...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Μαρτίου 2012

Η ποίηση


Η ποίηση, είπε, είναι τρόπος να ζωγραφίζεις στο μυαλό των άλλων.
Μετά ακούστηκε που έκλεινε την πόρτα.
Έφυγε για το Αδύνατον.
Κι όμως εμείς είχαμε πιστέψει στις προτροπές του και ακόμη θυμόμαστε
Τα λουλούδια των λόγων του τριάντα ενός χρονών που εκοιμήθη για να τον σπουδάζουμε μες απ’ τα λόγια του ακόμα..


Ένα δέντρο αφουγκράζεται τον ουρανό




Ένα δέντρο αφουγκράζεται τον ουρανό,
χαμογελάει και πέφτει
Μες την σελίδα μου-
                                      γράμματα όλη
Γεμάτη.
                  Τα φύλλα του
Λάμπουν
κατά περίπτωση,
είναι μικρές μαρτυρίες
Μιας χλωροφύλλης ειλικρίνειας που έχουν
Να επιδείξουν μόνο οι αγνοί,
οι αγνότεροι των νοηματικών κάμπων.



Όλοι φτωχοί- κανένας δεν το παραδέχεται.






Όλοι φτωχοί- κανένας δεν το παραδέχεται. Όλοι
Νομίζουν πως κατέχουνε το άδειο πλούτο
Τους απαγγέλλεται κατηγορία που την αγνοούν, δεν δίνουν σημασία
Που το ματαιόδοξο τίποτα είναι το τίμημα που θα μπορέσουν.

Και στο φινάλε ονειρεύονται μεταμορφώσεις
Του εγώ που σήπεται και ολοένα με μια μούμια μοιάζει
Με την ταριχευμένη της θέληση.

Όπως η ζωή γύρω τους περνά και ψηφίζει
Υπέρ της απονιάς κι υπέρ του αοράτου
κόσμου που δεν μπόρεσε
Ν' αποκρυπτογραφήσει έντιμα καμία θρησκεία..







30 Μαρτίου 2012

Γυναίκα.




Νύχτα μεγάλη αστροφεγγιά κι αιθρία συλλαβίζοντας
Στ’ αλφαβητάρι ενός άστρου την γαλήνη.

Τοπία που μέσα τους σε ήπιανε
Τοπία που με κομμάτιασαν κι εσύ ήσουν μακριά
Ανάγνωθες την ζωή μακριά από την ζωή μου.

Γυναίκα, δεν υπήρξες ή υπήρξες
Καλουπωμένη μέσα σ’ ένα όνομα όταν ανέβαινα
Βιαστικός τα σκαλοπάτια της ηλικίας σου
Να σε φιλήσω στα χείλη;

Σε βρήκα θεόρατη να πάλλεσαι από φωτιά
Δίπλα μου
Μέσα μου
Γρατζουνώντας με απομέσα
Να ξεφλουδίσω να βγεις…
Πού να πας;
Η θλίψη καραδοκεί από παντού..

Εσύ λαξευμένη στην πέτρα στο στεγνό τούτο τοπίο
Την άνυδρη έκταση
Από βουνό και αμπέλια.

Με τα βέλη των ματιών σου αναδύεσαι από την πέτρα
Κοιτάζεις ολόγυρα και φτιάχνεις
Ένα φωνήεντο χαράς!
Ζουζουνάκι τρελό που παίζοντας μ’ άγγιξε!

Όχι η αυγή που γαντζώνεται με μανία στις βουνοκορφές
Που σου χτενίζει τα μαλλιά διαμαντικά- όχι
Η ώρα του μεσημεριού
Που λιγώνονται μυριάδες τζιτζίκια
Σε τετέρισμα μονότονο- όχι

Στο ύψος ενός λουλουδιού που τσάκισε
Η ζωή σου στέκει
Εκεί
Γίνεται καθρέφτης
Μέσα του αναγνωρίζω
Το άδικο και τον αδικημένο..


Ξέρω να πω την εύρωστη καρδιά που θα μιλήσει κάποτε
Αρθρώνοντας το φοβερό μυστικό
Της αλήθειας!


1983


Ξεκλείδωσέ μου αυτό το βράδυ με ένα φιλί



Ξεκλείδωσέ μου αυτό το βράδυ με ένα φιλί, άφησέ μου ανοιχτό το παράθυρο
του ωραίου ορίζοντα. Τα άστρα μιλάν και κοιτάμε
Που των στιγμών τα δευτερόλεπτα αξίζουν μια αιωνιότητα δικαιωμένη
Που προχωρά βαφτίζοντας το ποίημα μου με κάθε αισθήματος που ένιωσα την καθαρή αξία
Και έτσι που εύθραυστη η νύχτα περπατάει πάνω στην καρδιά μου..
Δεν θα σε πω γιατί δεν ξέρω τίποτα από σένα δεν έχω φωνή
Που να περιγράψει τα μάτια σου, το σώμα
Που λάμπει μέσα στα σεντόνια που μια λεβάντα
ευγενική μυρίζουνε.

 

Όχι ηλιοβασίλεμα- μια ανατολή




Όχι ηλιοβασίλεμα- μια ανατολή
Που να υπόσχεται κάτι..

Τέμνονται η μία με την άλλη οι θάλασσες
Ο λόγος τους είναι το κύμα που αφρίζει
Εισβάλλουν νικητήριες στον ύπνο μου, όπου θέλουν με πάνε
Που εγώ δεν πήγαινα αλήθεια πουθενά
Και ένα επίγραμμα ενός λουλουδιού κρατούσα.

Σέβομαι το άδηλο- με θρέφει.
Εν μέσω ψυχών που ζητούσαν ανάταση έζησα
Όποιος είναι ταγμένος να δει από την άλλη όψη του τον ουρανό καταλαβαίνει. Αν βρεθείς

νικητής έξω απ' την δική σου Τροία
Κοίτα όπως ψηλώνει ο ήλιος και πουλιά τραγουδάνε
Μήπως και έναν ήχο από εκείνο τους το ευαγγέλιο σώσεις
Που να χωράει στο σήμερα..




Το φως τόσο επιγραμματικό



Το φως τόσο επιγραμματικό και προπάντων
τόσο σίγουρο που πέφτοντας επάνω
στα κλαριά των δέντρων
στιλβώνει τα αραιά φυλλώματα τους...
Σχεδόν η Άνοιξη!

Η αλκυόνα που ποτέ δεν φείδεται του κόπου να αισιοδοξεί.
Ρακένδυτος ο άνεμος κάνει τις ίδιες σκανταλιές του.
Κοιτώ μες το παρόν που υπόσχεται.
Που είναι οι θεοί μου, οι άγγελοι
οι μαντόνες με τα γλυκά ωραία μάγουλα, οι άγιοι
σεμνοί και λιανοκόκαλλοι , φιγούρες
του κατανυχτικού βραδιού;

Είναι πολύ διαβολεμένη αυτή η ηθοποιία
να κοιτώ και στους γύρω μου
τον εαυτό μου να βλέπω.  Είναι σαν πόνος.
Διαβάζω τα γνωστά ίδια βιβλία μου:
σαν ευαγγέλια που δεν θα με οδηγήσουν και μετά πουθενά
κι όλα ανάποδα τα βλέπω:

τον χρόνο που έρχεται σαν για να φύγει και μένουμε
μέσα του πιο φθαρμένοι όπως οι πολεμιστές που επωμίστηκαν
βαρέα όπλα σε μια ελαφρά άσημη μάχη.



29 Μαρτίου 2012

Να γίνεται εμβαδόν ο πόθος



Αν η πρώτη σελίδα δεν σε προδώσει
Συνέχισε ως αυτό που θα φανταζόσουν επίλογο.
Τόσο πουπουλένιο, τόσο αιθέριο
Σαν ένα σώμα που είναι αδύνατον να αποκτηθεί. Και έλα
Ως την γεωμετρία των αισθήσεων
Να γίνεται εμβαδόν ο πόθος και να ισούται
Με το τετράγωνο μιας βουλιαγμένης υποτείνουσας
Κι όλα στην ·ν· κι έως εκεί που οι μαθηματικές αγκύλες
πια δεν έχουν νόημα
Γιατί δεν περιέχουν όνειρο λιγάκι..

                                                                     29.3.2012



Α, να ζούσαμε σε μια εξοχή





Α, να ζούσαμε σε μια εξοχή με ένα μόνο
μέλημα: να μας αρέσει
που τρέχει έτσι λυρικό κι ευφρόσυνο το νερό – συλλαβίζει
τις μετέωρες πάνω στα βράχια ανεμώνες
που λένε κάτι για την λευτεριά …

να ζούσαμε
άσπρα- όχι ερυθρά ή πολύχρωμα
όχι με μυστικά ή με κάτι στις τσέπες μας
μόνο ανέγνοια- σαν να μην ήταν έγκυρος
ο που μας δόθηκε να περνούμε αμετάφραστος χρόνος..





28 Μαρτίου 2012

φιλότιμα ποιώ αντιρρήσεις



Διασχίζω συνοικίες που κουράστηκαν να διαλαλούνε πρωτεύουσα
Μπορεί να αυτοσχεδιάζουν οι σκέψεις μου κατάθλιψη αλλά εγώ       φιλότιμα ποιώ αντιρρήσεις
Τυφλοπόντικας που νέμεται μερίδιο απ’ το φεγγάρι
Μεροκαματιάρης στην ηθική
Τσούζουν οι αλήθειες μου, κάθε πρωί φορώ μια καλημέρα
Και κατεβαίνω τα σκαλοπάτια της κάθε ευχής
Πλανόδιος
Αρμόδιος
Καλώδιος-   ω κοίτα
Πόσο με σκούριασε το φως
                   Εκτίθεμαι σε βάναυση ακτινοβολία
Περιρρέων στο χάος καταρρέων στον πόνο
Και καθ’ όλα θνητός..

Αυτό δεν είναι ένα όνειρο ποιητικό, είναι ο καημός μου
Όπως τον έγραψα σε κάποιο καλαντάρι
Και μου χαρίστηκε του μελαγχολικού νοήματος η υπόκωφη σιωπή..




κάπου στην Πάρο,






Τσάγαλα που πρωί πρωί και λυρικά στης μυγδαλιάς τον κόρφο ξύπνησαν
κάπου στην Πάρο,
ψηφιδωτά που άφησε η αρχαιότητα να μας θυμίζουν
πόσο ωραία μιλούσε
κάποτε και το δάπεδο ακόμα
ερωτευμένος όπως πάντα ο Αρχίλοχος
ο ήλιος είναι ένα φως ποιητικό που ξάφνιασε τις τάξεις των πουλιών
τα σπίτια ανηφορίζουνε προς το βουνό
ο ουρανός που αν θέλεις λάμπει
η θάλασσα που υπερυψώνεται για να υπάρξει μες τον χρόνο σαν θρησκεία
αδυνατούν τα όνειρα να μπουν μες το στενό κεφάλι
ο νους που ασωτεύει άλλα σκέφτεται
"θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία"
κι αν πεις πως θα πιστέψεις το αδύνατον
να δεις που ο μύθος που σε δίδαξαν θα ξαναγίνει..



25 Μαρτίου 2012

Η ποίηση αποτελεί αφ’ εαυτού της μαρτύριο



Ξοδεύτηκαν οι ανάσες μου, δεν έχω απαντήσεις σε όλα
μισά τα υπόσχεται η ζωή και τ’ άλλα
μισά απ’ τον καθένα μας τα κλέβει-

Όλα τα χρόνια ήμουν ένας τυμβωρύχος του εαυτού .
Έχω μαλώσει μ’ όλα τα γραμμένα μου-
ένας δύτης που απεγνωσμένα γυρεύει
κοράλλια που δεν θα του προσφέρει εύκολα ο βυθός.

Η ποίηση αποτελεί αφ’ εαυτού της μαρτύριο

Ό που κατέχει των ονείρων την πρόσβαση
είναι αυτότιμωρημένος τα πολλά να αντέχει.
Θέλω να πω: θα καίγεται ολοζωής..





οι αλήθειες μου είναι καυτές

Στον νου αυτού που σκέφτεται φανατικά, πάντα θα είναι βράδυ
και θα’ ναι πάντα μαύρες οι σημαίες του.

Σκέφτομαι ότι είναι σπουδαίο να αξίζεις τον άνεμο
που πνέει για να καθαρίσει το μυαλό-

τον απολυμαντικό άνεμο
που κάνει τα λουλούδια
των αισθημάτων πολύχρωμα
να θάλλουν μέσα σου. Αχ

οι αλήθειες μου είναι καυτές

ζωντανές, υπερ-ούσιες

δεσπόζουν μες την σελίδα που πάει
στο μέλλον ασθμαίνοντας

εκεί όπου γονυπετώντας δέονται τα νικητήρια
οι Παναγίες του όρθρου...

                                                                                         16.2.2010



Σκληρός σαν ένα κάντο που δικαίωσε τον Πάουντ


Σπάζουν με θόρυβο οι τζαμαρίες
το προάστιο μυρίζει θλίψη
οι ιδέες είναι μη εφαρμόσιμες, οι ανθρώπινες επιδιώξεις
είναι σαν ένα χαλασμένο ρουλεμάν
που όπως και να μην το θες εκείνο θα τσιρίζει
μόλις αρχίζοντας να είναι κατανοητός για σένα ο κόσμος
αυτός.

Και αυτό που είσαι, από κολασμένο ένα κάτι
πως δεν θα το μάθεις ποτέ πόσο ελπίζει
να έσφαλε η μοίρα και να γίνεται ξανά να κερδίσει
σε μέλλοντα χρόνο παράδεισο.

Πάνω από τα υψίπεδα που έφτασε μια μέρα το μυαλό σου
να δει μια ανεμώνα που εκεί επέμενε
να ζει και μόνη της την ομορφιά να αξίζει.

Νιώθεται ο χρόνος που δεν σε λυπάται ούτε.
περνά σαν ειμαρμένη πάνω σου.
Σκληρός σαν ένα κάντο που δικαίωσε τον Πάουντ
με θραύσματα πολιτισμών να φτιάξει μία πολυσύνθετη εικόνα.

Κλάψε γιατί αυτό που κατορθώνεις πάντα
σαν ένα τίποτα που σε ρημάζει είναι
κλάψε γιατί αν θες, ανθίζει ο ουρανός
κλάψε- οι θεοί σου απιστούσαν πάντα και το υποπτευόσουν
κλάψε- είσαι ο νικητής του άθλιου θνητού σου συμπεράσματος....

                                                                                            15.2.2010


24 Μαρτίου 2012

Γυμνάζω ολοένα τις αισθήσεις μου.




Θα χάσω επίτηδες τα κλειδιά μου- δεν ωφελεί να έχω σίγουρο οίκο
Θα αποτελειώσω των ονείρων τα αποφάγια και θα λιποτακτήσω
στο μηδέν που πραγματικά μου ανήκει.
Κοινωνικά αδέξιος. Κλονισμένος από όλα.
Αλλά ειλικρινής-       τόσο που να μην είναι ούτε μία μου λέξη
Βαλμένη τυχαία εκεί.
Πριονίζω το παρόν να μετουσιωθεί σε ένα καθαρογραμμένο
Τραγούδι. Απλά υπάρχω.
Δόκιμος στην χαρά.
Γυμνάζω ολοένα τις αισθήσεις μου.
Γράφω για ν’ αναπνέω πιο βαθιά.
Μου χαρίζουν την αίγλη τους τα πράγματα.
Οι ραφές του κρανίου σχίζονται- δεν χωρεί τόσο χάος
Σε κανένα μυαλό.
Συνουσιάζονται οι ιδέες και γεννιέται οικουμενική διδαχή
Από εσένα για μένα..

                                                   24.3.2012



Η Θεσσαλονίκη όταν βραδιάζει είναι μια ηθελημένα υποταγμένη παλλακίδα.



Μια λάμψη ιδέας         και μετά μια έγχρωμη σιωπή
Πάνω από τα αρχαία κοιμητήρια.
Ύστερα που το αυτοκίνητο φεύγει απ’ την κοιλάδα των Τεμπών
και άφησε επάνω του το λούστρο της η ανηφορική Ραψάνη.
Σχεδόν η άνοιξη
Κραταιά  νύφη κόρη
Χιονούλα τσούζει σαν μην πέθανε το μαύρο κρύο.
Σφετερίζονται οι νηφάλιες μέρες μια ιστορική ηγεμονία που προσιδιάζει στην άνοιξη.
Η Θεσσαλονίκη όταν βραδιάζει είναι μια ηθελημένα υποταγμένη παλλακίδα.
Όλον τον έρωτα, που πλεονάζει, εξυπηρετεί.
Πάνω απ’ την θάλασσα ο αέρας είναι μαγνητικός και δοσίλογος.
Σκορπά στο αναίτιο δορυφόρους ελαφρούς χαρούμενους γλάρους.
Περαία μεριά- η νύχτα κυρτώνεται· σιγοβρέχει.
Έχω κάτι παλιά φιλαράκια που νοστιμεύονται τις ωραίες γυναίκες.
Δεν φοβούνται του κορμιού τις χαρές.
Όταν γράφω τα τελευταία μου ποιήματα
Αυθωρεί και παραχρήμα μέσα τους θα καταχωρηθούν
Σαν πρόσωπα μυθικά που τελετουργούν
Σε δικό τους ανυπόταχτο κόσμο.
Για όλα που θα έλεγα δεν θέλω πια να σέβομαι κανέναν απηρχαιωμένο ειρμό..

                                                          Περαία 27.2.2012

Αυθεντικά μέσα μου οι οικουμενικές ιδέες καίνε.




Ποιητικά είναι σχεδόν χρεοκοπημένο το βράδυ.
Δουλεύω μέχρι αγά κι όταν κοντεύουν τα μεσάνυχτα                               
Οι οφειλές μου είναι περισσότερες από τις αποταμιεύσεις.
Δύστυχο σώμα μου
Πολλά σε κούρασαν τα μεροκάματα.
Τα κόκαλα γεράσανε και τρίζουν
Σαν μεντεσέδες που ανοίγουνε μια πόρτα προς ελπίδα μια, μα θέλουν λάδωμα.
Ποιητής άκαιρος είμαι.
Ή όψιμο κάτι που και που το σκέφτομαι δεν περιγράφεται.
Οι σκέψεις μου έχουνε γρέζι.
Ποτέ σωστά δεν τις αλφάδιασα.
Έπαιξα με τα χρώματα και ήρθα
Ως την μαστορική φιλοσοφία που πλησίασε την έμπνευση.
Αυθεντικά μέσα μου οι οικουμενικές ιδέες καίνε.
Τρεις του Μαρτίου και που γράφω τις παρομοιώσεις που με ξανακάνουν έφηβο.
Πιο κουρασμένος πια απόψε κι από ότι είναι το φεγγάρι..
Αι- καληνύχτα σας!

3.3.2012      Περαία Θεσσαλονίκη..




Ζεις για να εκπληρώσεις την χαρά αρχαίας ευδαιμονίας.




Της μέρας περιγράμματα και ένας βιαστικός
ήλιος που συνθέτει επική μουσική.

Μετέωρο για να δονείται το φουσάτο των θερμών ηλιαχτίδων
μπαίνει παντού και ας είναι απρόσκλητο.

Ζεις για να εκπληρώσεις την χαρά αρχαίας ευδαιμονίας.

Πουλιά πετάνε για να φτάσουν μες του ουρανού το πουθενά.

Εγωισμό έχουν οι σφήγκες και τεντώνουνε το δέρμα της ημέρας που καψώνει.

Χλιμιντρούν τα άλογα της θαλερής επιθυμίας.

Το παράδοξο γίνεται προσιτή συνέπεια των λόγων
που γεννιούνται μέσα μου και θα υπάρξουν
να καταθέσω  αβρή ψυχή μες το ξεπνόισμα της εβδομάδας..

                                                                                       24.3.2012

Καταλαβαίνω ελάχιστα

Μια ομίχλη της σκέψης και οι ώρες ποτέ ίδια δεν έρχονται
ζαβλακωμένες γύρω εκεί στις έντεκα το πρωινό
που η υγρασία είναι μια νομοθέτης αδέκαστη
που βάφει με απόχρωση του τσουχτερού
την επιδερμίδα της παλαίμαχης μέρας.

Καταλαβαίνω ελάχιστα: αδαής
από την σύγκρουση μιας συγκυρίας με μιαν άλλη.

Ό,τι είμαι είναι από πηλό που δεν έχει ξεχάσει
την πρωτόγονη στεντόρεια φωνή του.

Και
αναχωρητής από άποψη, τώρα θυμίζω
έναν ούτως ή άλλως ρημαγμένο ναυαγό
που θλίβεται που μακριά του πέρα ο κόσμος
είναι ένα βαρύ πληγιασμένο άσχημα σώμα
που σήψη μυρίζει...

                                                            13.2.2010



23 Μαρτίου 2012

Τις σιωπές μου έζησα μονολογώντας μεγαλόφωνα






Τις σιωπές μου έζησα μονολογώντας     μεγαλόφωνα
Παράδοξο:        μόνο μ’ εμένα υπήρξα
Φιλοσοφικά πάντα αδέξιος        με πέντε ρούβλια
Και μια πεπαλαιωμένη ηθική
Περιδιαβαίνοντας σοκάκια ενός αργού θανάτου.

Και τώρα που μου αποδόθηκε δικαιοσύνη ύπνου κι ένας πιο αρχαίος θεός
Μου παραστέκεται,      η Άνοιξη
Μέσα μου      κι έξω πολεμά
Και με τον νου μου παίζει ρήματα χαριτωμένα..         

                                                                      23.3.2012



Ήρθανε της Άνοιξης τα κορίτσια




Ήρθανε της Άνοιξης τα κορίτσια
Με τα μάτια της πάθους φωτιάς
Που ξεπερνούνε την φωτογραφία- ήρθανε
Και αναγάλλιασαν ως κι οι καρδιές των λουλουδιών.

Στις φούστες τους
Φυλακίστηκε πράος άνεμος
Κάστρα ηδονικά του φεγγαριού.

Γαλάζιες ρίγες που πτυχώνουν το λευκό μπλουζάκι τους
Αφήσανε να φαίνεται ένα στηθάκι του μελιού. Να τα φιλήσω
Όλα ήθελα.

Ιέρειες της πιο ερωτικής μου
διάθεσης..

Εκείνο το βυζί το εύρωστο σαν πορτοκάλι



Εκείνο το βυζί το εύρωστο σαν πορτοκάλι που επάνω του
το χέρι ηλεκτρίζεται.

Εκείνο το τρεμούλιασμα που κάνει το γυμνό κορμί αγγείο
αρώματος του πόθου.

Πίνει ο έφηβος το νέκταρ του έρωτα, πίνει, μεθάει.

Είναι όλα τα χρώματα πιο ζωντανά και
τελικά μύθου πολύχρωμα

και το αίμα συλλαβίζει το ρίγος που
από το κάθε μέλος του κορμιού φλογάτο
εύηχο σαν συνέχεια του χρόνου κουρνελίζει..





Τα οπλοπολυβόλα που βαρούν είναι των αναμνήσεων

Η μέρα γαντζώνεται πάνω στα μυτερά βράχια και τα δέντρα
που κρέμονται  πειθήνια να τα ψαύει ένα ανελέητο φως.

Ίδια λυπητερό. Το απόγευμα
κρεμά τις ιδέες του στα κλωνιά τους.

Αυτός που φεύγει φεύγει για το αλλού που δεν ξέρει.
Είναι φιλότιμα εργατικός-
μαστορεύει μέσα του:
αισθήματα καυτά όπως μία ξυλόγλυπτη παλιά εικόνα
που έγινε η Αθηνά σαν Παναγία και μετά
οι πρώιμες και οι τωρινές θρησκείες έτσι απλά ανακατώθηκαν.

Τα οπλοπολυβόλα που βαρούν είναι των αναμνήσεων- σου κάνουν την χάρη
να σκοτώσουν την προδοτική μαύρη ανία σου, την στείρα
σου έμπνευση, την θλίψη.

Είμαστε αντάρτες που λογάριασε αλλιώς την μοίρα τους ένας καθόλου
επαναστατικός καιρός...

                                                                                                  11.2.2010



Θα καρπωθώ όλη την άνοιξη της καρδιάς σου κι ας πέσει πάνω μου ο ορίζοντας.



Να φύγεις και να ξανάρθεις.
Αλλά εγώ θα είμαι το φως των πραγμάτων κι η στάθμη τους.
Εγώ η σιωπή κι εγώ η ακατάσχετη φλυαρία.
Θα καρπωθώ όλη την άνοιξη της καρδιάς σου κι ας πέσει πάνω μου ο ορίζοντας.
Ό,τι έζησε μέσα μας αθώα
Θα γραφεί στις γαλανές σελίδες τ’ ουρανού..

Αυτό που γράφω




Έτσι που οι υπάνθρωποι δοκιμάζουν την άθλια δύναμή τους
το σύμπαν τρίζει, οι κυβερνήσεις
αυτοκτονούν, το κράτος με την άκρατη αναίδεια
νομοθετεί για την μαζική μας φτώχεια.
                      
Εκεί που ο ανυπεράσπιστος άνθρωπος στερείται
τον δωρεάν της χάριτος ήλιο.

Αυτό που γράφω
δεν είναι ένα ποίημα που θα το διαβάσουν
οι απόκοσμοι καλόγεροι- είναι

ένα συνοφρυωμένο πρόσωπο της γλώσσας
που μου ανθίσταται
όταν που θέλω να ευθυμήσω..

                                                 11.2.2010


Ένας άνθρωπος

Ένα διαβρωτικό αεράκι που θα σχηματίζει έναν κλωβό
που έχει ήλιο στην καρδιά του το απόγεμα...
Τα δέντρα εκπνέουν το ζωηρό οξυγόνο τους.
Απ΄ τα κλωνιά τους
είναι το δάσος πια απόλυτα δικαιωμένο.
Τα πουλιά δεν ποτέ ησυχάζουν.
Ένας άνθρωπος περιφέρει αγνός την πεπαλαιωμένη στεναχώρια του.
Ζει γιατί οι ανάσες που έπλασε ο θεός ακόμα ίδιες είναι.
Και ζούνε.
Αρσενικός και θηλυκός- ίδια υπαρκτός
σαν μια αποπροσανατολισμένη σκέψη.
Δεν κάνει κάτι που να στοχεύει στο αύριο.
Είναι ίδια θνητός όπως αιώνια ήταν.
Και κοιμάται…
έναν ύπνο λευκό όπως
δεν έχουν χρώμα ούτε εξουσία αληθινή
τα όνειρα...

                                                                                   10.2.2010


μέρμηγκας



Ποιός είναι εκείνος που διατάζει κι εναντίον μου συντάσσονται
όλες οι θλίψεις που με κατατρών ακόμη;

Βαριά ακουμπώντας πάνω στον καιρό
και δεν λέει δεν λέει να εμπιστεύεσαι αυτήν την εποχή:

γκρεμίζει όλα τα είδωλα, ιδέες κατακρημνίζονται, ελπίδες

σαθρά όσα στάθηκαν στο μακρινό άλλοτε πέφτουν

πόσο υποφέρει κάποτε και πόσο αντέχει το σαρκίον;

Κι όσα ποιήματα να γράψω θα είμαι πάντα ένας μέρμηγκας
που αποταμιεύει σπόρους ιδεών ίσα για να περάσει
μόνο έναν δύσκολο χειμώνα...

                                                                                  9.2.2010




22 Μαρτίου 2012

Ωραία ναυάγησα!


Διάπυρο ακόμη μέσα μου το μυστικό
των λέξεων  και όπως αναβλύζει
ύδωρ νοήματος μιας τρισχιλιόχρονης γλώσσας
εκεί
που πάω να κοιμηθώ δονώντας με και σύγκορμο με ανασταίνει
με ξυπνάει..
Ωραία ναυάγησα!

ανάμεσα στα λεξιλόγια των φυτών, των λουλουδιών
τους τρούλους, τις εκκλησίες
των δέντρων...Ωραία ναυάγησα!

Ναι, μ’ αρέσουν ακόμα... το γέλιο των
παιδιών, το φορτισμένο μ’ αθωότητα
κλάμα, το φιλί στα κλεφτά.

Κι όπως χτυποκαρδίζει ωραία η κοπέλα,
η αυγή που μυρίζει σπέρμα της γης
επάνω στα μουσκεμένα με το αγιάζι χόρτα,
το πουλί που κελαηδάει με πάθος μουσικά ερυθρό,
το δέντρο
που στηρίζει την λατινική του ονομασία
ρίχνοντας τον βαριό του ίσκιο πάνω
στην ράχη της φιλόξενης γης...


                                             7.2.2010




Μεγάλωσα σε γειτονιές που ο κόσμος ήταν σκληρή μαθητεία



Μεγάλωσα σε γειτονιές που ο κόσμος ήταν σκληρή μαθητεία,
μέσα σε ένα όνειρο που ποτέ δεν τους χώρεσε όλους-
έμαθα από νωρίς τα αγκάθια, το λαχανιασμένο
τρέξιμο στο τέλος μιας μέρας
που όταν εξαργυρώνεται, είναι ακάλυπτη επιταγή:
Είδα το θεό υπό γωνία
σαν από μαθηματική πλάνη
να έγιναν αχρείαστες οι τότε θρησκείες μου-
γνώρισα το κουράγιο που κάποτε λείπει-
εκπυρσοκρότησαν μέσα μου όμως
οι λέξεις -λυτρώθηκα-
κι ας έχασα πολλές νύχτες τον ύπνο μου, ας ήπια
το κώνειο των ιδεών- ποιός πεθαίνει
ποιός μπορεί να πεθάνει όταν είναι
ένα νέο αγρίμι που πιστεύει στην νίκη του και προπάντων
στην ποίηση
που ακονίζει μέσα του λέξεις μαχαίρια!

                                                                            5.2.2010




Σιωπηλά ωρύομαι! Σιωπηλά!...




Μια φασαρία κάτω απ’ τον ουρανό που κάπου
εκεί μες τα επίγεια στρίγγλιζε
ενός θεού το άκαμπτο γινάτι-

και των νεφών που αναμέριζαν για να φανεί ο ορίζοντας
το απαλό γαλάζιο..
Ο χρόνος είναι ένας αρχαίος Δέσποτας
που δεν τελειώνει
ούτε αρχίζει-
κι αυτό-
είναι ένα παιχνίδι αισθήσεων και ως εκεί
που αγριεύουνε τα ένστικτα και δυναμώνουνε οι φόβοι-

εφημερεύω εγώ, διανυχτερεύω-
είμαι ο φαρμακοποιός που φτιάχνει
εκείνα τα ελιξίρια των λέξεων
που ψυχικές και άλλες
πληγές επουλώνουν...

Σιωπηλά ωρύομαι! Σιωπηλά!...

Συγνώμη για ό,τι δεν μπόρεσα να πω...
Για τα άλλα ανθίσταμαι
από εμένα σε μένα.

Και όπως φθείρονται τα δάκτυλά μου και δεν είναι ακμαία η αφή
έχω ανάγκη ένα ποίημα ήλιου
που χαϊδεύει τα βλέφαρά μου...

                                                2.2.2010

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου