόνο για τους αντιρρησίες!
Βαρέθηκα να ‘μαι κατσούφης γιατί το θέλει η θλίψη σου·

θα γίνω χαρούμενος σαν καθρέφτης που αντανακλά ένα πράο πρωινό
γύρω στις δέκα κι έχω σηκωθεί
με κέφι για χορό και τραγούδια!

14.2.1982

ΑΝΑΜΝΗΣΗ..

ΑΝΑΜΝΗΣΗ..

Πρωί με τον λεβάντε· χαρούμενος που είμαι!
Ζητάω το νανούρισμα της μάνας μου
επίμονος να μου το δώσουν πίσω οι παιδικές μου ηλικίες!

Κάνει κυκλοτερές κινήσεις
αγκαλιές για το κορμάκι των ανθών ο αέρας!

Είναι η Λίτσα με μια φούστα καρώ· αποκάτω της
κρύβει ένα θαυμαστικό!
Φλεβάρης ερωτευμένος τον Μάη!
Στην πλατεία σεργιανούν οι φίλοι μου χαμογελώντας

κάθε που με πιάνει αμήχανο η στιγμή και δεν ξέρω τι να πω..

Σκέφτομαι: παλεύαμε μες τα χρωματιστά σεντόνια.
Το σπίτι ήτανε στην Αίγινα·
ένας μπόμπιρας κάθε τόσο
ανέτειλε τον μικρό ήλιο του κεφαλιού του
χαμογελώντας και μας κοίταζε..

Αγκαλιασμένοι και δεν μας πόναγε ο καιρός..


Οι γλάροι σου μου ‘χουνε φέρει
την Αίγινα μπροστά στα μάτια!

Αλήθεια το πρωινό αυτό που το ‘χω
μες την χούφτα μου..
Πλένε τα όνειρά σου πάνω πάνω,
στον αφρό!

Σε προσκαλώ
για μιαν ανάμνηση
στο ποίημα μου!
14.2.1982

16 Σεπτεμβρίου 2009

ΚΑΤΑΔΙΚΗ..

ΚΑΤΑΔΙΚΗ..

Αυτό είναι το χέρι μου που γράφει-
κι είναι αλήθεια πολύ μελάνι ίδρωσε να πει μια καληνύχτα
απόψε που ‘σαι μακριά και σε σκέφτομαι
μαζί μ’ αυτό το φεγγάρι που υπνοβατεί·

απ’ το κρεβάτι του σηκώθηκε και βιαστικό
περπατάει πάνω στο σχοινί
της μπουγάδας των άστρων.

Τέλειος ακροβάτης!

Ζω σ’ ένα σπίτι φοιτητή της Σαλονίκης..

Καφέδες πολλοί
παραταγμένοι σε διάφορες ώρες της μέρας,
τσιγάρα νευρικά ή
δάχτυλα νευρικά
με τσιγάρα
με αφή
που θα την έλεγα παρακμασμένη..

Σαν μια αυτοκρατορία… Αισθήσεων

πολλών ανακατωμένων το λαμπύρισμα.. Δεν ξέρω
αλλά ώρες ώρες συλλογίζομαι ότι πρέπει στο όπλο μου να φέρω λόγχη.

Είναι πολύ κοφτερή, με το παραμικρό ξεκοιλιάζει
στο τελευταίο νούμερο σκοπιάς
το πρωινό..

Τα έντερά του
πέφτουν συχνά πάνω μου·

το αίμα της αυγής ξέρετε δεν συγχωρεί·

με δικάζει σε ισόβια ποίηση!

24.1.1982
Στο σπίτι του Ηλία. Θεσσαλονίκη..

Ο ΦΙΛΟΣ..

Ο ΦΙΛΟΣ..

Ναι, ναι νιφάδες του χιονιού
ναι κι ο αέρας τις έπαιζε παιχνίδια
χαριτολογώντας ο αέρας, σφυρίζοντας
μες το μυαλό των πεύκων
ξετυλιγμένος από το μασούρι του βοριά!

Όπου να σε συναντήσω θα ‘σαι λυπημένος ρε φίλε,
στις εννιά το πρωί ή στις πέντε το απόγεμα,
αγγίζοντας με τα μάτια σου
αφηρημένα τον ορίζοντα..

Τότε ήταν ένα σπίτι στην οδό της εφηβείας μας.
Ο ουρανός ακόμη και τώρα
εφορμά απ’ το παράθυρό του
ανακατώνοντας πα’ στο τραπέζι μου τα ξεχασμένα
φιλιά, αισθήματα κι ατέλειωτα
ποιήματα..
Το μεσημέρι πίναμε ούζο στου Ηλία..

Τώρα είμαι σ’ ένα άλλο ανέκδοτο που το ακούει η χάρη σου μα δεν γελάει
σαν κάποτε. Ένα ρολόι έχει κάνει
την επανάσταση των ωρών.
Βλέπω συνέχεια λεπτοδείχτες, με σπαθιά στα χέρια·
αρνούνται να υποταγούν!

Ένα γράμμα σου…
Το άνοιξα βιαστικά να διαβάσω·
έπεσα στην παγίδα των μελαγχολικών σου ματιών
περπατώντας στους στίχους μου πάνω.

«Συλλογίσου πως
ένας άγγελος μας είχε μιλήσει για τους ανθρώπους-
φθινόπωρο στη Κηφισιά!»
«Πονάνε» μας έλεγε
«ποτέ δεν έχω ήσυχα όνειρα·
φτιάχνω ένα σχήμα ζωής που να χωρά
ο κάθε άνθρωπος·
κρατώντας στο χέρι του μια μικρή ζυγαριά
για τα λόγια και για τα έργα του» έλεγε…

Σκέψου, ρε φίλε,

κουκουλωθήκαμε με το σεντόνι στην στάση του ύπνου ενός ερωτευμένου·
από λίγη ζύμη είμαστε φτιαγμένοι αλλά
ζυμώνουμε ένα μεγάλο ψωμί..
Τώρα σου τεντώνω το δάχτυλο μέσα στον ήλιο
δείχνοντάς σου το μυστικό:

Είναι η ώρα δώδεκα στο ρολόι και σε λίγο αλλάζει ο χρόνος
φέρνοντάς σου ένα δώρο ελπίδας!
Αυτή είναι η πόρτα·
Μπες!..

Καλή σου ώρα!
13.2.1982

Η ΛΥΠΗ ΜΟΥ..

Η ΛΥΠΗ ΜΟΥ..

Σόνι και καλά, με την κάνη του όπλου στον κρόταφο, έφυγε αυτό το απόγεμα.
Με το στανιό έδιωξα τις ώρες απ’ το σπίτι μου
απ’ το δωμάτιο με το παράθυρο και τα λουλούδια πάνω στο γραφείο.

Μετά μίλησε η νυχτερίδα· ο χορός της
όλο νούμερα οχτώ στον αέρα..

«Πού πας στα τυφλά άνθρωπέ μου; Θα σκοντάψεις..»
Το κρασί γέμισε τα ποτήρια·
Είδα την λύπη να βολτάρει μέσα στο αλσύλλιο του νου μου·
ήταν χειμώνας.
«Στην υγειά μας! Να τσουγκρίσουμε!»

Μετά θόρυβος και γέλια δυνατά·
κλείνοντας με ορμή τις πόρτες·
σπάζοντας πιάτα·
ένα παλιό ζεϊμπέκικο και ο μάγκας χορεύει χαρμανιασμένος μ’ ένα
αναμμένο τσιγάρο στα χείλια.
Ρίχνει τις βόλτες του·
οι φίλοι τον χειροκροτούν·
είναι μεθυσμένη η νύχτα· έχει
σταθεί έξω από το θορυβοποιείο μου
κι ακούει.

Έριξε μια γερή στράκα στο αγοροκοριτσίστικο ποδάρι της·
ζήλεψα τα χυτά της πόδια·
μου θύμισαν:
ο Ιούλης του περασμένου χρόνου-
την είχα ξαπλώσει ανάμεσα στα σπαρμένα βράχια της παραλίας
χάμω
στην άμμο
για φιλιά και πυρετούς ερώτων δυνατούς!

«Ακούω το μεράκι σου!»
Λες να είναι ακόμα η λύπη μου;

Αυτή η γεροντοκόρη που με φόβισε, από την εφηβεία, τώρα
δεν καταδέχεται ούτε ένα ποτηράκι αμβροσία απ’ τα χέρια μου.

Για κραιπάλη και ποιήματα!

13.2.1982

Η συνταγή

23.

Η συνταγή είναι το μέλι και το γάλα…
Όμως σε ρου ποταμού…

Όπως στο κοράνι η αμοιβή του καλού μουσουλμάνου..

Μια μικρή κοπέλα έφτυσε κ’ έβγαλε αίμα:
φθίση·
πού ‘ναι το μέλι και πού ‘ναι το γάλα;

Ξεδιάντροπες πόρνες του Μεταξουργείου
ανοίγουν τις πόρτες των μπορντέλων-

σιχαίνεται ο θεοφοβούμενος,
φτύνει μέσα στον κόρφο του·
υπάρχει θεός;

Πνιχτικό βραδάκι, γύρω στις δέκα και μισή,
ντυμένος
με ρούχα στρατιωτικά,
κορδωμένος
όπως θα πρέπει-
περιμένω την αμαξοστοιχία Θεσσαλονίκης.

«Αδερφέ μου, άμα έχεις το χρήμα
κάνεις ότι θέλεις, να πούμε»…

Αυτό το κατάλαβα πολλές φορές..
Πού ‘ναι το μέλι και πού ‘ναι το γάλα;

Ο καλός μουσουλμάνος ξύνει το κεφάλι,
ξύνει τα λερά του αχαμνά
που ψείριασαν και σηκώνεται μια αναγούλα
στον λαιμό του Γενάρη που με φιλοξενεί..

Περπατάω μέσα στην χειμωνιάτικη μέρα.

Οι πατούσες του αέρα που τρέχει πάνω στο λιθόστρωτο
ως το τέλος του·
μετά βγαίνει στην άσφαλτο:

Είναι μια εκκλησία κι ένα τζαμί.
Μια μέρα άκουσα έναν χότζα νέας έκδοσης
ν’ ανεβαίνει και να καλεί σε προσευχή.
Χαμήλωσα αργά το κεφάλι,
γονάτισα:
«Διάολε, πότε θα μ’ αφήσεις ήσυχο;
Έχω πληρώσει
όλους τους φόρους στα πουταναριά, στα αιμοβόρα
τελωνεία σου…

Μήπως
θέλει αλήθεια ο καιρός να καυγαδίσουμε;»…
13.2.1982

Σύννεφα που κρατούσανε πολύ γινάτι της βροχής

18.

Σύννεφα που κρατούσανε πολύ γινάτι της βροχής μες την μαυρίλα τους-
κι ο ουρανός από την θλίψη του τόσο βαρύς που σίγουρα θα κλάψει..

«Γιατί δεν μου λες την ψυχή σου;» παραπονιόσουνα..

Μα όταν σου άνοιξα το στήθος μου και κοίταξες μέσα
φαγωμένο το σπλάχνο μου από τον γύπα πόνο
δεν μπόρεσες να μιλήσεις·

μάζεψες με ευλάβεια τα χέρια μου μες τα δικά σου
και άρχισες να κλαις!

29.1.1981

Σ’ αυτές τις μέρες

17.

Σ’ αυτές τις μέρες, σε όλες τις μέρες
ήταν ένας θεός που λιγόστευε
σιγά-σιγά
χάνοντας την παντοδυναμία του.

Γινόταν
ένα μωρό κακομαθημένο
ή
ένα διαβολάκι
που δεν του χάλαγαν χατίρι οι καιροί-
γινόταν
ιδιότροπο-
τα ‘θελε όλα δικά του,
τα ‘παιρνε
όλα δικά του..

1981

15 Σεπτεμβρίου 2009

Υπάρχει μια κακοτυχία- τίποτα δεν γίνεται όπως πρέπει

Υπάρχει μια κακοτυχία- τίποτα δεν γίνεται όπως πρέπει
Γερνούν μαραγκιασμένοι πρόωρα οι άνθρωποι
Μιζέρια άθλιας μοναξιάς
Ωστόσο
Αν δεις την μέρα όπως εξαπλώνεται υπάρχει
Θηλυκό συμπέρασμα ένα
Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά;
Υπάρχει μια δικαιοσύνη που θα ρθει από το μέλλον
Επιμένω
Ξιφομαχώ για να διώξω τους δράκους μου
Κάτι έχει αποσιωπηθεί
Μέσα σ’ αυτήν την διάρκεια της εξουσίας
Που αφελληνίζει τον τόπο και τον κάνει ολοένα πιο γυμνό
Δες τους!
Αστεία πολιτευόμενοι- χωρίς
Οράματα ούτε ήθος
Έρπουν
Χαμογελώντας- δεν τους ενοχλεί
Που είναι οι του τίποτα βασιλιάδες!
Δικάστε!

Φώναξε μήπως και σ’ ακούσει ο άγγελος..

Φώναξε μήπως και σ’ ακούσει ο άγγελος..
Κι όμως ο άγγελος δεν άκουγε, το ήξερες·
είχε μια πολύ αθώα καρδιά μα μόνο
για τους αθώους και τους ταπεινούς.

Εσύ
κιόλας είχες γευτεί της αμαρτίας την θέρμη·
περίμενες την παιδωμή..

Ξύπνησες την αυγή κι όπως συνήθιζες
αντιστάθηκες στο χαμόγελο που θέλησες σαν κοίταξες
από της κάμαράς σου το παράθυρο έξω
τα πουλιά να πετούν μέσα στην παγωμένη ανατολή πιασμένα
από ‘να σκοινάκι ελπίδας..

Κατέβηκες αργά τα βαριά σκαλοπάτια
να φύγεις για το δάσος απέναντι
που σε γύμνασε τόσον καιρό στην μοναξιά..

Φώναξε μήπως και σ’ ακούσει ο άγγελος..

Η κοπέλα που σε καλημέρισε ήτανε
μάλλινο σκουφάκι και χεράκια μικρά
βολεμένα μέσα σε δυο γαντάκια που έκαναν νάζια.
Τα ματάκια της λάμπανε·
λάμπανε καθαρά, νεροσταγόνες!


«Καλημέρα!» απάντησες και ανέβηκε
τόσο πίκρας φαρμάκι στα χείλη σου που τα χρόνια σου ένιωσες που φύγανε,
έτσι, αδιάφορα
και σου ‘φτασε να κλάψεις!

Επιτέλους!

Γενάρης 1981

Τα ρολόγια είναι φτιαγμένα από ανυπομονησία.

15.

Τα ρολόγια είναι φτιαγμένα από ανυπομονησία.

Χιλιάδες στιγμές χαρούμενες ή τραγικές
συσπειρώνονται μέσα τους σ’ έναν χρόνο σαν αίμα..

Ο ουρανός κυλάει απέραντα γαλάζιος
στις φλέβες της μέρας.

Τα ρολόγια δείχνουν αργά
την φριχτή εποποιία του εγωισμού μας.

Δεν κουρδίζονται πια.

Το ηλεκτρονικό τους καρδιοχτύπι
ρυθμίζει τους ανθρώπους στην αποξένωση..

2.2.1987

ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΝΟΣ ΦΑΝΤΑΡΟΥ..

ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΝΟΣ ΦΑΝΤΑΡΟΥ..

Αυτή είναι μια περίτρανη νύχτα.
Μοναξιά ενός φαντάρου σ’ ένα καμαράκι μικρό
γεμάτο ύφος αδειανών πυροσβεστήρων και βρωμισμένα ντουβάρια.

Το ράδιο παίζει απαλά…
Μπετόβεν…
Συμφωνίες για τα ασύμφωνα
φωνήεντα ενός λεξιλογίου.

Φασαριώζικα ποιήματα γεμάτα λύπη και ρούχα στρατιωτικά·
γιορτάζουν μ’ επιμονή να έχουν
μια χαρούμενη όψη
το φετινό φθινόπωρο.

Όλα είναι βουβά.
Είναι μια ραφιναρισμένη σιωπή, πολλή κάλμα..
Φεγγάρι ολοκάθαρο -
Μέσα στην πίττα τ’ ουρανού
νόμισμα τύχης.

Κερδίζει αυτός.
Ένα τραγούδι γλυκό τον νανουρίζει:

να κοιμηθεί
πάνω στο πετρωμένο μάγουλο της συμπόνιας σας!

Ζούμπερι 6.10.1983

Να στέκεσαι τα πρωινά

Να στέκεσαι τα πρωινά φυσικός
μέσα σ’ αυτόν τον ψίθυρο του ήλιου
ξέροντας πως η ζωή πάει μπροστά
μ’ έναν συλλογισμένο τρόπο εσωτερικής αναμπουμπούλας..

Να μην μένεις βουβός
να μιλάς
ν’ αντιδράς
ν’ αφιερώνεσαι..

6.10.1983

14 Σεπτεμβρίου 2009

ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ..

ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ..

Όλα έχουν ένα τρόμαγμα από καταπιεσμένη ψυχή
και λέω πώς πρέπει να νιώσει κανείς το τράνταγμα αυτό που θα επαναφέρει
στην υγεία της αντίδρασης
πετώντας μακριά
την συνείδηση ενός δούλου
που σκύβει συνέχεια το κεφάλι..

Να ραπίσει κανείς την μορφή της φθοράς σ’ ένα μάγουλο βαμμένο περίτεχνα ωραίο κι αποκάτω
φθισικό.

Το μαγικό στοιχείο του μυαλού να αναπυρωθεί
με ζωογόνα πράξη-

να χτιστεί με ευθύνη το μέλλον!

7.10.1983

ΕΣΥ..

ΕΣΥ..

Δεκατέσσερα μακρινά άστρα
φεγγοβολώντας μες την νύχτα μ’ ένα όνομα
πολυσύλλαβο·

ο άνεμος αυτός που ξετυλίγεται μ’ υπομονή
ανάμεσα στα πεύκα, κοντά στην θάλασσα, μες τα κατάρτια.

Κι η πολιτεία που νομίζει πως κάτι έκανε τελικά
ανάβοντας βιαστικά τα φώτα της για να κοιτάξει.

Να σου πω την μορφή λοιπόν, το πρόσωπο
νεανικό
κάνει βόλτες στο μυαλό μου.

Είσαι τρυφερή και ανάλαφρη·
με τα χέρια της ψυχής μου σε αγγίζω!

Οι ώρες περνούν σαν άδειες άμαξες
σκουροντυμένες
χωρίς καβαλάρη.

Το φεγγάρι κάνει φως. Σε βλέπω
μέσα σε μια διάρκεια καθορισμένη·

να περνάς και να χάνεσαι όπως σ’ αισθάνομαι
μες την καρδιά μου!

7.10.1983

ΟΙ ΩΡΕΣ ΠΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΑΝ ΑΚΟΝΤΙΑ..

ΟΙ ΩΡΕΣ ΠΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΑΝ ΑΚΟΝΤΙΑ..

Ξέρω πως όλα έχουν μια φυγή από ατσάλι
μα δεν μπορώ να τον αντέξω τούτον τον καιρό.

Η μορφή σου μ’ εξουσιάζει.
Πάντα μέσα σ’ ένα βράδιασμα από αισθήματα
βρίσκομαι να είμαι μόνος..

Οι ώρες πάλλονται σαν ακόντια καρφωμένα μόλις
στο βαθύ κορμί της προσήλωσής μου.

Το μεράκι του στίχου μάταια προσπαθεί να με ημερώσει.

Είμαι άγριος,

δυνητικός για σένα που το στίγμα σου είναι απόψε αλλού!

Ζούμπερι

ΕΡΩΤΙΚΟ!

ΕΡΩΤΙΚΟ!

Την βρήκα καθισμένη σ’ ένα σκαλοπάτι
χαμογελούσε
με την ρομαντική διάθεση των άλλων εποχών,
δείχνοντας ανέγνοια
πρόσωπο λατρεμένο στο φεγγάρι..

Τα μαλλιά της χυτά-
και τα μάτια στυλά ολοτρόγυρα-
κι έτσι όπως πάντα:
σα να της τριγυρνάει στην μνήμη
το χτεσινό και το μελλούμενο χαμένο.

Στην σιγαλιά της έγνοιας της
σα να συνέφερα τη φαντασία μου την ταραγμένη ξαφνικά
κάτι όμορφο στοχάστηκα·

σαν μια ψυχή που άκρατη απλότητα την στέργει
στον πόθο βυθισμένη κι απ’ τον πόθο αναστημένη
οιστρηλατώντας και πλουταίνοντας
στην λαμπεράδα των ευοίωνών της πόθων!

Και είπα:

«Σε αγαπώ πίσω από μία της ψυχολογίας όψη
που ο άνθρωπος γίνεται γυαλί
κι ύστερα θρύψαλα·
με εαυτό σε μια διάθεση σπουδαία·
δυναμικό ανεβαίνοντας την κλίμακα της πράξης
άλλοτε ανάμεσα από ατέλειωτες διεκδικήσεις
του κόσμου, πάντα
με μια ευαισθησία κόβοντας το χέρι της ένα λουλούδι
να στο προσφέρει·
μακριά πολύ από μια ηθική που έρπει χάμω..»

Έμεινε ανάερη μέσα στον μύθο του Οκτώβρη

στέλνοντας σαϊτιές ματιές ολόισια
μες την καρδιά μου·

άγγιξε το δικό μου χέρι και ψιθύρισε σιγά:

«Σε νιώθω!
Όπως και μένα η έγνοια σου δεν είναι ο ουρανός.
Τον άνθρωπο ψυχοπονάς- Αυτό δεν είναι;
Κρίμα που η ζωή μου είναι ένα φευγιό
και η ψυχή σου μια καθήλωση στο ποίημα!
Σε νιώθω! Άλλο δεν βαστώ·
σκορπίζομαι από τον αποδημητικό εαυτό μου!...»

Ζούμπερι 7.10.1983

13 Σεπτεμβρίου 2009

ΣΚΗΝΙΚΟ..

ΣΚΗΝΙΚΟ..

Σ’ αυτήν την μέρα την ωραία φθινοπωρινή, η θλίψη κυλάει·
τα παράθυρα ανοίγουν, οι κουρτίνες ανεμίζουν τρελά
την ώρα που οι θόρυβοι αρχίζουν σπρώχνοντας
την πολιτεία στο μεροκάματο.

Ένα ποίημα μένει μετέωρο πάνω απ’ όλα!

Τούτη η βαριά μοίρα να καταναλώνει κανείς μανιώδικα
μελάνι και χαρτί, να στεναχωριέσαι σε κάνει.

Ανάμεσα στην δειλία της πράξης και την πράξη
υπάρχει ένα όμορφο κορίτσι στα δεκαοχτώ!

Μετά αρχίζουν τα μεσημέρια..

Του κάκου νομίζουμε σωτήριο και σπουδαίο
αυτόν τον μοναχικό περίπατο στα στέκια της πρωτεύουσας.

Τα παλιά στραβοπατημένα παπούτσια μας εκνευρίζουν.

Οι δρόμοι είναι λερωμένοι, οι πλατείες
άντρα καθηλωμένης νιότης.

Μπορεί να δει κανείς σαν απλός φωτογράφος
όλη αυτή την αδράνεια
με τους άνεργους φοιτητές.
Πίνουν καφέ ή κάνουν έρωτα ευνουχισμένοι..

Βραδιάζοντας ακούς σπαραξικάρδια τραγούδια
μοιράζοντας δήθεν το φιλότιμο της κοινωνίας
στα παιδιά της.

Το τρένο δραπετεύει αργά την νύχτα.
Απ’ το πλατό με χαιρετάς

φεύγοντας σε μια αποδημητική ιχνηλασία…

Ηράκλειο 1983

ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ..

ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ..

Υπάρχω μέσα στην επαλξωτή οχύρωση των ματιών σου
όταν αυτά κυνηγάνε έναν άνεμο δημητριακό,
σπέρνοντας τα χέρια μου
στο κορμί σου
που διψάει χάδια..

Το στενό δρομάκι του πόθου διευρύνεται.

Μπορώ να σε κομματιάσω με τα σπαθιά της επιθυμίας μου, να σε φάω
για να υπάρχεις μέσα μου
σαν ψυχή υλική..

Τις άλλες μέρες και νύχτες
είναι πότε ο ήλιος και πότε η σελήνη·

εσύ κοιμάσαι στα σπλάχνα μου·
κ’ εγώ
σου προσφέρω ένα απαλό νανούρισμα υπεραιμίας!

Ζούμπερι 21.10.1983

ΚΑΤΑΓΩΓΗ.

ΚΑΤΑΓΩΓΗ.

Είμαι μέσα στο καλογυαλισμένο, μαύρο παπούτσι της νύχτας.
Φοράω κατάσαρκα
τόσους αιώνες ελληνικής μιλιάς.
Γράφω με το αίμα της συμπυκνωμένης ετούτης ώρας
που ποδηγετεί
στον ορίζοντα της γεωμετρίας της
τον αρχαίο χρόνο της γης μου.

Στην μυστική αφθονία του σκοταδιού
προβάλλει ο φθόγγος της αυγής.
Έρχεται ο ήλιος με το αγέρωχο πρόσωπο·
γνωρίζω το ύφος της Παρασκευής αυτής
που κρατιέται απ’ το κοτσάνι
του δέντρου της εβδομάδας.
Στο βάθος της γόνιμης γης
ο καρπός σταλάζει το μέλι του.
Αρχίζει η πορεία του προς τα πάνω.
Από πού αρχίζει η ποίηση παρά από τούτο το μένος
που μνημονεύει ο Όμηρος για τους αιώνες;
Κι οι παππούδες μου κληροδοτούν στους σκοτεινούς μου γονείς
την λυρική άνοιξη στο νησί της Σαπφώς!

Νιώθω την καθαρή μυσταγωγία του Ορφικού λόγου!
Βρίσκομαι ταυτόχρονα στο παρελθόν μου και
στο παρελθόν όλης της ιστορίας!
Πρόγονοι παραβγαίνοντας στα μουσικά, παίζοντας λύρα·
βάζοντας το αυτί στην γη ν’ ακούσουν
την φλέβα του νερού, την μυστική συνάντηση
της φύσης με του ανθρώπου
το αξεδίψαστο..

Οι ποταμοί στεγνώνουν μες τις φλέβες μου.
Ξέρω το ορμητικό τους κύλισμα
μέσα στα χωματένια σπλάχνα μου.

Είμαι στο πρώτο διασκεδαστικό παιχνίδι
του ποιητή με τις λέξεις..

21.10.1983 Ζούμπερι

Μισανθρωπήσας..

Β...

Μισανθρωπήσας
εν τοις όρεσι διητάτο
πόας σιτούμενος και βοτάνας·
η νύχτα πάει αστερόεσσα!

Φιλόσοφε
σκοτεινέ,

ούτε θεός ούτε άνθρωπος εποίησε
τον κόσμο σου-
μόνο μια ζωντανή φωτιά-
ανάβει και σβήνει-
αέναο παιχνίδι
των αντιθέσεων,
γοργό ποτάμι με νερά ορμητικά..

Πώς τάχα μας κληροδοτείς το μέγα τούτο
πολεμικό μυστικό της διαλεκτικής;

Η νύχτα πάει αστερόεσσα και την κοιτάς
βαθιά σαν να μην είναι άλλη νύχτα ίδια πια.

Και ξέρεις ότι θα φύγεις μες τον θάνατο·
η ζάλη του νου σε κούρασε πια·
ζητάς να ματαιώσεις την γαλήνη του εφησυχασμού

και να χωθείς μέσα στην χαμηλή νέφωση του αναίτιου
που ‘χει εσένα για αιτία!

Ηράκλειο 1980

Φεύγω μέσα στα μάτια σου ..

Α..

Φεύγω μέσα στα μάτια σου ανέγνοιος
σαν μια πεταλούδα σε γαλάζιο ουρανό.

Κι εσύ
μετράς μέσα στο άγονο απόγεμα τόσες ταλαιπωρίες ψυχής·αγγίζεις
τις σπίθες της μνήμης, μιας ροής αέναης·
ο φιλόσοφος μαγνητίζει την μικρασιατική σου προσήλωση..

Θάρθει η Λέσβος να αφουγκραστεί το στήθος σου·
θα φυλάξει λυρικές προσφορές για εσένα.
Νόστιμον ήμαρ θα γίνει τότε·
θα ζωντανέψουν οι μούσες, θ’ απαγγείλουν·
ο σκοτεινός σοφός
της Εφέσου θα λατρέψει την φωτιά!

Θα καούμε χωρίς πολιτικά δικαιώματα·
θα κατοικήσουμε στο πυκνό δάσος·
μονάζοντας
πλάι στο άγριο ελάφι της θεάς!

Ηράκλειο 1980

12 Σεπτεμβρίου 2009

Δοξάζω ένα κορίτσι που αγαπούσα ..

12.

Δοξάζω ένα κορίτσι που αγαπούσα Αυγούστου βράδια!

Στη χάρη του άναψα όλους τους πόθους μου άστρα

για να ‘ναι ο ύπνος του ελαφρύς!

Αγγελοφύλαχτο να σεριανάει

μέσα στα πιο καλά μου όνειρα!

Ηράκλειο 1980

Της περίσσευε η καρδιά..

9.

Της περίσσευε η καρδιά·
γελούσε·
ήτανε μια πορτοκαλιά λουσμένη χρυσάφι.

Άπλωσα το χέρι, έκοψα καρπό-
Η μουσική του

μου πλημμύρισε τον ουρανίσκο:
μέλι, ευτυχία και δροσιά!

Ηράκλειο 1980

Αν είμαι ολόκληρος μες τον βυθό της τραγωδίας..

7.

Αν είμαι ολόκληρος μες τον βυθό της τραγωδίας, νικημένος
από το ίδιο μου βάθος, το ύψος
της ψυχής μου ονειρεύομαι·

μέσα σε μια χαρά διθυράμβου!

Ηράκλειο 1980

Ένας χορός αγγέλων ήτανε για μένα ..

6.

Ένας χορός αγγέλων ήτανε για μένα και για το κορίτσι μου ήτανε
μια μελωδία των άστρων!

Γεύτηκα την βαθύλαλη ψυχή σου!

Σου έχω γίνει τώρα ένας αυλός
να φωνάζεις
απομέσα του και ν’ ακούει ο θεός!

Μουσικές στερεωμένες στην νύχτα!

Στον βαθύ ουρανό αρμενίζουν
όνειρα·

στην ρηχή θάλασσα πλέει
φεγγάρι…

Ηράκλειο 1980

Τα μάτια σου έβαλα ..

8.

Τα μάτια σου έβαλα στον ουρανό των λόγων μου σαν άστρα!
να λάμπουν να ξεγίνεται
της νυχτιάς το θράσος

να λάμπουν και να γίνεται
ευτυχία η στιγμή
και η ώρα μέλι!

Ηράκλειο 1980

ΑΝΤΙΠΥΡΙΚΗ ΣΤΟΛΗ..

ΑΝΤΙΠΥΡΙΚΗ ΣΤΟΛΗ..

Το αραχνιασμένο τούτο κελί που ο μονήρης μου βίος κρέμεται
μες την μεταλλική λάμψη αντιπυρικών στολών στο ντουβάρι.

Που σίγουρα κοροϊδεύει αυτή την απληστία μου να κερδίζω
πάντα τόσο μελάνι γραφής στα τετράδια.

Καθώς
ο ουρανός είναι συννεφιασμένος· κάνει κρύο·
είμαι οικοδόμος·
απολύομαι σε λίγες μέρες·
τις φαντάζομαι επιγραμματικά να λένε «ζει».


Ε λοιπόν υπάρχουν αντιστασιακές μονάδες στο αίμα μου·
κόκκινα αιμοσφαίρια που έχουν ανταρτέψει·
το κύτταρό μου συντελεί στην αθωότητα.

Μπορώ να δω όμως γύρω μου
την βαριά ψυχολογία του πονεμένου ανθρώπου!

27.10.1983 Ζούμπερι

Η αυταπάτη είναι η εύκολη γλώσσα μας

2.

Η αυταπάτη είναι η εύκολη γλώσσα μας
σαν λαμπυρίζουν
οι απέραντες μέρες του ήλιου
ή
οι νύχτες στέκονται με το ξεκουμπωμένο τους πουκάμισο
βαριές και μάγκικες
φουμάροντας μ’ ανυπομονησία
στον σταθμό ενός τρένου
και περιμένουν το κορίτσι τους
και το φεγγάρι..

Όλα συντελούνται πίσω απ’ το τζάμι που κάποιος κοιτάζει
τις γάμπες των ωραίων γυναικών
που περνούν
ή
μέσα στο κουρασμένο όνειρο του δύτη
που βαρέθηκε ν’ ανεβάζει σφουγγάρια από τον βυθό..

Το τραγικό μπορώ να το αναγνωρίσω ακόμη
και στο μαραμένο τριαντάφυλλο που χάνει
τα δόντια της όρεξης της ευωδιάς του..

Βέβαια θα μου πείτε ο θάνατος…
Πονάει ετούτη η πραγματικότητα.
Σπρώχνω αυτό που πέφτει μα δεν είναι άλλο
από βοήθεια στην ιστορία που προχωρά
μέσα στον θόρυβο του κόσμου
που ακροάται
και την πράττει…

Ζούμπερι 27.10.1983

Στεγνώνω από κάθε αίμα..

190.

Στεγνώνω από κάθε αίμα..

Λιοντάρι με τον βρυχηθμό που ράγισε
Το κρύσταλλο του πρωινού.

Αποπλέω από το ομοιοτέλευτο καλοκαίρι.

Συναγωνίζομαι τον ζέφυρο που κάνει ρίμες στην καρδιά μου!

Στο φως που λίγο λίγο χάνεται
Η Παναγιά μου πιο θλιμμένη με κοιτά!

Αν θα κλάψω ακόμα…

Απ’ όλα τα λουλούδια το ύφος είναι που θαυμάζω!

189.

Απ’ όλα τα λουλούδια το ύφος είναι που θαυμάζω!
Το απλόχερο χαμόγελο που κλέβει την παράσταση ενώ εσύ κοιτάς!

Έτσι που κάποτε νομίζω θα βρεθώ σε μία άλλη χώρα
Που θα την κατοικούν μόνο πουλιά.
Και όνειρα.

Και θα ‘ναι εφικτά όσα ποτέ δεν κατορθώσαμε!

(Εξηγείστε μου τι είναι αυτό που λείποντας μας περισσεύει..)

188.

Εξηγείστε μου τι είναι αυτό που λείποντας μας περισσεύει
Και στο άθροισμα πάλι άπιαστο είναι..

Ένα νόημα ποίησης που ανακαλύπτω κάτω από τα απλωμένα
Πάνω μου κλαδιά
Ενός δέντρου του βουνού-

Και ξέρω τι αλήθεια αξίζει το ένα πλάι στο άλλο
Δύο παιδιά της φύσης..

Και πως η μάνα τους
(μες απ’ τα μάτια μου)
Τα καμαρώνει!

11 Σεπτεμβρίου 2009

Πέφτει μέσα στα χέρια μου κάτι σαν μισοφέγγαρο.

184.

Πέφτει μέσα στα χέρια μου κάτι σαν μισοφέγγαρο.

Έχω πάρει απ’ όλες τις νύχτες έναν ψίθυρο σαν προσευχή.

Αναρωτιέμαι τώρα αν μ’ ακούει ο θεός
Κι αν με συνδράμει με εκείνα τα ωραία πουλιά του.

(Χαράματα που τραγουδούν σαν να γεμίζουνε το στήθος
Της μέρας με ανάσα!)

Αποσπώνται απ’ τον ουρανιό τους Παρθενώνα

Κάτι σύννεφα μαγικά-

Από την ζωοφόρο των θυσιασμένων αμνών-

Και πάνε προς την άλλη θυσία τους.


Γυρίζω σπίτι κάθε βράδυ..
Κατάκοπος από το μετερίζι των καημών.

Έχω ελληνικές θαλάσσιες αύρες μες το στήθος.
Φεγγαρίσιες ανταύγειες.

Όταν θ’ αξιωθώ ένα σίγμα τελικό όπως μιας αλφαβήτας που ναυάγησε
Και στον βυθό κρατά ακόμα εκείνη την πνευματική της ευφωνία
Ίσως πω μια λέξη που ν’ αξίζει όλη την ζωή

Κι όλο τον θάνατο ακόμα!

Σχεδιάζει να πλησιάσει τον ουρανό!

183.

Σχεδιάζει να πλησιάσει τον ουρανό! Ποιητής είναι..

Έχει υποτάξει μέσα του το υποκείμενο κάθε ενόρασης.

Βλέπει μακρύτερα- τον φοβούνται!

Με τις λέξεις του αναθεματίζει τον κακοήθη τους βίο!

(Με παίδεψαν οι αντωνυμίες..)

182.

Με παίδεψαν οι αντωνυμίες, με τυράννησαν.
Έμεινα σ’ ένα απαλό ΕΓΩ που τα περιέχει όλα..
Όπως βαθαίνοντας ο λόγος είναι του ΕΜΕΙΣ τα κάστρα που πατάμε
Με μια φιλοσοφία ήλιου.

Τόσος ο χρόνος που χάθηκε και ξέρω ότι δεν θα μου ξαναδοθεί
Ούτε σαν ήχος πόνου.

Μένω τώρα να κοιτάζω τα ήρεμα νερά
Με μια ψυχολογία του αδικημένου..

Φυσάει και μια σκόνη
κοκκινωπή σηκώνεται,
Θέλει να τα τυλίξει όλα.

Ότι μιλάω είναι από μια γλώσσα που δεν θα μιλιέται πια
Μες τους επόμενους αιώνες.

Κρατώ έναν ρυθμό καρδιάς που λείπει.

(Μην νομίζεις πως αυτό
Είναι το εύκολο που κατορθώνεις πράγμα!)

Έφερα τις νύχτες μου ως την άκρα απόγνωση
Ψάχνοντας φωνήεντα που λυρικά ηχούσαν.

Αν πεις ότι η ψυχή θα ερμηνευτεί ποτέ ολοκληρωτικά
Αλήθεια κάνεις λάθος.

Είναι σαν τέχνη το να την κοιτάς και όλο κι άλλες προσεγγίσεις να ‘χει.

Σίγουρα έχω μέσα μου πολλά φαντάσματα.
Γι αυτό ο εαυτός μου ουρλιάζει!

Η θέση μου είναι να αθετώ τις συμφωνίες της μοίρας.

Αλήθεια:
Ας μου καταλογιστεί βαρύς ο φόρος να υπάρχω!

10 Σεπτεμβρίου 2009

(Μίκραιναν συνέχεια οι μέρες μου και έτσι έμαθα να μεταφράζω ήλιο...)

181.

Μίκραιναν συνέχεια οι μέρες μου και έτσι έμαθα να μεταφράζω ήλιο.

Και στις μικρές φλογέρες φύσαγα χρωματιστών λουλουδιών.

Όλα σωστά:
Η Δευτέρα στην θέση της, κυρία επί των τιμών, και η Τρίτη
Σαν μανουάλι με επάνω της αναμμένα πουλιά.

Υπέρ πατρίδος, έλεγα, υπέρ πατρίδος!

Κοιμόμουν λίγο πια, σα να ‘χα αλλοπαρθεί
Κι ήξερα μουσικές που μόνο με ψυχή τις ξέρεις..
Τότε Τετάρτη..

Κολυμπούσα στην θάλασσα και πέρα ο αυλόγυρος
Με τα επάνω του αναρριχώμενα φυτά.

Ζέστα μεγάλη.

Αναπνέουν δύσκολα όλα.

Μόνο ο περιβολάρης είναι ευχαριστημένος που του ξανανθίσαν τα ρόδα.

Παρασκευή!

Δοξάζω που ένα γυναικείο όνομα είναι ικανό να άρει όλη την μελαγχολία.
¨ΕΛΕΝΗ!¨
Στα ρηχά τ’ ουρανού!
Στα βαθιά της ποίησης!

Διαβάζοντας τις γήινες σελίδες…

(Ξύλινο σκάφος ..)

178.

Ξύλινο σκάφος αραγμένο στην άμμο
Μετά από την κούραση τόσων πάνω του θαλασσών.
Και μία άγκυρα
Από τον χρόνο φαγωμένη-
Μέταλλο που σημάδεψε ο βυθός.

Τα χαϊδεύω σαν ο άνεργος δύτης
Που του ΄λειψε εκείνο το υδάτινο κλουβί
Που κλείνει τα όνειρά του με αντάλλαγμα δυο όμορφα κοράλλια.

Τα κοιτώ.

Και βρίσκω το αποτύπωμα της θάλασσας επάνω τους
Και πάνω στην καρδιά μου!

(Όπως ακούγεται ο θόρυβος των ανθρώπων ..)

177.

Όπως ακούγεται ο θόρυβος των ανθρώπων μες την νύχτα και τα πεφταστέρια
του Αυγούστου υπόσχονται να εκπληρώσουν τ’ απραγματοποίητο-

Δίπλα στην θάλασσα, στα μαγαζιά που η μουσική πιο δυνατή χαλάει το σπίτι
των ουράνιων πουλιών-

Τώρα αναρτημένες ταμπέλες, φωτεινές επιγραφές διαλαλούν μια εκστατική συνύπαρξη ανθρώπου με μισό φεγγάρι-

Ολόκληρο το μυστικό της θάλασσας απλωμένο σαν χαλί υδάτινης περιουσίας-

Και επίμονη διάθεση ρεμβασμού: κοιτώντας το λειψό φεγγάρι
ανάλαφρο σαν άνθος της μανόλιας τ’ ουρανού!

Πλοιάρια μέσα στον λιμενίσκο της νυχτερινής Ερμιόνης-

Λευκά πλοιάρια σαν κύκνοι που επιπλέουν στα γαλήνια νερά-

Και τα νερά πετράδι πράσινα με φως που τα καρφώνει να σκιρτάνε Σαν καμακωμένα-

Μετά ο μπάτης-
Αιώνιος σύντροφος της ζεσταμένης γης-
Φυσάει με φούρια μεθυσμένου οργανοπαίκτη
που άθροισε περιουσίες νότας λίγο πάνω από το σκοτεινό πέρα νερό.

Άμα δε το θέρος τελειωμένο
απομένουν αστραφτερές μνήμες:
Εικόνες του μυαλού σαν φλας που όλα τα φωτίζει
αστραπιαία-
Με μία εσωτερική ανθρώπινη διάρκεια!

Και μείς σκεφτόμαστε ότι καλά μες την ζωή αντάμα πάμε
κρατώντας χέρι ο ένας τ’ αλλουνού
και πιο φανατικά πιστεύοντας στο ποίημα.

Έτσι που η μέρα σ’ άλλη μέρα και σε άλλη φεγγαρίσια νύχτα βγάζει..


Φούρνοι. Κρανίδι.

(Τι θα μπορέσουμε να ξέρουμε ..)

176.

Τι θα μπορέσουμε να ξέρουμε ακόμη
Όταν θα έχει φύγει από κοντά μας
Ο άνθρωπος που έζησε με πάθος για το πάθος;
Σαν λουλουδιού το νέκταρ μία μέλισσα.

Εκείνος από τα μπαλκόνια τ’ ουρανού
Θα αγναντεύει ως ήξερε!
Καπετάνιος των άλλων οράσεων!

Και θα απολαμβάνει την σιωπή που με πρέπουσα
Ποίηση θα του δίνει το μεγάλο μεσημέρι
Ενός ουράνιου Αυγούστου!

(Μιλάω για μια άλλη ώρα
μετά- θανάτου!).

Φούρνοι. Κρανίδι.

Ξύλινα πατώματα που τρίζουν.

175.

Ξύλινα πατώματα που τρίζουν.
Παλιός ανεμόμυλος που ακόμα στέκει.
Εκείνη η μεγάλη σκάλα που οδηγεί στο δώμα και στο χάζι
Ως τα ψηλά πεζούλια του αδιαίρετου ανέμου.

Μια χαρουπιά ζορισμένη απ’ τα χρόνια
Με το βρακί της σφήκας πεταμένο πάνω της.
Η φωλιά του πουλιού που λογαριάζει αλλιώς τον χρόνο
Και τρώγεται ν’ ανοίξει πόρτες μουσικές πριν να φανεί το βράδυ.

Στην αυλή ο καφές πάνω στο ξύλινο τραπέζι.
Η φιλία που αξίζει όσο όλες οι λέξεις.
Και στο ποτήρι αιώνιο κρύο νερό.

Αληθινά πιο βαθιά κι απ’ τον χρόνο
Μέσα μου έρχονται αυτές οι χρυσοφόρες
Στιγμές-

Υπάρχουν σαν ο ήλιος που φωτίζει
Κι αναδεικνύει γύρω μας το θαύμα!

Φούρνοι. Κρανίδι.

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου