...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Οκτωβρίου 2012

Στην Μίνα Παπανικολάου…






Κλείνει μια καρτέλα πιστωτική με το απόβροχο και το φθινόπωρο 
κυνηγά τον χειμώνα. Τελαλίζουν την σιωπή τους τα δέντρα, 
ο χρόνος αψιμαχεί με το σύμπαν
και η τελεία είναι σύνορο αδιάβατο.
Παράγραφος πρώτη, ο ουρανός δεσπόζει γαλάζιος
κι αν μούτρωσε και σκυθρωπάζει όπως 
το παραώριμο φωνήεν
μιας ξαφνικής βροχής.
Πρωτεύουσα πόνου.
Αγωνιώ για τα πάντα αγωνιώ.
Πολίτης μιας κυκλοθυμικής πατρίδας.
Από εδώ ως την Θεσσαλονίκη η αφεντιά μου.
Κοιτώ τις όμορφες γυναίκες και αφήνω την ψυχή μου να ζει
στα ύψη.
Η ποίηση με σκεπάζει ζεσταίνοντας τα κουρασμένα κόκαλά μου.
Καληνύχτα -  καιρός για όνειρα λοιπόν!

Τίποτα οι λέξεις τίποτα οι σκέψεις










Τίποτα οι λέξεις τίποτα οι σκέψεις που δεν ευδοκίμησαν
Τίποτα οι φτηνές συγκρίσεις των χρωμάτων της δολερής εξουσίας
Τα βουλευτήρια του αίσχους οι άρρωστες τόσες λογοδιάρροιες η όχι παραδοχή
Πως ο καιρός των τίμιων πέρασε, τώρα οι ελεεινοί δεσπόζουν σ’ όλα τα ενεχυροδανειστήρια και οι μοναδικοί
Που αντιστέκονται λευκότροπα είναι οι ποιητές
Που πιστεύουν ακόμα στο κάλλος..

Η εποχή παγιδεύει σωρηδόν συνειδήσεις
Οι αντίπαλοι είναι μονομάχοι διαρκών εμφυλίων
Εθνικό είναι μόνο ένα μνημείο που αναστυλώθηκε για να θυμίζει
Πείσμα και περασμένη αξία.

Υποτιμάται το νόμισμα οι φτωχοί δαγκώνουνε σαν λυσσασμένοι το ψωμί
Μες τις πλατείες στέκονται καπνίζοντας οι άνεργοι
Οι επιπλοκές των χρηματιστηρίων αφοδεύουν πάνω στο κοινωνικό αγαθό
Εγώ σκληραίνω όπως ήθελε η κόρη μου.

Επιβαρύνονται οι πιέσεις μου η καρδιά μου χτυπά γρηγορότερα
Θα παίρνω χάπια ανοχής και αντοχής θα θέλω να επαναστατήσω
Βαριά όπως θα με ξεκαλουπώνει ο καιρός.

Και σ’ όλα αυτά ας μην προσθέσω που αλλάξανε την αριθμητική
Που θέλει κάποιος για να ζήσει
Μένοντας, για την ποίηση που επιβιώνει, οπαδός..












Χρεοκοπούν και οι απόψεις κάποτε-







Χρεοκοπούν και οι απόψεις κάποτε-
Εκεί που ήθελες το άσπρο σε νικάει κατά κράτος φονικό το μαύρο.
Οι κοινωνίες περισυλλέγουνε τις αντιφάσεις τους
Και πάλι ίδια αποτυγχάνουν.
Έτσι όπως πάντα για να το σκεφτώ χάνω τον ύπνο μου.
Ξυπόλυτος μες τον μεγάλο μαχαλά της οικουμένης
Επιβεβαιωμένα θνητός
Αντιδικώ μες της ιστορίας το θράσος.
Τραυματίζονται οι ιδέες μου
Πάντα ανεφάρμοστες είναι
Τι φιλόσοφος να ‘σαι τι και ποιητής
Θα σε σταυρώσουνε τα αγελαία ένστικτα.
Χαμηλώνω τώρα το βλέμμα μου
Προσκυνώ την δική μου ανάγκη.
Κι ακούγομαι όπως να γράφω προσευχή
Σε κάποιον που δεν έφτασε την θέωση ακόμη..





Μου έδωσε σύμβολα η ζωή, ‘υχαριστημένος είμαι







Μου έδωσε σύμβολα η ζωή, ‘υχαριστημένος είμαι
εν τούτω πολέμησε    όλοι κερδίζουνε μια νίκη αιματηρή
στάθηκα απέναντι στα λουλούδια πανέτοιμος
προσκυνάω την χάρη τους.
                                   Γιατί
αν δεν ξοδέψεις ανάσα δεν θα βρεις χαρά οξυγόνου
εκεί που ο θάνατος συναντά την ζωή   
σαν χάδι
που θα ηρεμήσει τον άρρωστο  
εκεί  
η πρωινή πάχνη αφήνει έκθετο το σώμα της νύχτας κι ο ποιητής
βουλιάζει ανεμοδαρμένος μες την σκέψη
ο περιρρέων όλων το ανάγνωσμα..




29 Οκτωβρίου 2012

Μένει μες τις σελίδες μου ένα ναυάγιο ψυχής που ρέπει προς το χάος

Μια βοή μες τα βλέφαρα, μια εικόνα που γεννιέται και ύστερα
Όλο το φως τεκμαίρει την αιωνιότητα των δευτερολέπτων που επαναστάτησαν
Ενάντια στα αυτοκρατορικά ρολόγια.

Σπίτια ανέγγιχτα απ’ την φθορά, σπίτια θεμελιωμένα μες την μνήμη
Που τονίζουν την ώχρα τους σπίτια
Και δισύλλαβες αυλές
Γεμάτες γλάστρες που φιλοξενούνε φρόνιμα λουλούδια.

Το ειδικό βάρος του ανέμου είναι μια κραυγή από κρύσταλλο
Που σκίζει τους αιθέρες.

Συναπαντώνται μες το μεσημέρι οι νεράιδες που αγάπησαν θνητούς και τ’ απαρνήθηκαν όλα.

Να ζωγράφιζα ευαγγελικά το λιγωμένο φιλί τους!

Μένει μες τις σελίδες μου ένα ναυάγιο ψυχής που ρέπει προς το χάος
Όπως συνδράμει θεία χάριτι ο νους μου το φιλήδονο αψύ γιασεμί..



Θα σταλάξω θλίψη κι όλο το ακατοίκητο αίμα θα γίνει ρυθμός.





Θα σταλάξω θλίψη κι όλο το ακατοίκητο αίμα
θα γίνει ρυθμός.
Αττικό φεγγάρι και να μελωδεί ο καημός μου.
Τα αστέρια καιροδηλώνουν αιθρία στην αύριο.
Όσα κοιτώ τόσα κατέχω.
Ένοικος μιας συλλαβής αγώνα του λεξιλογίου.
Εκείνον τον κοντινό ήχο κρεμάω στο στήθος μου
Σαν φυλαχτό και ας υπάρχεις πλέον  μακριά..

                                                        3.5.2012



28 Οκτωβρίου 2012

Το φθινόπωρο πλένει τα πόδια του στην θάλασσα των ουρανών.





Το φθινόπωρο πλένει τα πόδια του στην θάλασσα των ουρανών.
Στην σκιά του κονιορτοποιούνται οι τεμπέλικες αντανακλάσεις της σκέψης
Και ο τέως θεός των κυμάτων.
Προσωπεία θλιμμένα σαν από τραγωδία που ακόμη συντελείται
Πνίγουν το δάκρυ τους κι η μέρα αντέχει κι άλλο πόνο.
Καταποντίζονται ήσυχα οι στάλες της βροχής και το ποίημα σηκώνει κι άλλο βάρος κι άλλο βάρος - όσο
Να μηδενίσει την διαπασών του και
να σφηνώσει ανάμεσα στην μυθολογία και την ιστορία την άγραφη.
Εύθραυστες ψιχάλες χτυπούν ρυθμικά την καρδιά.
Κόκκοι άμμου τρυπώνουν στο κορμί της θάλασσας.
Όλο το πνεύμα των ημερών του Οκτωβρίου
Σηκώνεται σαν μια οχιά που θα δαγκώσει.
Κλαδεύω την σιωπή αλλά οι παραφυάδες της
Κάνουνε πιο αφόρητη την μοναξιά.
Η ύλη εκδικείται- η ύλη σφύζει από πορφυρά αισθήματα.
Με το μελάνι μου παλεύω να σας πω
Εκείνα που σ’ έναν μονόλογο χωράνε
Ταγμένου κάποιου να αποδημήσει για αλλού.





Είναι η φωνή του παππούλη μου




Είναι αυτή η μυστική συμφωνία των ψυχών να διαβούν απ’ την άλλη
πλευρά ξεχνώντας το σκότος-
Είναι αυτά τα τούρκικα σοκάκια κάπου εκεί στην σκλαβωμένη Αλικαρνασσό και οι πολλές
σημαίες που διαλαλούν επηρμένες μια κτήση
από σπαθί που προσκυνά την ερυθρά ημισέληνο.
Ο ιραδές του σουλτάνου, η άτεγκτη γνώμη
ο ήλιος που ψήλωσε και νομιμοποιεί τις νέες πραγματικότητες.
Δεν υπάρχει πια αισυμνήτης- ο χρόνος δίκασε και όλα ανεβαίνουν τα χωριά
ως την σελίδα της ιστορίας που αλλιώς απ’ την επιθυμία εγράφη.
Είναι η φωνή του παππούλη μου την ώρα που μου διηγείται κάτι και τα μάτια του δακρύζουνε
κι αφήνει μιαν εικόνα στην καρδιά μου να πονά μέχρι και σήμερα εμένα..


Πουθενά δεν θα πάμε ει μη μόνον στα περίχωρα του θανάτου.






Φυσάει απόψε,    μπάζει ήχους άτσαλα
συριχτούς        στην θλίψη του το απόγευμα.
Λίγο πριν η απουσία γίνει ξεθωριασμένη παρουσία των όντων.
Εστίες μελαγχολικής ψευδαίσθησης ακουμπούν
πάνω στο ρίγος που μου μεταδίδει η ζωή.
Το φως λιγοστεύει και μερεμετίζει την απόφαση.
Πουθενά δεν θα πάμε ει μη μόνον στα περίχωρα του θανάτου.
Να σκεφτείς ότι ζούμε εδώ που οι ανομίες περίσσεψαν και σκλαβώθηκε ξανά η πατρίδα.
Αυτοί που συνηγόρησαν να θάψουνε τα σύμβολα
ας έχουν κακορίζικη ζωή.
Αποφλοιώνονται οι ιδέες κι άτεγκτες εξαϋλώνουν το βαρύ σώμα των ηθικών λουλουδιών.
Με τα ιστία της φαντασίας μου και πού δεν πήγα;
Αν πεθάνω    κράτα μια ειδική ανάμνηση που στριφογύριζε στην κάμαρα λες και να ήμουνα και πάλι εδώ
που σβήνονται οι λέξεις μα αντηχεί
ψυχή τε και φιλοσοφίας του ο άνθρωπος..
Έφυγα. Απ’ όλα πλέον έφυγα.
Τούτος είναι ο χοϊκός μονόλογός μου
Που τον ραμφίζουνε πουλιά και τον ξεπλένει το νεράκι της βροχής επάνω στα ψηλώματα..

27 Οκτωβρίου 2012

Ζάχαρη στο στόμα του πουλιού


Ζάχαρη στο στόμα του πουλιού, ήχος αβρός, χαρμόσυνος
Και καλλιεπής δραγουμάνος των απόκρυφων μηνυμάτων ο νους
Κωδικοποιεί την συλλαβή των αποκαλύψεων καθώς ο χρόνος
Μαστίζει πάνω στα φυτά περισπωμένες του ήλιου.

Διαχέονται εγωιστικές αχτίδες, η σιωπή ρυθμικά που βελάζει
Ναρκισσεύει το μπόι της έως τον χώρο των νεκρών.
Νταήδες άνεμοι ανασηκώνουν την ποδιά της ιστορίας
Οκτώβριος που νανουρίζει την κάθε λέξη της θάλασσας
Κληροδοτούνται στην χλιδή τα ποιήματα
Η σκέπη τους είναι ο οίκος των αιώνια ταπεινών.

Όταν βραδιάζει ανάβω φως, κάτι πελώριοι ίσκιοι
Τσακισμένοι πα’ στα ντουβάρια τρομοκρατούν την ησυχία μου
Και οι ζωντανοί θυμούνται κείνους που έφυγαν
Πηγαίνοντας για του ουρανού το μέλι και το γάλα.

Τότε η ραψωδία συνεχίζεται· οι ημίθεοι παίρνουν φωτιά
Και ακονίζουν τα σπαθιά τους για γιουρούσι κόκκινο.
Ο κιθαρωδός πολλαπλασιάζει τις νότες του επί τα αισθήματα
Τον παρακολουθώ που βάλλει
Ενάντια στην μοναξιά του άρχοντα
Κι ενάντια στο ταπεινό και καταφρονεμένο.

Συνδαιτυμόνες πίνουν από δυνατά κρασιά, καίει το αίμα τους
Και πάνω στα ωραία ανάκλιντρα οι πορφυροί χιτώνες κάπου
Αναμερίζονται για να φανεί η σάρκα ξαναμμένη.

Τότε φαλλοί δοξαστικοί χύνουν το μέγα σπέρμα τους
Επάνω σε ποθόδοξα κορμιά και η γιορτή που ήθελες ανάβει
Για να στεφανωθεί με τον κισσό ο κρύφιος Διόνυσος.

Κοιτώ κι από απόμερα κάπου θαυμάζω.
Ένα ελληνικό μελτέμι σβήνει την ψυχή των λεξιλογίων που βρήκα
Να μ’ ακολουθούν και σε όλα δίχως αντίρρηση να ενδίδω..


Άνεργοι..



Οι πρωτευουσιάνοι κάθονται τα πρωινά στα μπαλκόνια
και πίνουν καφέ θλιμμένοι και άνεργοι.
Αν δεν ξέρεις απ’ αυτόν τον πόνο
δεν μπορείς να καταλάβεις την καρδούλα τους
που χτυπά δυστυχισμένη.
Η φτώχεια τους διαβάζει την ιστορία ανορθόδοξα.
Ακουμπούν την πλάτη στον τοίχο
και παίρνουν μια βαθιά αναπνοή
που αφήνει να πετάξουν στον ουρανό δύο πουλιά χελιδόνια.
Το φως που τους λούζει με την πολυτέλειά του τους γερνά περισσότερο.
Ακούγεται μια ήσυχη μουσική.
Ανοίγουν την εφημερίδα και διαβάζουν.
Νεκρώσιμα τους φαίνονται όλα.
Σαν να ‘ναι έτοιμα να αναφλεγούν..


26 Οκτωβρίου 2012

κόρη μελαχρινή που έζεψες το εγώ της μέρας στο υνί σου



Για να θριαμβεύσουν τα μάτια σου στον ουρανό μου
Άφησα την καρδιά μου να κράτα σκήπτρο την ομορφιά σου
πάνω από την λίμνη που η εξάχνωση γράφει
χορευτικές φιγούρες
κι αντιπαλεύει ο ουρανός τις καλαμιές
και η ζωή είναι ευτυχισμένη
νότα - αχ η ζωή

σε πλησιάζω με το ″φως και το σκοτάδι που έχω″
πόσα ορμέμφυτα μου χάρισες δώρα
πόσες σε είπα Κυριακές
πόσον θάνατο μου κατήργησες
που η αναπνοή σου λουλούδι στόλισε
το πέτο του νου μου

και να δεις που η ποίηση είναι από μόνη της άλλη αξία
όταν ξυπνάς πρωί και κει που ποτίζεις
τα κόκκινα γλαστράκια σου όπως στο Πήλιο
ο ήλιος που ψηλώνει σου μιλάει
μουσικές
και ‘ευχαριστιόνται άνεμο οι μηλιές
που σε σκλαβώνουν

κόρη μελαχρινή που έζεψες το εγώ της μέρας στο υνί σου
τα στάχυα των μαλλιών σου μέστωσαν
και σαν γυαλίζουν
ο κόσμος μου απόκτησε πλούτη και θάρρος
και κάνει μες την ιστορία μυθολογίας άλματα..





Χαράσσω στα βλέφαρά σου την νύχτα


Χαράσσω στα βλέφαρά σου την νύχτα
Αφήνω το λαγαρό γιασεμί
Να περιπλέξει τις λιγωτικές παρτίδες του
Το φεγγάρι σκουντά τις ορτανσίες που πασχίζουν
να σ’ αρέσουνε
Από μια γλάστρα που έσπασε
το μαγικό γαρίφαλο ξεκλείδωσε τον πόνο

Μιαν άλλη μέρα άκουσα
τον λιλιπούτειο κοκκινολαίμη που τραγούδαγε
πίσω από τον ήλιο
Τραγούδι λυρικό όπως νεράκι
γάργαρο
Έχανε φύλλα η μουριά
Η λόγχη της καρδιάς σου
μ’ απειλούσε

Χαράσσω στα μάτια σου την ηλιαχτίδα
Μια φυσαρμόνικα ζητάει το πέλαγος
και τον μαέστρο γλάρο
Αναθεματίζω την τύχη μου-
σκληρά μου φέρθηκε η ζωή
Κι είχα πιστέψει ο δόλιος τόσο στην αγάπη…






25 Οκτωβρίου 2012

Πεινώ για λέξεις



Αν δεν φοβάσαι ίσως
Βρεις σκίρτημα ακριβοδίκαιο
του έρωτα
μέσα σου-
Θέλει με τα πάντα να παίζεις-
Ρισκάρουνε οι τολμητίες των ουρανών-
Άνω κόσμος κάτω κόσμος-
ο κόσμος είναι ένας κι ας σφάλλει
Ο Πλάτωνας σωστά τον εξήγησε
Σχολιάζουμε επί της φιλοσοφίας που μας δίδαξαν οι άνεμοι
Μπορεί και τα στοιχεία της φύσης
να αρέσκονται να μεταβάλλονται- Αχ μάνα!
Πεινώ για λέξεις- βύζαξα
Το γάλα των νεφών
και κοίτα
μου έγινε τροφός η λύκαινα..

Καθημερινή συναλλαγή



Καθημερινή συναλλαγή     
η ώρα ματαιώνει την παντοδυναμία της αιωνιότητας
Απ’ όπου ήρθα φεύγω   
ουσιαστικά μ’ αντιρρήσεις και λόγια φωτιάς  
πώς γράφει ένας ποιητής την ψυχή του;  
εκσφενδονίζονται στον ουρανό συμπεράσματα  
οι δείκτες των χρηματιστηρίων δυσανάλογα ψήλωσαν  
η φτώχεια κι όμως καγχάζει
Δίδαξα λέξεις δίδαξα νερό  
ύδωρ αθάνατο
Μια βροχούλα του Οκτώβρη μια ζεστή φυλακή
Και η καρδιά μου τέντωσε το τόξο που σημάδεψε     
τον πορφυρό ορίζοντα
Ενθουσιώδη τοξοβόλε, πού πας;
Η ποίηση θα θεραπεύσει την καρδιά σου
Στις συνοικίες του φεγγαριού τα λόγια είναι περιττά
Παίζουν όλη την νύχτα τα παιδιά και πάνω απ’ το κεφάλι τους   
κρέμονται οι ανεμίζουσες μπουγάδες
Δηλώνω θλίψη κάποτε     
ο κόσμος με λυπεί
Αλλά σε σένανε προσβλέπω    
και οι ατασθαλίες     
των νεφών
Ακόνισαν το ατσάλι της συνομωσίας..
Συρράπτονται οι ώρες σαν αρχέγονες του αέρα νουθεσίες.
Είμαι αφηρημένος και συγκεκριμένος πιο από ποτέ..

                                                                                   24.10.2012


24 Οκτωβρίου 2012

Σιγά σιγά γράφω περίεργες ιδέες



Οι αίγες πα’ στον βράχο που κοιτά την έρμη θάλασσα
Η γαλάζια κόμη του αέρα
Το συγκεκριμένο φως και το αδιευκρίνιστο σκοτάδι
Η οκτωβριανή ησυχία κι η προσευχή σε κάτι που δεν ερμηνεύεται
Η ψυχή, η ψυχή που πονά και ασπαίρει

Σηκώνω το τσαμπί στον ήλιο- οι ρόγες του
Διάφανες λάμπουν στο φως
Το σταφύλι Βάκχο μυρίζει
Και έξαψη

Περίεργος κόσμος περίεργοι άνθρωποι
Ξεμυτούν απ’ το πουθενά και στο πουθενά πάλι πηγαίνουν
Μια κοινωνία που δεν έμαθα ποτέ
Εμφύλια μάχεται πάντα η κοσμοθεωρία της

Σιγά σιγά γράφω περίεργες ιδέες
Μερικές σαν φοβερά ανεπούλωτα εγκαύματα
Ξαγρυπνώ και για μια λέξη κοπιάζω
Που θα έλυνε το μυστήριο σαν το ξίφος τον γόρδιο

Τώρα, όπως προσηλώνομαι στο ελάχιστο
Ξέρω πως πας από εκεί στο τιμαλφές
Και να διαφυλάξω θέλω
την ταυτότητα των λουλουδιών
Που για ανεξήγητο λόγο
ιερατικά και μόνο
Παρακαταθήκες μου παραδόθηκαν..


Ο Θεός με άτι ιδεών λευκό καλπάζει.




Ένας ψίθυρος τάχαμου πριν η μέρα στολιστεί
με τα ενώτια
και την συλλογισμένη της όψη.
Μια φυσαρμόνικά αγγέλου κλαίει.
Η βοκαμβύλια αναρριχάται ως τον πλανήτη γη.
Ο Θεός με άτι ιδεών λευκό καλπάζει.
Η θάλασσα σκέφτεται.
Κλέβω το φιλί σου πριν γίνεις εγωισμού βασανιστήριο.
Κλέβω το φιλί σου και τρέχω
Μες τους κάμπους, μες τους ουρανούς
Μες την άπλετη πεδιάδα
των παρομοιώσεων.
Κρατώ ένα μπουκέτο μαργαρίτες
Στις χαρίζω- είμαι εγώ
και εσύ
Και το ποθητό αεράκι
που σταλάζει την πεμπτουσία του
στην καρδιά σου
στην καρδιά μου..

Σε αγαπώ όπως η βία το αίμα.



Όπως ξημέρωνε δεν βρέθηκε τίποτα
Άλλο- μόνο ένα βλάσφημο φεγγάρι
Που στέκονταν επάνω από τις μουριές
Και δάγκωνε με λυσσασμένα δόντια το τοπίο.
Αράχνες σίγουρες για την δουλειά τους και
Κάτι τριζόνια που έτρεμαν
Μες την πολλή ησυχία.
Στην γλάστρα φύονταν τα σκουλαρίκια εκείνα της γιαγιάς μου.
Παντού ασήμι φως.
Άνοιξε ξαφνικά την πόρτα και στην πίσω αυλή
Μπήκε η Ελένη με ένα ταψί γεμάτο ψάρια τ’ ουρανού.
Ούτε η εικόνα δεν την πρόφτασε.
Ήτανε έξω απ’ τον χρόνο.
Τα μαλλιά της λυτά και τα μάτια στυλά ολοτρόγυρα.
Κι έτσι όπως τριγυρνάει στην μνήμη κάποιου
Το τωρινό και το μελλούμενο χαμένο.
″Ελένη″ της είπα..
″Άφησε την καρδιά μου να είναι κοντά σου..
Οι καιροί τόσο με πίκραναν″..
-″Μα, όλες οι νύχτες για σένα δουλεύουνε..
Θα ζεις μες τα βασίλεια των ουρανών.
Από μια παρομοίωση θα γεννηθείς
πάλι και πάλι.
Σε αγαπώ όπως η βία το αίμα.
Μέσα σου είμαι
Τρόπω πολλώ″.. είπε..

Και χάθηκε σαν οπτασία που της μέλλονταν
να σβήσει.
Χάθηκε
και η νύχτα ξαναέγινε
ηφαίστειο..

23 Οκτωβρίου 2012

Κρεμάται επί ξύλου, αθώος και άμωμος



Κρεμάται επί ξύλου, αθώος και άμωμος
Ψιλός λιγνός και αιθέριος
Εκείνος που ετράφη με ακρίδες και μέλι λιγυρόν
Δροσοσταλίδες που έφτασε
Μες τα μαλλιά του να πλεχτούνε-

Κρεμάται επί ξύλου ο που απόψε το φεγγάρι τον στεφάνωσε
Με αχλή και δόξα-
Ο φιλέρημος των ουρανών, αυτός που δεν πρόδωσε
Καμία Ιδέα-
Κρεμάται επί ξύλου-

Μελαχρινός κάτω απ’ τον ήλιο τον λαμπρό
Ποιητής διαρκούς επανάστασης,
Κρεμάται επί ξύλου-

Τα δάχτυλά του δείχνουνε τίνι τρόπω θα πορευτούμε προς τον νέο παράδεισο-
Μιλά και τα χείλη του είναι δυο παπαρούνες που δυναμιτίζουνε την άνοιξη
Ζεσταίνει στην καρδιά του δυο πουλιά
Που κάποτε πετούνε μες το γαλανό στερέωμα..


ΑΓΓΕΛΙΕΣ…





Ζητείται αριστούχος ποιητής να μεταφράσει την Αγιά-Γραφή της θάλασσας…

Ζητείται γλάρος να υποσχεθεί το πέλαγος κι όλα τα καλοτάξιδα καράβια…

Ζητείται Αθώος να επωμιστεί τις αμαρτίες του ντουνιά…

Ζητείται μια Μαρία που θα υποδυθεί την Αθηνά όπως να φτάσει ως τις μέρες μας Φαρμακολύτρα Παναγία…





22 Οκτωβρίου 2012

Το χέρι μου μέσα στην ερημιά ψαρεύει




Υπέρ πάντων το κελάηδημα του πουλιού και ο ύμνος
στο φως.       
Η κλαγγή των όπλων όπως που από μακριά ακούγεται
και συννεφιάζει
από θρησκευτική προκατάληψη ο ορίζοντας
μέχρι που ένας νους που βάλλει
ενάντια στο ποταπό να αναφανεί και να νικήσει
σκοτάδια μαύρα του θανάτου.
Το χέρι μου που αποδίδει τάξη της αγρύπνιας
κοντά πριν ξημερώσει και είναι γλυκό πολύ το κόρωμα-
Το χέρι μου μέσα στην ερημιά ψαρεύει
και κάθε λέξη σπαρταρά και ιριδίζει
στα δίχτυα μου ευτυχισμένη.
Φωνούλες των παιδιών, των υδάτων κελαρυσμοί, ανεμοσκορπίσματα..
Μπαίνει το μεσημέρι με τα μπούνια ως τις κορφές των δέντρων·
τα φύλλα κιτρινίζουνε να πέσουν κι όλα μου μηνούν φθινόπωρο
που θλίβει μελαγχολικά την θηλυκή αγρύπνια των ονειροπόλων.
Ψιλή βροχούλα ιερατική που εξαγνίζει
ψυχούλες των πνευματικών λουλουδιών-
σκορπά την ευλογία της πάνω στο αφράτο χώμα
που τρέμει σαν
από κάτι του Ορατού που σέβεται
νύξεις πολλές και μυστικές του Αόρατου..



 


Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου