...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Αυγούστου 2014

Κλέφτης εγώ…




Κλέβω τις εικόνες που δεν στέκονται πουθενά
Κλέβω το μέταλλο του χρώματος
Συρράπτω τους πόθους κι ένα ψηφιδωτό μένει
Από ανεξιχνίαστα λεξιλόγια που μιλήθηκαν
από λαούς που πια δεν υπάρχουν.
Πεθαίνουν οι γλώσσες; Πεθαίνουν οι κατακτήσεις;
Στον χρόνο απλά θάβονται οι δοκιμασίες και όταν
Τελειώσουν οι εξάρσεις,
σβήνεται σιγανά η φωνή και μια ηχώ
Τρυπά τα βουνά τρεμίζοντας
το φαρδύ σκουλαρίκι τους.
Ιστορίες μικρές, βραχυπρόθεσμες..
Στα ποιήματα συνεχώς τις ανακαλύπτω.
Φτάνει να δεις με έντονη ματιά
αυτό που εξέχει από την καθημερινότητα,
Φτάνει να αρνηθείς, πολλές φορές, να πεθάνεις.
Σε χαϊδεύω ήλιε· καις τα χέρια μου.
Αυτά τα δάχτυλα που θα αγγίξω τα πλήκτρα στο πιάνο της οικουμένης και
θα κρούω την άρπα του φωτός που απλώνει
μια ειρήνη στον κόσμο.




Στρογγυλή Κυριακή..





Στον πρωινό ήλιο λικνίζονται κάτι λιανές σιλουέτες φυτών που ζουν με κομμένη ανάσα.
Και τα πουλιά που χαίρονται κάθε τιτίβισμα και κάθε όψη του φωτός.
Η πρωινή δροσιά, η ησυχία.
Η ευτυχία να καμαρώνεις πίσω από την τους δικούς σου ήλιους και τις δικές σου σκέψεις.
Γράφω μ’ ένα μολύβι κάτι
παράξενα πυροτεχνήματα.
Σ’ ένα κλωνάρι του ευκάλυπτου πετούν ξαναπετούν οι δεκοχτούρες και γελούν των σπουργιτιών οι λυρικές φωνούλες.
Φάσμα του πόθου και υπέροχη
στρογγυλή Κυριακή!


30 Αυγούστου 2014

Της εικόνας…




Τίποτα δεν συνέβη. Στον καθρέφτη όμως, φάνηκε η γυναίκα που περνά
και κάθεται στο μπαλκόνι, καπνίζοντας, σαν μια μοναχική φιγούρα που πάνω της
ποντάρει κάτι το ηλιοβασίλεμα.
                                             Δίπλα στα πήλινα γλαστράκια, κάτω από την μουσική του φεγγαριού που έρχεται, ανοίγοντας το φως κι ένα βιβλίο
που έχει ένα εξώφυλλο από όνειρο που κατάντησε τώρα πεζό.
Ο καπνός ανεβαίνει αργά προς τα πάνω: στερεώνοντας κάπου τα σύνορα του ουρανού και της ζωής που θέλει σύμβολα κι άλλα για να παραμείνει εκεί που γράφονται τα αληθινά παραμύθια κι οι ψεύτικες μυθολογίες..


Στιγμιότυπο…





Φώλιασε το αν μες το όταν και η ιστορία σαφώς ξαναγράφηκε
τα λόγια έμειναν λόγια το Σάββατο κούρνιασε
στο υπερώο του επιφωνήματος
το λεξιλόγιο τσούγκρισε την υπεραξία του
με του νοήματος την τελεσίδικη έξαψη
η Ελλάδα πολύ εκουράσθη᾿..
                                           Έκλεισε ο φάκελος –
στην σκάλα της σκέψης ανέβηκαν
της συνείδησης τα αθώα παιδιά
να παίξουν να γελάσουν να χαρούν..


29 Αυγούστου 2014

Από το παραμύθι…




Νυστάζει ο ουρανός, σε διαβάζω
από την όψη την τρομερή σου..
Σε ασπάζομαι όπως η ώρα το θέλει
κάτω από των πεύκων το ψιθυριτό και των άστρων
το απαλό μηρύκασμα.
Κι η κούρασή μου διατρανώνει την δημοκρατία των ενστίκτων
όπως σε θέλω κι οι πόθοι μου
δαγκώνουν, αλήθεια δαγκώνουν.
Ο έρωτας αγαπά την συλλαβή του αίματος, ο έρωτας
αγαπά την αυταπάτη
την υποταγή, ο έρωτας
αγαπά το προσκύνημα.
Από του φιλιού την κλίμακα στο κονάκι σου ανεβαίνω
με όλες τις απολαβές μου, σε ενός παραμυθιού
καταφυγή πάω
και είμαι της καρδιάς σου ο απρόσμενος πρίγκιπας..


28 Αυγούστου 2014

Απόγευμα…


Δίψασα για λίγη ησυχία.
Άνθισα ωραία στην μοναξιά..
Κρατώ τα σχέδια ενός ναού στο μυαλό μου
όπου προσκυνητές είναι μοναχικοί άνθρωποι κι εκείνοι
που τρέφονται από ευαισθησία που φαντάζει παλιά.
Κρατώ τα αντικλείδια ενός ποιήματος που σβήνει 
σαν γομολάστιχα τον θάνατο.
Σήμερα είναι μαγικό το απόγευμα.
Ο ήλιος δύει 
σιγανά –
σαν πρίγκιπας 
σε αιγυπτιακή θρησκεία.
Η ζέστα κρατεί. Ο Αύγουστος
είναι μία μορφή αγγέλου πάνω σ’ ένα νόμισμα που ήρθε
από μια πολιτεία των επίγονων του Αλέξανδρου..





27 Αυγούστου 2014

Όταν η νύχτα…






Τόσο μακρινά όλα κι όμως τόσο κοντινά.
Σαν ένα φιλί που απομακρύνθηκε από τα πρόσωπα
αλλά έμεινε κοντινό μες την μνήμη
ανεξίτηλο,
κάτω από τις επιταγές των καιρών.
Βρήκα τον τρόπο: χώρεσα τα πάντα μες το Τίποτα
τα τακτοποίησα ευρηματικά
έτσι που κι εγώ ήμουν πια ο Κανένας, 
ένας αδέσποτος σκύλος
που γυρνά στα σοκάκια τα βράδια
λερώνοντας τα πόδια του στα λασπόνερα.
Πού να βρεις συμπάθεια πια και στοργή;
Οι νύχτες ξεβάφουν και ο ουρανός είναι πορφυρός και νεφελώδης.
Τα άστρα πέφτουν μέσα στις τσέπες μου
κατά βάθος είμαι πλούσιος τελικά.
Φορώ τις μπότες μου και μαλώνω
με τις πέτρες που κλωτσώ για να νιώθω ακόμη δυνατός!


Ξύπνημα…




Όταν ξύπνησα, από την κούραση έμεινε μες το δωμάτιο, μια οσμή από ξύλο και μια προσπάθεια από μυώνες που θέλουν το απόλυτο.
Κι απ’ το κομμένο όνειρο, μια μουσική που ακόμη ηχούσε στ’ αυτιά μου.
Άγγιξα το ποτήρι το νερό, το έφερα στο στόμα μου.
Μια συλλαβή δροσιάς με συνεπήρε.
Ντύθηκα για τους νέους πολέμους. Ετοιμάστηκα.
Με την συνείδησή μου ορθή.
Θα ζήσω έξω απ’ τις φρικαλεότητες της εποχής.
Όπως η ποίηση, αν την καταλαβαίνεις, ορίζει.


26 Αυγούστου 2014

Η ψυχή σου…






Τι θα μπορούσα να διεκδικήσω από αυτό το ρήμα που ακονίζει την ζέστα
όσο που να πονέσει ο Αύγουστος; Κι αν πεις
μυθικό είναι, καθώς
αφήνει ένα σμήνος πουλιών να πετά
πάνω από την ακούραστη μέρα
που χρωματίζεται
από του ήλιου το βασίλεμα και την ζωηράδα
των ανθρώπων.
Η πόλη καταλαγιάζει αργά, καθώς
έρχεται η νύχτα,
στο πνιγηρό ημίφως που γεννούν οι φανοστάτες.
Όλα διψασμένα και άυπνα.
γεύονται την τελετουργία του σκότους.
Ο καιρός περνά.
Η ψυχή σου σκουριάζει.
Την γρατζουνούν οι γάτες του φεγγαριού.
Το παν αναίτια και θεϊκά
αυτοαναφλέγεται.


25 Αυγούστου 2014

Το μούτρο σου…



Το μούτρο σου α το μούτρο σου
αυτό το δροσερό πεπόνι που χυμούς στάζει
χαρούμενο και λυπημένο
ανταμοιβή
που τρέμει
κάτω από το φως
και διεκδικεί
την αιωνιότητα
σε όλες της τις αποχρώσεις

Το μούτρο σου α το μούτρο σου
ύφασμα
της ανυπόταχτης φύσης σου
το μούτρο σου
η κλαγγή των όπλων της ομορφιάς
η φωτιά της φωτιάς σου

Ανοίγει δυο έκπληκτα μάτια σαν ηλιοτρόπια
μεθυσμένα
και πεταρίζει
τα βλέφαρα
όπως να μην μπορέσουν οι μέλισσες
να γευτούν την γάργαρη γύρη
του λυρικού λουλουδιού σου

Το μούτρο σου
άτρωτο σώμα μιας θυσίας που εξευμενίζονται οι θεοί
το μούτρο σου
πεφταστέρι που γκρεμίζεται μες του Αυγούστου τα σκοτάδια
το μούτρο σου
δάκρυο που σε διαμάντι μετασχηματίζεται
και μένει
πίσω απ’ όλα μια ευχή
να κλέψω ένα φιλί
που δεν μου ανήκει..






24 Αυγούστου 2014

Κινητήρας η γλώσσα..




Βίδες βιδάκια, το μαγαζί το έκανα μηχανουργείο
αλλάζω λάδια σφίγγω μπιλιοφόρους
τα φρένα σφίγγω, κοίτα πώς ωραία στρίβει
η κρεμαγιέρα και
δεν ακούγεται ο κόπος
των τροχών –κι όμως
εσύ που ξέρεις πίσω απ’ όλα
είναι οι εφαρμογές που πρέπει…
ο άξονας κινεί τα ελατήρια
το κλάξον η αεροτομή οι σούστες
στρίβω καλά και ο κινητήρας κελαηδάει
υπέροχα
καλά το λένε η καλύτερη
μουσική είναι αυτή του κινητήρα, προσθέτω λάδι
κι αντιψυκτικό, η βενζίνη αναφλέγεται,
πώς συγχρονίζονται οι βαλβίδες
σαν μια ορχήστρα που δεν χάνει το βιολί τον άψογο ρυθμό του
και του μαέστρου οι κινήσεις βάζουν την σφραγίδα
της μελωδίας που επράχθη.
Στο ποίημα που την γλώσσα φέρει ως το φως από αρχαία
μεριά, στο νυν που έχει κίνηση μπρος πίσω
από μια ιστορία που λειάνθηκαν οι πιο τραχιές φωνούλες
των νοημάτων ως να εκφραστούν
από τον ήχο που του νου απέδωσε την μαεστρία
το λεξιλόγιο να τρέχει αβίαστα προς το απόλυτο
που μπόρεσε ο άνθρωπος μεγαλιώδικα να πράττει…



23 Αυγούστου 2014

Σφίγγα…




Αν στους αιώνες ανάμεσα οι ιδέες σου
δεν σαπίσουνε, τα μυστικά που φύλαξες
σαν Σφίγγα
θα μείνουν, αναλλοίωτα,
την μελένια όψη σου ή την σκληρή
αφήνοντας
ν’ αποτυπώνεται
κάτω από των αστεριών την ικμάδα.

Και η τυχερή σου μέρα αυτή:
ο χαρούμενος κι ο λυπημένος,
παλεύοντας
μέσα σου,
για να καλά η αντίθεση και η αντίφαση
κρατεί.

Σε είδα που ιερουργούσες
το λάδι και το κρασί χύνοντας
στον τάφο κι οι χοές σου αυτές
στον ουρανό, απ’ τους θεούς διαβάζονταν.

Την όψη σου Σφίγγα
της ερήμου προσθέτοντας
στην άνω όψη
του κόσμου
που από μυστήρια κι αγάπη συγκροτείται..


Η γλώσσα όπως κι αν την δεις…




Πολύ εύκολο να μοιραστείς
ανάμεσα σε βοριά σε νοτιά και σε ζέφυρο  
και να τα δεις όλα
που λένε  
στο σκορποχώρι των μεσημεριών  
ντάλα ο ήλιος, η κάψα στο φόρτε της
και να δουλεύεις έργα
μες την καψερή πρωτεύουσα  
σαν λήγουσα
που οξύνεται  
μακριά από την ίαση των όμορφων παραλιών  
και του σεμνού διάκοσμου
ενός ποιήματος που σέβεται
την ερωτική διάθεση του Αυγούστου.

Ξυπόλυτος μες την αυλή  
ακούω τον βασιλικό που σπίθες βγάζει
και την ραγισμένη διαβάζω γεωμετρία
του καλοκαιριού
σαν συνόλου
πατρόθεν κι αν πεις
πανταχόθεν..

Λέω να σκύψω στο πηγάδι σου γλώσσα
ιωνικό μου έρεισμα  
λέω να σκύψω στο πηγάδι σου  
και να γευτώ
το γάργαρο νερό του ουρανού σου..





22 Αυγούστου 2014

Παρασκευή…




Υπομονετικά περίμενα. Κι ήρθανε όλα:
ο χρόνος δαμασμένος σαν σε όνειρο κι η πίκρα
Άτονη πια και αυτή μιας και
τραγουδοποιήθηκε ο καημός μου.
Στίχο τον στίχο κλίμακα την κλίμακα ανέβηκα.
Όπως στην φασολιά του παραμυθιού, αόριστος ο τόπος
Και η φαντασία καλπάζουσα.
Δέθηκαν οι συναρμογές των νοημάτων περισσότερο
Και στην νύχτα που έρχεται
ζήτησα φρέσκια ελπίδα.
Γαλουχημένη του Αυγούστου ολόγιομη Παρασκευή.
Είμαι όπου μ’ άφησες και πλέκω
ρίμες δίχτυα της θαλάσσης..






21 Αυγούστου 2014

Η Ουσία…





Υπό κλίμακα: ένα λουλούδι είναι ο μικρόκοσμος της Ομορφιάς
Στην πλατιά έκφραση ενός λιβαδιού που μεταγλωττίζει
Την Ουσία.
                 Άλικο πέταλο που πράττει 
                 αριθμούς
                 Στο αεράκι σαλεύει 
                 σαν η επιθυμία
                 Υπερυψούται ο πηλός
                 Τσακμακόπετρα που καυχιέται ν’ ανάβει
                 Στην γαλάζια σελίδα

Υπό κλίμακα: μια σιωπή που γεμίζει δυνητικές ευχές την ώρα
Που καταρρακώνονται οι τρανταχτές φανφάρες
Της ματαιοδοξίας του κόσμου-
Στην πλατιά έκφραση ενός ποιήματος που μεταγλωττίζει
Την Ουσία..






20 Αυγούστου 2014

Ο γκρεμός…




Ήμουν κουρασμένος αλλά
Κι ο ύπνος μετά με τυράννησε,
σαν ένας αέρας που ζήταγε από την μέρα χρέη παλιά.
Κρατούσα ένα μωρό· στα μάτια του
Έβλεπα τον αθώο κόσμο· κι όταν έκλαψε
Είδα την γη να στροβιλίζεται και να μικραίνει
Όπως ενός νομίσματος η κούφια θεωρία.
Το απόγευμα έφτασε. Ο ήλιος πήγαινε να βασιλέψει.
Είχα ποντάρει όλα μου στην μουσική και μια
Κούπα καφέ με έφτανε στην άλλη άκρη αυτού του κόσμου,
στο θερμό επεισόδιο
Ανάμεσα στο όνειρο και τον
Χρεοκοπημένο ξυπνημό μου, στο χείλος
Ενός αντιφατικού γκρεμού..





19 Αυγούστου 2014

Διεκδικήσεις…




Κάτι διεκδικώ από μια τάξη που ξεπερνά τα παρόντα-
Λίγη ονείρου συνταγή κι εύληπτη αίσθηση
ο κόσμος να αφήνει την λυρική μουσική του
να πλανιέται αδρά στο άβαφο μεσημέρι μου..

Τζιτζίκια τενόροι της ζέστας, υδατοφαγωμένα
ρυάκια και, ερωμένα της Τρίτης, χηνόπουλα.

Μια λιτανεία μετά,
γύρω απ’ τις Μυροφόρες: ψαλμωδίες,
λιβάνια, κεριά
που προλαβαίνουν την ανάσταση- γράφονται
στο μυστικό βιβλίο του αιώνα
κι εκεί που οι θρησκείες κάνουνε τον πόνο
να είναι πιο ανθρώπινος, μοιράζοντας
ελπίδες -ίσως και ουτοπικές- και ανάταση
προς κείνο δα το κύμα που σε άλλη παραλία βγάζει
της νύχτας που αγγίζει τα μεγάλα ωραία στερεώματα..




18 Αυγούστου 2014

Η οθόνη…






Βγήκα απ’ το ενύπνιο
κι όσο να πεις
μου αφιερώθηκε μία σιωπή της μεστής νύχτας.
Αποφασισμένος για όλα μου. Τα άστρα κρατώ
όπως να σπάει η ρίγανη μέσα στα δόντια μου
και να μοσχομυρίζει ο ουρανίσκος.
Μαχαίρι κοφτερό κι απόψε το φεγγάρι
ζει για να πλάθει τον άνεμο.
Η μνήμη μου δεν με απατά: ζητώ άλικα τριαντάφυλλα
όπως την μέρα
που έφυγες και ένας θάνατος
σώπασε όλες τις λέξεις που μπορούσα.
Το βιβλίο μου κρατά συντροφιά-
Ποίηση πάντα προ των πυλών·
κερδίζεται στην μοναξιά το αρχαίο σκαρί
που πλέει στα νερά της αισιοδοξίας.
Στην οθόνη η ταξιαρχία των εικόνων με πάει
μακρύτερα από μιας φαντασίας την διάψευση..



17 Αυγούστου 2014

Γυρνώ σπίτι…





Ανοίγουν τα λουκέτα και η σιδερόφραχτη ζέστα πλημμυρίζει το τοπίο με την ακρίβειά της·
Στην λίμνη πλατσουρίζουν οι πάπιες, βαριεστημένες θεές ενός ακριβοδίκαιου καλοκαιριού·
Ο χρόνος τελειώνει· η λιακάδα είναι ανάγνωση στα κλεφτά
Ενός πόθου που ρίχνει τις ματιές του
Στην πλατφόρμα της μέρας·
Δυναμική των ηλιαχτίδων να δώσουνε χρώμα
Φευγαλέας ροπής στο μεσημέρι
Που καρπώνεται του κότσυφα την λαλιά και της δεκοχτούρας την ανέμελη ώρα-
Οι πικροδάφνες γεμίζουν σκόνη και αέρα
Τα πνευμόνια τους·
Γυρνώ εξουθενωμένος απ’ την κάψα σπίτι και τσαλαβουτώ σε μια δροσιά ποιήματος που κρύβει όρη και βουνού εξουσία..


Την Κυριακή στο πάρκο…





Γρατζουνισμένες λαμαρίνες, κυρτωμένα δέντρα, κι ο ήλιος με το καλυμμαύχι του.
Κάτω από τις φυστικιές ο αέρας, ξυπόλυτος, νουνεχής, άτονος.
Διαφάνεια δοκιμασμένη, εσώκοσμος των φυτών.
Μια μουσική διθυραμβική που τρέμει στο γαλάζιο πίνοντας
σαν σφουγγάρι την αντίρρηση που σπέρνει ο ουρανός.
Άνθρωποι ετερόκλητοι, άνθρωποι μελαψοί
Και λευκοί, λευκότεροι από την υποψία-
Σκηνοθετούν περί τα αυτά και πάλι όλα ίδια μένουν
Ζαλισμένα κάτω από την ζέστα και τα τετερίσματα των τζιτζικιών..






16 Αυγούστου 2014

Αεικίνητος κόσμος…




Η όψη του βουνού έχει βάρος αιώνων και φυλακίζει
την ζέστα καθώς σιγοντάρει το αρχαίο σμυρίγδι της.
Στα ριζά, ο πευκώνας, η αδέκαστη αρετή των κωνοφόρων.
Και η φωνή του πουλιού όταν ξημερώνει και ο κόσμος αποκτά θάρρη και δόξα
Κάνει εύληπτο το νόημα της απλότητας.
Ανάσες βαθιές μυστηριακό οξυγόνο
Που γυρίζει χτυπά τον κουρασμένο υπεζωκότα μου.
Σκιές κινούμενες που κλέβουν μια εντύπωση
Και την κρατούν κάτω απ’ τον ήλιο.
Νομοθετούν οι ενδείξεις για την ευρυθμία του Ορατού.
Στον ουρανό πετούν μπαλόνια ζωηρόχρωμα γεμάτα απ’ τα συστατικά μιας ευτυχίας.
                                                 


Λουόμενοι…




Το οξυγόνο ζητάει συμπάθεια κι εξαφανίζεται
στην λάβα του μεσημεριού.
Λούονται στις γεμάτες παραλίες
οι αγελαίοι
και τρέπουν την ησυχία σε φυγή.
Μαγιό φανταχτερά και εμφανίσεις
ημίγυμνες
               καθώς η ζέστη μύρισε αντηλιακό και μαυρισμένο
κορμάκι.
Γελαστή Αττική, απόχη που πιάνει μ’ επιτυχία
τον εύθυμο και τον βαριεστημένο
και τον ξαπλώνει στις αιώρες του beach bar.
Σούνιο λαβωμένο, Αρτέμιδα, Ωρωπός,
Κάλαμος, Πόρτο ράφτη και Ραφήνα-
το θέατρο την ίδια σκάρωσε παράσταση και μας την ξαναπαίζει
μέχρι καλά να εμπεδώσουμε..



Σαββάτο μεσημέρι…



Το Σάββατο η ζέστα μεγάλωσε.
Τα σπίτια έμειναν άναυδα
να ιδρώνουν στον ήλιο
κι ένα αεράκι που φυσούσε τίποτα
δεν έκανε υπολογίσιμο.
Ξεράθηκαν οι γλάστρες.
Το κουνούπι θύμωσε.
Κάτι πουλιά διψασμένα βρήκανε
μια γουλιά νερό
στον λάκκο με τα απόνερα
απ’ τα πλυσίματα της κυρά-Μάρως.
Ελέησόν μας σήμερα-
Το μεσημέρι είναι μια ρίμα που πλανιέται σαν η μουσική
μες το διάστημα..








Εικόνα…





Το μαγαζί ναυάγησε…
Κι εσύ κοιτάς πάνω απ’ την κούπα του καφέ σου
νοσταλγικά κατά τον χρόνο που πέρασε.
Σε δένουν οι στιγμές με το πουθενά, σε δένουν.
Τίποτα δεν είναι υποταγμένο.
Στο αίμα σου ο έρωτας πλέει σαν ένα ιστίο που ζητάει χαρά
και ακύμαντη θάλασσα.
Η θρυμματισμένη εικόνα του καλοκαιριού τρέμει κάτω
από το φως που δύναται έκπληξη.
Σε μαθαίνω από την κίνηση που αφήνει ένα βάρος
επιθυμίας να πέσει πάνω στον καθρέφτη του αισθήματος..






15 Αυγούστου 2014

Πάμπλο Νερούδα…

Ανήκουν κάπου αλλού οι ψυχές ή δοκιμάζονται
εδώ κι όταν αποχωρούνε,
γίνονται σαν θαλασσοπούλια που τα πολεμάει ο βοριάς;

         Εσύ όμως Πάμπλο Νερούδα αφήνεις το φρέσκο aχνάρι σου
πάνω στην Ίσλα Νέγρα και κοιτάς
με το λίθινο μεγάλο κεφάλι σου
τα κύματα
του Ειρηνικού,
ακούραστος
φτασμένος
απ’ την έμπνευση
και τον τραχύ αέρα της πατρίδας.

        Και μετά αποσύρεσαι σιωπηλά
στο μικρό γραφειάκι σου
από την λουστραρισμένη σανίδα
που σου έστειλε ο ωκεανός
κι απ’ την καρέκλα σου κοιτάζεις
την βοή
των κυμάτων
και σημειώνεις
αργά τους στίχους που σου έδωσε η θάλασσα
κι απόψε.

           Η σκουριασμένη σου άγκυρα αφήνει 
το σπίτι σου
καθηλωμένο
εκεί
στα πιο ωραία όνειρα,
μουσείο
μιας λεπτεπίλεπτης φλόγας
που τεχνουργεί ωραία τον βίο.

         Στον κήπο σου,
στον αφρόντιστο χώρο των φυτών που κάθε μέρα ανήκουν
στην γη και σου χαμογελάνε
κοιτάζεις τις γοργόνες σου,
κεφάλια αχτένιστα αποκομμένα
από τις πλώρες καραβιών κι όπως εσύ τα έβαλες
εκεί,
να κοιτούν
προς το πέλαγος
για να ξορκίζουν την θλίψη.

        Κι η ατμομηχανή σου
έτοιμη για μεγάλα ταξίδια,
λαφυραγωγεί
τις μέρες που δεν είσαι εκεί αλλά αφήνεις
την περιουσία σου
λόγια πολύτιμα, μπαρουτοκαπνισμένα
ορμέμφυτα
της έσω σου ωραίας ταραχής.

        Οι καμπάνες σου
δίπλα σε κείνο το ασθενικό σκαρί που όλο λάμπει
μες τον ήλιο
κι όλο υπόσχεται
να σου φέρει κι άλλα κοχύλια,
τιναγμένα
κοντά στην ακτή και ξεπλυμένα
από τον αφρό του φλοίσβου,
δίπλα στον εγωισμό της θάλασσας
και του αέρα
όταν μανιάζει.

     Κι ο τάφος σου
στεγνός
πλάι στην Ματίλντε Ουρούτια
                μια προσμονή
γλυκόπιοτη
μια ευκαιρία
να σου φερθούν αλλιώς αυτοί που δεν κατάλαβαν
πόσο πονάει γενναία
η ερωτική σου καρδιά.
















Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου