Τεκμηριώνεται το άρωμα της ψυχής με δύο κουβεντούλες κι ενώ
Τίποτα δεν πατά με πλήρες πόδι μέσα στην ορθοδοξία, αλλά
Επιδέχεται κι ο θάνατος αμφισβητήσεις
Κάπου
Μακριά χαράζει
κι η μέρα υπόσχεται όπως το κάνει
κι η μέρα υπόσχεται όπως το κάνει
Αιώνες τώρα
Κάτω απ’ το αντίσκηνο του ουρανού, ίσως νωρίτερα απ’ ότι
Επιδρά η θλίψη πάνω στα αναρριχώμενα φυτά, έξω απ’ το σπίτι
Μία γυναίκα όμορφη και που κρατάει κλειδιά, ανεβαίνει
Την εξωτερική σκάλα και σκουντά την πόρτα του επάνω δώματος- μπαίνει
Κι ακούγεται σαν μουσική απόγευμα πια ο ήλιος γέρνει
Ορτανσίες στο μπαλκόνι δρέπουν την κάψα ολοστρόγγυλη και τότε εκείνη
Αλλάζει ρούχα και σαν μια νεράιδα γίνεται
που την καθαρογράφει το πάθος της στιγμής.
που την καθαρογράφει το πάθος της στιγμής.
Ιούνιος θωρακοφόρος, μπερμπάντης..
Με έντομα θρασύτατα και φλέγοντα ήλιο
Κι όπως το καθετί που προεξέχει από της εβδομάδας το τσαμπί
Γινάμενο ποίημα.
Όταν νυχτώνει, βλέπω πάντα την νυχτερίδα
Που συμβουλεύει τον ορίζοντα αφέλεια-
Ένα σαμιαμίδι γλιστρά επάνω στο ντουβάρι
Και κρύβεται κάτω από το φύλλωμα της φτέρης.
Πίνουν οι γείτονες καφέ· γελάνε.
Θυμάμαι τα μάτια σου και για εκείνα μελαγχολίες σπουδάζω..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου