Όπως ο ήλιος έδυε πάνω από τα παλιά κτίρια της Λευκωσίας
Μια τούφα απ’ τα μαλλιά του μπερδευόταν
πάνω στις κεραίες και καθυστερούσε να σβήσει.
πάνω στις κεραίες και καθυστερούσε να σβήσει.
Περιεργαζόταν τους σοβάδες που έφεραν
μπαρούτι επάνω τους εχθρικό
μπαρούτι επάνω τους εχθρικό
Και την οσμή της ψυχής των αγνοουμένων.
Έμεινα να κοιτάζω ώρα και να σκέφτομαι.
Ελληνικά ακούγεται μες την καρδιά μου το μαρτύριο.
Ο αέρας κλονίζει τον περίγυρο και οι μελαψοί άντρες που περπατούν στο πλακόστρωτο
Έχουν στον νου μια άλλης απόχρωσης Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου