...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Ιουλίου 2013

αγαπώ αυτό το λαμπερό βότσαλο της Απλότητας


Ρίζα του αίματος, συλλαβή
της αρχέγονης ζωής. Στο νερό
κρούουν οι αλήθειες το μυστικό λουλούδι
της χαράς.
Σαν ένα νούφαρο καλά στερεωμένο
Στον παγωμένο χρόνο.
Κι η μιλιά 
Αναπνοή του ασβεστόλιθου, ραγάδα
Της γης
όπως του Αυγούστου μέσα 
δένουν καρπό τ’ αμπέλια.
Χαράζει αργά· ο ήλιος 
είναι η χρυσή άποψη της αυγής· 
τίποτα δεν είναι κάλπικο, τίποτα
Δεν κληρονομείται απ’ την νύχτα·
Τα κυπαρίσσια ζουλάνε το χώμα 
και το απομυζούν έως τον ουρανό·
Ένας κότσυφας
Πριονίζει την ησυχία·
Ώριμε τζίτζικα, 
δεν ήρθε, ευτυχώς ακόμη, το τέλος!

Παρασέρνεται η φωνή μου 
ως τον ανοιχτό ορίζοντα
της πεδιάδας.
Ροδόχροα βουνά 
ζουν ως τα εφαλτήρια της έκπληξης.
Όλα μηρυκάζουν ρυθμό και ταχύτητα.
Οι αντωνυμίες στων χρωμάτων τον βηματισμό 
δηλώνουνε υποταγή.
Ίαμβε Χρόνε που εξουσιάζεις…

Στον διασκελισμό της μουριάς και στο τρεχαλητό του βερίκοκου
Στο λαχάνιασμα της ροδιάς, εκεί
Που της συκιάς το γάλα είναι δυναμίτης 
στο στερέωμα-
Οι ώρες κληροδοτούν ενός ποιήματος την τυμπανοκρουσία
Στην καθεστηκυία τάξη 
της οικουμένης.

Μπορώ να παίξω μ’ όλες τις παρομοιώσεις
Μπορώ να χοροπηδώ πάνω στις πλάκες των πεζοδρομίων 
της ιστορίας
Μπορώ να σωπαίνω χαράσσοντας 
έναν μύθο στα στήθια μου
Από καλοκαίρι ιεροφαντικό.

Αλλά αγαπώ αυτό το λαμπερό βότσαλο της Απλότητας
Που υπερθεματίζει τα λεξιλόγια και στέκει
Πάνω από την κάθε εγκυμονούσα λέξη
ισόρροπο κι ανισόρροπο
Σαν ένα άγαλμα απομεινάρι
που του στέρησαν οι αιώνες
Τα μέλη 
και απόμεινε
Κορμί με μια διττή ψυχή
Από λίθου σκληρότητα και τρυφεράδα
μαγική
Ελληνικής κεντρομόλου ευθύτητας..

                                     31.7.2013



Κυνηγάμε ένα όνειρο πεταλούδας



Τόξο στον υπερθετικό του ορίζοντα,
Αίσθημα βέλος που λαβώνει-
Κυνηγάμε ένα όνειρο πεταλούδας
Άπιαστο
Καθ’ όλα τερπνό 
και ωφέλιμο
Μα μάταιο 
όπως σκιά 
που εξασθενεί..
Σε κοιτώ μες τα μάτια-
Ανάβουν οι σκέψεις στα λόγια σου·
Είσαι ο εγωισμός που μου αρέσει-
Ανασαίνω το πάθος σου..
Όταν οι άνθρωποι θα νιώσουν 
τι φιλοδόξησα να κάνω,
Ίσως ακουστούν οι καμπάνες 
της άλλης βασιλείας
Και ίσως να έχει ξημερώσει 
η αριστοκρατία των λουλουδιών..
Κουράστηκα να ασχυμονούν οι χαμερπείς
Γύρω μου-
Θα πάω να κοιμηθώ 
κάτω από τον ουρανό που μίλησε
των άστρων τον διθύραμβο
Και πιο μεστός από νοήματα 
κι εντός μου τώρα,
λάμπει..




30 Ιουλίου 2013

Από τον λαβύρινθο των τηλεφώνων



Από τον λαβύρινθο των τηλεφώνων μόνο μία φωνή που μπερδεύεται
μέσα στις άλλες φωνές και μετά βουλιάζει
μέσα στο ανακατωμένο σύμπαν της οχλαγωγίας που πουθενά δεν σκοπεί.
Ξυπνητήρια, υπενθυμίσεις, φιλοφρονήσεις-
Φιλίες, λυκοφιλίες-
Στα μισά της διαδρομής θυμάμαι πως για ένα ψέμα που δεν είπα άλλαξε η ροή των γεγονότων: τίποτα δεν μου χαρίστηκε·
Πλήρωσα πάλι και πάλι το αποκτηθέν
Και όταν χρησιμοποίησα το σκοτάδι για οίκο
Ένα βραχνό όνειρο στην οθόνη του νου, τελειώνει
Αυτά που δεν άρχισαν-
Ξορκίζοντας
Την μέρα με τα πολλαπλά ουσιαστικά μυστικά της..

                                                               21.7.2013






Τα πάθη που χωρώ


Τα πάθη που χωρώ γι αυτά τα ίδια πάθη συγχωρώ
Και τους άλλους..
                           Όταν έρθει
Η ώρα μιας δίκης μυστικής
Στον εαυτό χωρούνε όλοι οι εαυτοί του κόσμου.
Και τότε δεν ζητάς το προπατορικό αμάρτημα, μιας
Και όλοι ίδια φταίξαμε μες το βαθύ παρελθόν κι έτσι
Δεν σώνεσαι από μικρές ισορροπίες πάνω στο μαχαίρι, δεν
Σώνεσαι γιατί αγάπησες πολύ· είσαι
Το ίδιο θύτης με το κύμα που τολμά επαναστάσεις της θαλάσσης 
πάνω στην ακρογιαλιά, είσαι
Του εγκλήματος που δεν καθορίστηκε ο αποδέκτης
Των προϊόντων μιας ανίερης χαράς..




29 Ιουλίου 2013

Ο διπλανός του διπλανού κι ο παραδιπλανός μου.




Τα υαλοπετάσματα γυαλίζουν μες τον ήλιο του απογεύματος και των κτιρίων
η όψη είναι σαν βιβλικό παραμύθι που συντυχαίνει
κάτι απόκοσμο του ανθρώπου η μηδαμινότητα-
Κυκλικά οι δρόμοι σφίγγουν τις πλατείες και των αυτοκινήτων η διαδρομή
είναι μια τσιριχτή περίπτωση εκκίνησης σταματημού και φρένων
που δοκιμάζουν του κινδύνου την απόσταση..
Σχολούν τα πρωινά ωράρια- οι κοπέλες
καλοντυμένες φεύγουν για του οίκου τα καρτερικά ντουβάρια
που κρύβουνε την κούραση και θα βολέψουν λίγο το άγχος.
Παίζει η TV τα σήριαλ που δεν θα σεβαστούν καμιά πραγματικότητα.
Ο διπλανός του διπλανού κι ο παραδιπλανός μου.
Όλοι πεινούνε για συμπάθεια κι απολαβές αξιοπρέπειας-
Όλοι απομένουν με μια λυπημένη, και που θα τους κάνει να γεράσουν πρόωρα, ψυχή..







Είναι ο ίδιος σκοτεινός άνθρωπος



Είναι ο ίδιος σκοτεινός άνθρωπος που έρχεται 
από τα βάθη των αιώνων
Με το μυαλό του μες την γυάλα της προϊστορίας, 
κακότροπος
Κι ολέθριος- 
ελεεινός των ενστίκτων..

Γεμίζει την ψυχή του συννεφιές κι όμως 
ψυχή δεν υπάρχει-
Είναι ένα άυλο φωνήεν ένα κενό γράμμα που πληρούται
Από αδιαφόρετες φωνές και συνεχώς τσιρίζει
Φοβερίζοντας και τον εαυτό του ακόμα-

Ακολουθούνται οι νόμοι από καταστρατηγήσεις κι η ιστορία 
τον απορροφά και που τον μεταλλάσει 
σε ενός θηρίου την εξημέρωση 
σιγά σιγά την βλέπω που οξειδώνει
Το καθετί επάνω του 
και γίνεται 
στο τέλος 
πειθήνιος στην εξουσία αστός..



Μια ώρα καθομιλουμένη.




Μια ώρα ολόκληρη. Μια ώρα καθομιλουμένη.
Έχω αφαιρέσει το υλικό βάρος της και τα λέπια
Και την κρατώ σαν ψάρι έξω απ’ το νερό.
Ο χρόνος όπως θέλω υφίσταται.
Κοιτάζω γύρω μου: δεν έχει ξημερώσει.
Τα δέντρα είναι πρησμένα από σκοτάδι και ύπνο
Και των πουλιών τα όνειρα σπιθίζουν μες το σκότος όπως οι πυγολαμπίδες στην ωραία εξοχή
Που σου θυμίζει παιδικά σου χρόνια.
Ακούγεται το απορριμματοφόρο του δήμου, ή
Ακούγεται κι η ερημιά-
Κι η πόλη που προσπάθησε να συλλαβίσει
Λόγια και άστρα.
Στους άδειους δρόμους περιφέρονται εγωισμοί πρωτευούσης
Και λιγοστά αυτοκίνητα, με φώτα
Που τρυπούν την κοιλιά της νύχτας όπως για να φανεί
ένα πηχτό τιποτένιο επιχείρημα
Που έχει η νύχτα για να φαίνεται ότι νικά..






28 Ιουλίου 2013

Στην παραλία οι λουόμενοι



Πολλά λόγια που ίσως και δεν χρειάζονται και μια σιωπή
δημητριακή, 
όπως να αποφλοιώνεις καλαμπόκι
και να σε τρέμει σύγκορμο η θωριά του-

Στην παραλία οι λουόμενοι βάφουν με χρώματα την θάλασσα 
και οι πλανόδιοι πουλούν αχρείαστες αναγκαιότητες-

Παφλάζει το κύμα και παφλάζει και του στήθους η ωραία σάρκα που στολίστηκε 
με το μαγιό που προκαλεί για των αισθήσεων το πανηγύρι-

Φιλιά οι ερωτευμένοι στα ρηχά και στα βαθιά ο πόθος που ανάμεσα στα στραφταλίσματα που κάνει το νερό, υπερισχύει-

Τρανεύει επικό το καλοκαίρι και που το ‘χει το ταλέντο να μαθαίνει το Αμίλητο, 
μπορεί να πει πόσα η καρδιά του πάλι αισθάνθηκε..




Ο αέρας είναι απόλυτος και στρογγυλός


Ο αέρας είναι απόλυτος και στρογγυλός σαν ώριμο φρούτο
Και χτυπά παλαμάκια της ευθυμίας καθώς ανταμώνει ως πέρα
Τις στέγες τις διπλόριχτες με τα κεραμίδια
Που γυαλίζουν και είναι μια φολιδωτή ασπίδα
που τον ουρανό επιδέξια αμύνεται.

Τα χωράφια με τις ελιές είναι σκαρφαλωμένα ως επάνω την πλαγιά
Που δαιμονίζεται μες την μουσική των ηλιαχτίδων. Κι εκεί
Που σκορπά τον παρά του ο χρόνος
για να του τραγουδά το μικρό ανθισμένο πουλί
Εγώ κλέβω σιωπηλός απ' όλα την εικόνα τους
Και στην μεγάλη τσέπη του ποιήματος την κρύβω..





27 Ιουλίου 2013

Ξύπνημα..






Γιατί φωτοβολεί κι η υποψία ακόμα
Της χαράς, τον δρόμο πήρα
Που φέρνει τον Ιούλιο μπροστά μπροστά
Στην προκυμαία των γλάρων.

Αλλά αυτού του κοριτσιού που εξέχει το στήθος του
Έως το αύριο κι έως την μέρα ύστερα του θανάτου
Ποιός θα του πει να μην πάψει να φτιάχνει παραμύθια
Από αλμύρα και θάλασσα; Ποιός θα το δασκαλέψει
Να σηκωθεί σαν κύμα και να κόψει τους δεσμούς
Μ’ όλο το σκεβρωμένο παρελθόν του Ανθρώπου;

Αγαπώ την δροσιά του πρωινού, την διαφάνεια
μέχρις οστών
το αίμα που λαμπυρίζει,
το μυστικό ψέμα πως όλα
πριν αναιρεθούν, θα γίνουν
ένα τίποτα που δεν περιγράφεται..

                                        21.7.20131;







Τεχνολογία άγονη σαν η επιτύμβια στήλη μας


 
Τεχνολογία άγονη σαν η επιτύμβια στήλη μας,
τεχνολογία λιμασμένη..
Ρούφουλας ο αιώνας και καταβυθίζεις
τον εαυτό καθενός μες της απληστίας το βάραθρο.
Χτυπούνε στα μελίγγια οι φουντωμένες εξάρσεις
Και για τις μέρες που περνούν μια οσμή
Από πλήξη αφήνει το ίχνος της μες τον οικουμενικό μας κορμό.
Όρεξη του τρώγειν κι άλλο, όρεξη βουλιμική-
Ποτέ δεν χορταίνει η τελεία αν δεν γίνει μνήμα όλων των λεξιλογίων.
Τι θρησκεία είσαι αφού δεν τέλειωσε ποτέ μαζί σου ο άνθρωπος
Και ζει στα απατεώνικα οργανωμένα χωριά σου;..
Τον ήλιο επισκιάζεις της κοινής λογικής παρφουμάροντας 
την καλή θέληση με τον μπουχό της σήψης που κουβάλησε η αφεντιά σου..
Βρωμίζεις το σύμπαν με πολλαπλές ματαιότητες..
 
 
 
 

Μανιφέστο μιας προσωπικής στιγμής και μιας εξομολόγησης που πουθενά δεν σκοπεύει..



Πώς να εκπαιδεύσεις μια ζωή που έχει ακανθωτές απολήξεις, να στραφεί ενάντια στην τυραννία της οικουμένης;
Και ο έρωτας που την κρατά, μπορεί να φωταγωγήσει το μυστικό των μυστικών που καλά φυλαγμένο μια ψυχούλα το έχει 
για να ξορκίζει ετούτα και εκείνα τα δαιμόνια;
Πιστεύω σε άγουρες επαναστάσεις και σε ώριμες συνειδήσεις που ζουν με καημό να ξεγράψουν το πληθυντικό Κακό.
Μπορεί να με θηλάσανε ουτοπία οι στίχοι και να μην μπορώ να αντισταθώ στο Αδύνατον.
Αλλά και γιατί θα έπρεπε;
Έζησα με πολλές αρνήσεις και λιγοστή κατάφαση, κι αυτό πραγματικά με κούρασε.
Πρέπει να αντισταθείς στο ρεύμα όμως 
αν θες να μην σε ξεβράσουν τα νερά στην άκρη μίας αδιάφορης ματαιοδοξίας.
Ευτυχώς με έσωσε η ολιγάρκεια και ο ξινότατος πικρός εγωισμός μου.
Εξακολουθώ να συγκινούμαι από το καθετί που σπέρματι μου φαντάζει αγνό και ωραίο.
Και το ακολουθώ έως να φτάσω στην βαρκούλα ενός στίχου που αρμενίζει 
στον ωκεανό που είναι η ποίηση και είναι η ζωή μου..




η μέρα πλέει αργά



Ξέπνοη ανάμνηση
Και ρεμβασμός που τσακίζει το τοπίο
Πιο ψηλά
Πιο ψηλά
Απ’ όπου επινοώ μια αρετή για να στηρίξω
Αυτήν την διμοιρία των πεύκων-

Να ο κότσυφας βιαστικός για δυο ολοκληρωτικές νότες
Να τα σμήνη των πουλιών μοιρασμένα
ανάμεσα στο χωράφι και τον ακατέργαστο ορίζοντα
Κι η μέρα πλέει αργά με το ιστίο της
Κορμί κυπαρισσιού να εξέχει στο γαλάζιο..
Καημοί, αγάπες, μουσικές..
                                           Ο κάμπος
Είσαι εσύ κι είμαι εγώ- μ’ όλα
Τα ερωτευμένα πλάσματά του..

                                            21.7.2013 





Άφησα ελεύθερη την ταπεινή μου καρδιά!



Μπήκα μέσα στον ήσυχο άνεμο
από το μέρος που κανένας δεν ξέρει·
περπάτησα
κάτω από τους φίκους με τα πυκνά λάμποντα φύλλα
που φλυαρούν
βαρύτονα μέσα στο κάθε απόγεμα.
(Ο ήλιος
ξέρει την χλωροφύλλη τους καλά.)
Και πήρα αυτόν τον δρόμο σκέψης που εναρμονίζεται
μ’ αυτό το φως του απογέματος
που θρυμματισμένο περιχύνει τις πέρα κορφές
των βουνών που γελάνε
σχεδόν απολιθωμένα.
Ήπια την σιωπή που τριγύρω μου απλώθηκε-
μέχρι την τελευταία γουλιά.
Είδα
τον χορό του μικρού σπουργιτιού
πάνω στις πλάκες
κρατώντας ένα ψιχίο πολύτιμο αγαθό.
Είδα
το χνάρι της μοίρας που γράφει
στις σελίδες του όρθρου
την ψυχή μου-
σαν μία πεισμωμένη φωτιά
που θέλει ν’ αγκαλιάσει όλον τον ορίζοντα..
Άφησα ελεύθερη την ταπεινή μου καρδιά!

26 Ιουλίου 2013

Βρε πού’ναι μία τόλμη να την βρεις





Φόρα την μνήμη μου αλλά θα είσαι πάντα 
τόσο άϋλη που θα χορταίνει η ζωή μου απουσία.
Σκληρύνανε, 
                 πανάθεμα, 
                                οι εποχές.
Ο φτενός και που ανασαίνει, κουράζεται.
Βρε πού’ναι μία τόλμη να την βρεις και να αναστατώσεις
Την καθεστηκυία;
Να βγει στα πάνω πάνω ο Κολοκοτρώνης σου
Και να λαλήσουν οι σπιρτάδες των πνευμάτων.
Κι όχι που κάθεσαι στον θώκο της απάθειας και πλέκεις
Ησυχασμούς και ταπεινότητες που να σε πάρει!





Παρουσιάζεται ενώπιον του Θεού η Παρασκευή!




Απροσπέλαστες οι ώρες και το απόγευμα δεν έχει διαφθαρεί από κανέναν άνεμο.
Δύσκολα τα εύκολα και οι βουνοκορφές των ονείρων κρατούν την δύση φυλακισμένη.
Τα δέντρα έχουν την σιωπή παραμάσχαλα.
Λάμπουν τα επικά λιθάρια. 
Παρουσιάζεται ενώπιον του Θεού η Παρασκευή!
Χρώματα λεία και αρώματα διεγερτικά.
Συνειδήσεις από ατόφιο μετάξι.
Ξάπλωσε ωραία να τον δεις ο Χαρίλαος.
Κάπου τον ζήλεψα ο δυστυχής.
Λουλούδια ωδικά και πουλιά που φύονται για να την τάξη χαλάνε.
Αν ήξερε ο άνθρωπος να υπερασπίζεται τον εαυτό του, η γη θα άλλαζε φορά και θα καρφώνονταν σ’ άλλο στερέωμα..








Ο ίδιος που δεν μου ανήκει τίποτα είμαι:


Ο ίδιος που δεν μου ανήκει τίποτα είμαι:
ένας επηρμένος και φλύαρος χαρτοπαίχτης
που τον ξεπερνά η παρτίδα·
τα μανίκια μου είναι γεμάτα από κείνους τους ευνοϊκούς άσσους
που ανατρέπουνε τ' αποτελέσματα·
δεν ξέρω πότε ο χρόνος δραστικά θα με πολιορκήσει·
τρέχω απ' όνειρο σε όνειρο, ακουμπώ
πάνω στον πάγκο τον καφέ μου·
δεν κάπνισα σχεδόν ποτέ- φοβήθηκα
την βιαστική φθορά·
κούρασα τόσο τις λέξεις μου που νιώθω ιδρώσανε
εκείνο που ήθελα κι όπως που ήθελα εγώ να το πω·
κοιτώ όμως στα μάτια τον καθένα, τολμώ
να διεκδικήσω των πραγμάτων τον ψίθυρο.
τα έτσι φέραν τα αλλιώς, η γη το ίδιο περιστρέφεται·
νομοθετώντας πάντα επί το χάος
ζουν οι άνθρωποι- πού πάω εγώ
με τις τόσες σελίδες μου
που περιπλέκονται γύρω απόναν φθαρμένο παράδεισο;
και όταν την νύχτα ψάχνω που να βρω το δίκιο που μου στέρησαν
ο κόσμος γίνεται μικρότερος
και τις προοπτικές του διαρκώς φτωχαίνει..

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ..




Τα μάτια σου
ραφινάρουν την σιωπή και μου την επιστρέφουν σαν υπέρτατο δώρο
που μέσα στον άνεμο φωσφορίζει όπως να θέλει να καίγεται
από της ικμάδας της την τόση την τόλμη.
Τα μάτια σου
είναι δύο λυρικά νομίσματα που με αυτά όλον τον έρωτα εξαργυρώνω
και μένω πάντα μαθητής σε μια λέξη που δεν μπόρεσα ακόμα
να φτάσω την κρυφή μουσική της.
Τα μάτια σου
υπερασπίζονται τον έρωτα με τόσους τρόπους
που η νύχτα γίνεται ένα βιολί που θλιμμένα μιλάει.
Φορώ την μοναξιά μου· κοιμάμαι.
Είμαι τόσο απλός μα εσύ το ξέρω πως αλλιώς με φαντάζεσαι.
Αλλά έχω αποτινάξει από εμένα αυτό το επίτηδες
φιλολογικό τίποτα, έχω αφήσει
να είναι τα λόγια μου τόσο καυτά, σαν κάστανα που ωραία
μια γλύκα του καρπού συλλαβίζουνε, έχω υπάρξει
πικραμένος, κουρασμένος, σχεδόν
όπως όλοι οι άνθρωποι είναι,
μετά που τους ταλαιπωρεί η δύσκολη ζωή-
μικρότεροι κι απ' τον πραγματικό εαυτό τους.
Και σε θέλω. Έρχεσαι
με τα μεγάλα πράσινα μάτια σου
που μια τίγρη που δεν θα εξημερώσω ποτέ μου θυμίζουνε-νικάς
εμένα κι εσένα. Με ρωτάς
πώς γράφω τόσο και τόσα ποιήματα- κι εγώ δεν ξέρω
γιατί ένα χέρι αόρατο μέσα μου οδηγεί.
Προσπαθώ να λέω το φως και των θεών τα σωσμένα.
Καταλαβαίνω
τον χρόνο σαν ένα αγκάθι που πονά
όταν εγώ δεν ξέρω να μιλήσω όπως αρμόζει
ούτε σ' ένα πουλί που συναντάω το ξημέρωμα
να τραγουδά ερωτικά τον μεγάλο καημό του..
Γιατί αποφασίζει τις μελαγχολίες του έρωτα η ζωή..
                                        
                                               31.10.2009




25 Ιουλίου 2013

Αχ εκείνες οι ψυχούλες που λείπουν


Παραμονή αγίας Παρασκευής
Τρέχοντας για την γλαφυρή πρωτεύουσα
Ανάμεσα στον κάμπο των Θηβών
Σπαρμένη γη κι ο ήλιος πάει να βασιλέψει

Αχ εκείνες οι ψυχούλες που λείπουν
Κι εγώ τους κάνω τα μνημόσυνά μου
Εκείνα τα άλλα που μεστώνουν την καρδιά μου πιο πολύ
Και για τους φίλους που πια δεν υπάρχουν, με πονάνε!

Όταν αγγίζω το μολύβι, η ακίδα του κάτι φορές
Είναι σαν όπως δόρυ σε λαβώνει
Και τρέχει το αίμα πορφυρό και με ευφράδεια
Λέει για την πικρή μας δύσκολη ζωή..





24 Ιουλίου 2013

Ηλιόλουστη Χαιρώνεια. Λεοντική.




Ηλιόλουστη Χαιρώνεια. Λεοντική.
Μια λόγχη εξέχει απ’ την γη και πίσω απ’ τα κυπαρίσσια
Ο θάνατος μακρινός αδειάζει το λαγήνι του.
Του κάμπου η ισιάδα θέλει
Μια τεθλασμένη θλίψη αρχαιοκάπηλη.
Αυλές σπιτιών και τρέχοντας το αυτοκίνητο, 
η μέρα αφήνει το άθροισμά της μες του μήνα τις απολαβές 
να μην μπορεί να ξοδευτεί.
Της Βοιωτίας η όψη στέγνη και δίκοπη.
Ζαλισμένα πουλιά και νεόκοπα λόγια 
μελετούν της ιστορίας το διάκενο.
Λείπω και λείπεις απ’ όλα.








23 Ιουλίου 2013

Στις Αλαλκομενές μια σιγανή ψιχάλα


Φύονται λόγια και φύεται λάγνα σιωπή.
Η ζέστη όλα τα καρφώνει
Σαν το καμάκι του ήλιου την μεγάλη ναυαρχίδα
Της βελανιδιάς.
Ανάμεσα στα καλαμπόκια ακούς όλη την νύχτα τον στρατό
Των αρουραίων που προελαύνει
Μασώντας το μπαρούτι που υπόσχεται η γη.
Στις  Αλαλκομενές μια σιγανή ψιχάλα
Πρέπει να αποφλοιώσεις την μοναξιά σαν ένα καρπό και να την γευτείς σαν να είναι μόνο δικιά σου.
Η μέρα ορμά κατά το μεσημέρι της.
Χωράφια ανασκαμμένα ζουν του αέρα τις ουτοπίες.
Ένα γεράκι ξερογλείφεται επάνω στα καλώδια.
Ό,τι εντοπίζει η ζωή ο θάνατος κρυμμένος το παραμονεύει.
Νικά η συντυχία της στιγμής με το αιώνιο..





21 Ιουλίου 2013

Πουθενά δεν είσαι παρά μόνο στην ανάμνηση.







Πουθενά δεν είσαι παρά μόνο στην ανάμνηση.
Σαν ένα φύλλο που σκοτείνιασε από την χλωροφύλλη
Και σιγανά γίνεται του καιρού, για να το ταξιδέψει, πιρόγα.
Ήσυχα εξαπλώνεται ο θάνατος πάνω στα όντα
Ήσυχα οι πόλεις βυθίζονται μες το σκοτάδι την νύχτα.
Σε είχα κάποτε αγκαλιά και αυτή η στιγμή η στιγμούλα
Φωτοδότησε τον νου μου όσο και τα δυσεύρετα φιλιά
Που λες κι από τύχη σου πήρα.
Μετά, ήταν οι λευκές αθώες φατσούλες των νεφών
Που τις συντηρούσε με πάθος ο χλωμός Φεβρουάριος·
Ήσουνα μάλλινο σκουφάκι και γαντάκια μάλλινα·
Ήσουνα μια βελόνα στην καρδιά μου.
Τώρα προσπαθώ να ευαγγελίσω την σιωπή,
Δέχομαι το χάδι του ήλιου
Και ξέρω ότι τίποτα δεν είναι τόσο στοργικό όσο το μικρό χέρι σου
Που μοίραζε στις αγκύλες τ’ ουρανού
Κάτι από ιεροτελεστία του έρωτα..

                                                    21.7.2013






Ο χρόνος δεν χωρά στα ρολόγια..


Ο χρόνος δεν χωρά στα ρολόγια..
Κάθε λεπτοδείχτης είναι μια κοίλη έμπνευση
φθαρμένου σπαθιού
που κανέναν πια δεν μπορεί να σκοτώσει.
Γιατί εφεύραμε αυτήν την παρακίνηση; Δεν έφτανε
η φορά της ζωής προς τον θάνατο, η κάλμα
όταν περνούν τα χρόνια και πια
δεν χοχλάζει το αίμα, του γήρατος
η μοναξιά;

Στον δέοντα καιρό πρέπον μαχαίρι που δεν στόμωσε από ιδέες προδομένες
θα δώσει τέλος
στην αυταπάτη που σαρώνει την ψυχή..

                                                         20.7.2013



Σε είπα με είπες




Ανάγλυφες τρανές σιωπές
Χαραγμένες επάνω στα κορμάκια των δέντρων
Γαλήνια φώτα, ήλιος που δύει
Και κρύσταλλο μες το ποτήρι, το νερό.

Ο καφές γυρίζει την ιστορία ανάποδα-
Ένας στίχος ένας θάνατος·
Κι αθάνατη στο τέλος η ζωή.

Σε είπα με είπες, φιληθήκαμε
Κλεφτά, υφαρπάζοντας κάτι από την φωτιά
Που γανώνει, για να αποθανατίσει, τα πράγματα.

Τώρα η γλώσσα πλάθεται όπως του σίτου το άλευρο.
Και γίνεται μια βρώσιμη φαντασμαγορία ενός ελλιπούς λόγου
Που για τα φωνήεντα του επτώχευσε..

                                     20.7.2013 





20 Ιουλίου 2013

Ανασκάβω στα συντρίμμια και βρίσκω έναν ρημαγμένο οβολό






Κάτω απ’ το στεγνό απόγευμα, μια μυρωδιά
από ευκάλυπτο τραντάζει την όσφρηση περιπαιχτικά.
Στα προάστια, το καλοκαίρι βαθαίνει τα προάστια.
Ένα δέρμα ηλιοκαμένο και ένα λεωφορείο που απομακρύνεται
Μέσα σε μία τοσηδά κουβεντούλα χαμένου παραδείσου.
Στους κάδους των απορριμμάτων τριγυρίζουνε γατιά που λιγουρεύονται χορταστική ευτυχία.
Πας να προϋπαντήσεις τις μουσικές και αναμφίβολα είσαι κι εσύ ένας ήλιος από χρυσοφόρα χαρά.
Από το χτες στο αύριο ένα ποίημα που ντύνεται ήλιο οδηγεί τους σπίνους μες τα δάση και ποιος
Μπορεί να μιλήσει την ευφροσύνη τους;
Ανασκάβω στα συντρίμμια και βρίσκω έναν ρημαγμένο οβολό
Που χρωστούσα κι εγώ σε άλλες εποχές στο φεγγάρι..

                                                   20.7.2013 






ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ..




Όλα ξεδίψασαν με τον ερχομό σου και πάντως
η στιγμή
που ζαλίζεται το αγιόκλημα του δειλινού να έχει
εντόμων πολιτείες ασημένιες όπως
να αχνίζουν πάνω στ’ ανακατεμένα μαλλιά του..

Ασυνόδευτος ο σβησμένος Φεβρουάριος
λυράρης τελευταίος του χειμώνα
ξένιαστα βρίσκει την χρήση του καλοακονισμένου μαχαιριού
ν’ αναταράξει τα αιθέρια σωθικά του..

Το κορίτσι αποφεύγει να κοιτάξει προς τον ουρανό·
ένας άγγελος συνέχεια το ερωτεύεται·
είναι μυθικό ξόανο το δέντρο που δεν έχει άνθος-
μόνο  μ’ ένα γυμνό κλαδί του προκαλεί τον πανταχού παρόντα
ζωγράφο..

Ανοίγομαι με χίλιες πόρτες του μυαλού·
εισχωρεί το φως,
ελπιδοφόρο.
Νεότερος κι από του ήλιου αποκάλυψη..
Γράφω ποιήματα από ανάγκη  να αισθάνομαι κοντά στον κίνδυνο
να ομολογήσω περισσότερα απ’ ότι κάνουν οι άνθρωποι…

Και αναιρούμαι μες τις χώρες του μυαλού όπου τα πολιτεύματα
είναι περόνες της χαράς
απασφαλισμένες

να εκραγεί παθιάρικα η ζωή.
28.2.2008





Η ζωή είναι μια τυμπανοκρουσία




Η ζωή είναι μια τυμπανοκρουσία
εποχής προ θανάτου
χωρίς ιδιότητες..

Την δένουν με λόγια οι αισθήσεις μας
στο σκαρί μια ελπίδας -κι από κει
αρχίζουν οι ναυσιπλοΐες.

Το σκοτάδι κυκλώνει την αντίφασή της
και όλα διέπονται από νόμους του χάους.

Την θλιμμένη όψη των πραγμάτων που αντικρίζω
καθώς ξημερώνει και τα δέντρα
σε γονυκλισία προσεύχονται
να τα συντροφεύει το Αειφόρο..

Τόξο που βάλει κατά της ανάμνησης
κι ο στόχος πάντα αφορά εσένα κι εμένα-
φαρέτρα άδεια από υποσχέσεις..

Όταν για τα καλά ο ήλιος διαψεύδει την του κόσμου φυλακή
εγώ με του φωτός τις χίμαιρες μαλώνω
λες και μου ανήκει άλλο από μια ψυχή κρυσταλλένια
που πέφτει μες την πεδιάδα των αναζητήσεων
σαν ένα ψίχουλο
που ένα σπουργίτι θα πάρει
ν’ αναληφθεί στους πέρα ουρανούς..


Έρχεται η νύχτα…




Τα σούρουπα έμπιστα σαν εξομολογητικά λόγια
σε ένα γεροντάκι με το σκούρο καλυμμαύχι του..
Γκρεμίζονται οι διαφάνειες.. Κάπου απευθύνομαι
Που είναι ακαθόριστη συντυχία.
Στον δρόμο κάτω τα ποδήλατα
Γαζώνουνε τους δρόμους κυκλικά.
Λίγα λόγια και πολλή αδιαφορία
Πολλαπλασιασμένη.
Χαμηλώνουν οι ήχοι και το φως ξαφνιασμένο αλλάζει.
Ο χρόνος πριμοδοτεί το σκοτάδι της γης.
Οι νυχτερίδες χτυπούν άτσαλα τα φτερά τους.
Ώσπου να καταπιεί το χώμα την αγρύπνια μας και να συλλαβίσει
σωστά το νερό..






Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου