Όταν ξυπνήσανε για τα καλά οι
βαφτισμένες στην συστολή πόλεις
Ο άνθρωπος που ήταν η μοναχική
παρένθεση της οικουμένης
Ταράχτηκε·
βγήκε απ’ το καβούκι του:
γυμνός από ψυχολογία νίκης· και
Κάθισε στην μαντρούλα του μικρού
του κήπου
Αποκαρδιωμένος:
ένα λυπημένο σαρκίο
που ο καιρός το πονά.
Ο θεός που τον έσκεπε, τρανός κι
αδιάφορος.
Εκείνος με τον νου του θλίψεις
υπέρογκες σκηνοθετούσε.
Ακούστηκε το κοτσυφάκι και
ακούστηκε ο τάδε σπίνος που μια συμφωνία έγραφε
Ανάμεσα της μουσικής και των
λουλουδιών.
Κι ο άνθρωπος που βόλεψε την ηθική
του κάτω από ενός λίθου το ανάλλαχτο
Κατάλαβε αρκετό που είναι ν’
αγαπάς και τίποτα στον κόσμο μην σε νοιάζει..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου