...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

30 Σεπτεμβρίου 2015

Κορίτσι του Βορρά…





Μάθε με να είμαι η ντελικάτη επανάσταση του φιλιού σου,
γέμισε τις ώρες μου προσμονή και φανερώσου
όταν κανένας δεν έρχεται
στον μικρό ναό των ελπίδων.. Λουλουδένια

Και χαμογελαστή,
σχεδόν απίστευτη, γεμάτη
αινίγματα ερωτικής φωλιάς, που κρατάς
παλιό τραγούδι στην μιλιά σου, ο κόσμος

Δεν θα σε καταλάβει ποτέ, στα παιχνίδια σου
βάζεις άλλους κανόνες,
δεν μπορούν να συμμορφωθούν πλάι σου
όσοι δεν οραματιστήκανε ειδωλολατρίες
όσοι δεν άγγιξαν το στήθος σου ηφαίστειο
ενεργό της συντέλειας. Και

Για το παρόν,
εκεί που σε βρήκα
την νύχτα αποκοιμιέσαι,
κάτω από τον χαμηλό ουρανό, ορκισμένη
στον έρωτα,
μπροστά
από όλες τις διαδηλώσεις
οι θρησκείες σου να φανούν νικητήριες
εκεί
που μπουχτίζει αδιέξοδα
ο κόσμος..

Αποβροχάρικη ώρα..



Ούριο νέφος λοιπόν,
Τρυπώντας την κοιλιά του ουρανού,
Εντατικό φαινόμενο που ο θεός πάλι έδωσε,
Κατέγραψα την μεταξωτή νουθεσία
Βροχή βροχούλα να με ποδηγετείς
Με τον ρυθμό που ζωγραφίζεις μέσα στα όντα
Την φωτεινή υγρασία σου.

Είπε το νερό, μίλησε το νερό,
Οι λάμψεις του έφτασαν ως το αόριστο αύριο
Οι λάμψεις του ήταν βαρκούλες που απομείνανε
Μέσα στον όρμο της καρδιάς. Και
Πάνω στα πράσινα φύλλα
Μια μουσική από δροσοσταλίδες ξεδίψασε το πουλί,
Ξεδίψασε το δέντρο, έκανε
Την ηλιαχτίδα να ιριδίζει,
Μετά που, στην αποβροχάρικη ώρα,
ο χρόνος μετρούσε αλλιώς
Και ήταν επίγειο το θαύμα, σωστή μουσική
που ακούει ο αλαφροΐσκιωτος..


Σκάφανδρο…




Να σου δείξω τα άστρα
Την πυραμίδα της νύχτας που γέρνει
Προς την αδιευκρίνιστη θεότητα·
Πίσω απ' το τζάμι
Το δωμάτιο ζητά άλλες ορθογραφίες,
Η τάξη των επίπλων είναι άποψη
Της πόλης·
επηρεάζονται οι στιχομυθίες μας
από το πρακτικό χρώμα της οθόνης
που ορίζει πολλαπλά την ζωή μας-
Αποβαίνουν ζάρια τα προς απόφασιν,
Ό,τι σκέφτομαι αποβαίνει μισό
Καθώς κινείται μέσα σε πλαίσιο
Ανώφελο· άκου με όμως:
Καταγράφω α καταγράφω και έχω μέλημα
Το σκάφανδρο που καταδύομαι, μην λείψει..



29 Σεπτεμβρίου 2015

Συγκλονιστικό..





Βάφω την νύχτα με το ντελίριο της αστραπής- βρέχει·
η παράγραφος ανασυγκροτείται και με βάζει
σε νέους μπελάδες:
δεν μου φτάνουν οι λέξεις,
πολλαπλά διχάζεται το νόημα
και γίνεται πληθυντικό μεγάφωνο απ' όπου
η μελαγχολία αντηχεί μες του κόσμου τα ώτα·
α οργανάκι που συνθέτεις της μουσικής τον ρυθμό,
στην κλίμακά σου ωραία κι απόψε αφέθηκα,
μέσα μου γράφεται η οδύνη της εποχής
και μέσα μου ο κόσμος με ορμή πάλι και πάλι
αναγεννιέται..




Νταούλι της αποκάλυψης..






Λουλούδι που άναψε όταν η μέρα ξυπνούσε,
τιναχτό άνθος που μπουρλοτιέρης γίνεται
της ευωδιάς,
στην καρδιά μου
ο ύμνος της αυγής,
το καθαρό ελιξίριο της φωτιάς
όπου βρίσκουν την έκφρασή τους όλοι οι καθαρμοί-

Σε βρήκα με βρήκες, η ζωή προχώρησε κραυγαλέα και δυνατά·
επίγραμμα του φωτός μόλις που σκοτεινιάζει, μόλις
που ο ουρανός φορά τα πένθιμα κουστούμια του-
διεκδικώ ένα πάθος που με κατατροπώνει και με μεθά
θέλοντας με την πολλή αμαρτία μου να αγιάσω..



Στους μίζερους κριτικούς της λογοτεχνίας…





Εγώ θα μετεωρίζομαι πάνω απ' τα πλήκτρα κι εσύ
μπες στον άχαρο ρόλο να με κρίνεις- μα
δεν θα νιώσεις ποτέ τον τρύγο που μπόρεσα και το τρανό 
πατητήρι όπου σου έφτιαξα αυτό το δυνατό κρασί
που τώρα χαίρεσαι. Δεν
θα δεις των λουλουδιών τα λιβάδια και
των χρωμάτων την πανδαισία όπου εγώ
σαν πεταλούδα ανάλαφρη αποπάνω πέταξα και είδα
να λάμπουν οι αβρότητες των θαυμάτων- δεν
θα βρεις την νότα που μου έδωσε την μουσική και την καρδιά μου συνεπήρε- δεν
θα ζήσεις παρά με το στενό στέρνο που έχεις- ούτε
θα ακούσεις το ευφραντικό νερό να κυλά μες τα ωραία ρυάκια· θα μπεις
στον κόπο να με κρίνεις μην
ξέροντας τίποτα αληθινό από μένα- θα είσαι
μια μίζερη σκέψη ενός διαβολάκου που
τον κλωτσάει απ' το σύμπαν του ο Θεός..

Ομπρέλα…





Επάνω στην ομπρέλα σου γελάει η βροχή
Τόσο μένος του ουρανού που πουθενά δεν χωράει
Εσύ βαρυγκωμάς αναπολώντας την άνοιξη
Ή το λιανό καλοκαίρι που βλασταίνει η μουσική μες την καρδιά σου-
Τώρα το νερό είναι λυγμός του ολέθρου
Μπλαβίζει κάτω από τα αντιφατικά σύννεφα, αναστατώνεται
Είναι μια διαμαρτυρόμενη γαλήνη που διαταράχτηκε
Στην ψυχή σου μια θλίψη στην καρδιά μου ένα καρφί που πονάει.


28 Σεπτεμβρίου 2015

Συμπέρασμα που βγάζεις απ' την μοναξιά!




Λυπημένη όταν διαβάζεις τους στίχους που δίνει ο κόπος μου,
Στέκεσαι σκεφτική κι ο νους σου ταξιδεύει
Σε λόγια που είπα·
                                   Θα σε βρει Σαββάτο
Λουσμένη, χτενισμένη, ανάμεσα στα έπιπλα που δεν μιλούν
Μόνο περιμένουν ένα νεύμα να τα παρακινήσει
Προς την ευμένεια.
                                 Συμπέρασμα που βγάζεις απ' την μοναξιά!
Ολιγόλεπτα εγείρονται οι μνήμες και πάλι βαλτώνει η θύμηση·
Αποφασισμένη να μείνεις ανάμεσα σε κείνο που αποφάσισες
Δεν ξέρω αν πονάς, στέφοντας με απατηλό σιρόπι την απελπισία..


Αδιέξοδο…



Όταν οδηγήθηκε το αδιέξοδο σε αδιέξοδο
το πλήθος έσφιξε την καρδιά του
οι ουρανοί σκυθρώπιασαν
αυτοί που πίστεψαν στην χαραυγή
ένιωσαν το κεντρί της σφήγκας που τσιμπούσε
αλύπητα
οι άλλοι αδιαφορούσαν,
ανάπνεαν λες και η αναπνοή
ήταν ένα αυτόματο κιβώτιο αυτοκινήτου
που άλλαζε ταχύτητες
η αδιαφορία άλλαζε ταχύτητες
στο τέλος
η πίστα της ζωής γέμισε αποτσίγαρα απελπισμένων
δεν ήθελαν να πιστέψουν
στην μακάβρια ανακάλυψη
όλα να ορίζονται ίδια

τα γύρω φρικτά..

27 Σεπτεμβρίου 2015

Θηρευτές..




Οδοντόληκτα καθεστώτα φρονούν περιπέτειες για πολλούς εξ ημών-
Είναι που των νέων οι διεκδικήσεις δεν αρχίσαν ακόμη
Αλλιώς θα βελάξει ο λύκος και θα μουγκανίσει ο τζίτζικας,
Κεντρομόλε ψυχή, τί προσπαθείς ν' αποφύγεις αλήθεια;
Ουδέτερος είναι ο θάνατος, αλλά η μελαγχολία ποτίζει δηλητήριο τα βέλη μας-
Θα παραμείνουμε παρακμασμένοι κυνηγοί;
Βάρος υφίσταμαι που ισοδυναμεί με αβάσταχτο βάρος..


Τοπίο…




Μύριζε το ψημένο καλαμπόκι, του αλατιού
Η αψάδα, καλοκαίρι γαρ, όλες οι γεύσεις σε εγρήγορση,
Τερπνό μεσημέρι, καραμπάμ ο ήλιος επάνω στις ταράτσες,
Πεταλούδες πετάξαν ανάλαφρα στον μηδενικό χρόνο της έκπληξης,
Ο αέρας διέθεσε τα πνευμόνια του να φωλιάσουν πουλιά
Μαγικά, όπως που ήρθαν από γη επαγγελίας.
Ήσουν εκεί κι εσύ, σε είδα,
Ανέβαινες τα σκαλοπάτια, βγήκες στο φωτεινό μπαλκόνι σου
Και υπενθύμισες στους πάντες τι σημαίνει να σε αγαπάνε.
Το μεσημέρι σταθεροποίησε το κάθε κελάηδισμα-
Ιδρώτας πάνω στα κορμιά,
Ερωτευτήκαμε κάποτε, κάποτε ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι-
Τα γαρίφαλα γέμισαν τον αέρα με φιλοδοξία-
Το τοπίο κερδήθηκε από εκείνο που ήταν τελικά

η επιθυμία μου..

Θέλησα απαρέμφατα στα ντουζένια τους…



Γλυπτική πάνω στον άγονο λίθο,
Κρεμασμένο σπαθί μετά που οι πόλεμοι και οι απειλές αποσοβήθηκαν,
Κάτι έλαμψε μα δεν ήταν να αποκρυπτογραφηθεί,
Στον καιρό ανήκουν όλα, στον καιρό
ανατινάζονται για να χαθούνε οι περιουσίες μας.
Η Κυριακή ήθελε αποφάσεις. Πόσο δύσκολο είναι αλήθεια τελικά
Να πεις στον δούλο τον μέσα σου "Ύπαγε!"
Αγκιστρώθηκαν καλά μες την συνείδηση οι ποταπότητες και άφησαν ιζήματα θωρακισμένα-
Πώς εκβαλλείν;
Θέλησα απαρέμφατα στα ντουζένια τους, θέλησα
τρικυμία
Θέλησα επαναστατώ, θέλησα
θα αντέξω την αντίθεση, θέλησα
Το αίμα να μην ησυχάζει..
Βραχνό φωνήεν του ποιήματος, σαν να κοάζεις είναι
Σε βάλτο με τα τσακισμένα νούφαρα και ο ήλιος ντάλα
Να βαρά ταμπούρλο κοφτερό σαν η ρουλέτα
Του λουλουδιού που ρέπει καυτερές ανάσες πάνω
από της ιστορίας το λίκνο..


Ιέρεια, εξέχουσα ηλιαχτίδα, ιέρεια..





Η δόξα του νερού μεθά με την χάρη σου.
Τόσα λογάκια αβρά και τόσης
υγρασίας πυρετός που
Η μέρα κι άλλο ανάβει
Και σε πολιορκεί
με της λιακάδας τα φουσάτα της.
Άσε τους κακεντρεχείς να ντροπιάζουν το γένος- εσύ
Είσαι μια πεταλούδα που έχει άλλη ψυχή
Που μοσχοβόλησε πλάι στον όμορο πόντο.
Των μαλλιών σου οι κλίμακες,
νότες φιλοξενούν γλαυκές στον τρόπο
Που σε διαβάζουν οι αδαείς
και την νύχτα φορτώνονται
Ερώτων βάσανα και αϋπνίες.
Το σώμα σου αναγγέλλει μία χαρά
Των αισθήσεων,
σε κείνη την κλίνη
Όπου σε πλάγιασα να κλέψω το
Λουλουδένιο μυστικό σου.
Ιέρεια, εξέχουσα ηλιαχτίδα, ιέρεια..



Γυναίκα των ευχαριστιών…





Αδειάζουν τα μάτια, η γη ξεραίνεται
όπως φλοιός καλαμποκιού και
ραγίζει, ζει τον τρανό εφιάλτη της, συννεφιάζει
στην παρούσα στιγμή της, ποιός
είναι που συντελείται στο δράμα του
ο κόσμος; Κι εσύ
Γυναίκα των ευχαριστιών, θέαινα,
που ακουμπάς την μουσική
Ψυχή σου μες τους ουρανούς, ο λυρικός
πόνος μου βρίσκει σε σένα έκφραση και δρόμο-
ασυναγώνιστο Ύψος που κατακτώ μόνο
με των αισθήσεών μου το βέλος- έλα
ανάμεσα απ' τα νέφη που δεν κοιμούνται, αγκάλιασε
το παγωμένο φεγγάρι και στρέψε
τα κάτοπτρα των ελπίδων κατά τον Νοτιά
του Πόλου που
για ένα τραγούδι σου ακινητεί και
συγκλονίζεται,
φτάνοντας
εσύ στον εαυτό που κατακτά ένας μύστης όταν
των Μυστηρίων τον απορροφά η Διδαχή..




Ηράκλειο, Κρήτη, 3.7.2015



Την κλεψύδρα πλαισίωσε ο ήλιος και τα τείχη
Του κάστρου γέμισαν δυσοίωνα μυγάκια
Που πετάριζαν ολοένα πιο χαμηλά και χαμηλά..

Το Ηράκλειο, πόλη αληθινή
εκτείνονταν μες την φρούδα
Ιστορία των στιγμών.
Ήμουν εκεί- κατέγραφα.

Είδα τα σπίτια και τις γειτονιές και είδα
Εκείνη την ωραία κοπέλα που με νάζι
Περπατούσε και σκουντούσανε η μία την άλλη
Οι πλάκες του πεζοδρομίου: δες!

Ο ουρανός γαλανός, τανυσμένος
Σαν ένα τόξο που απειλεί.
Μήκη δώδεκα της σιωπής
κατά το μεσημέρι,
λίγο απόμακρα
Απ' το λιμάνι που τα πλοία έγραφαν μια λέξη
από εκτόπισμα και παφλασμό.

Η Κρήτη αγάπη, αμετανόητη επιτάχυνση που φέρνει ταραχή.
Στα μισά της κάθε σκέψης μου,
καταιγίδα, πραγματική καταιγίδα,
Πορφυρή.
                  Και τον φίλο που συνάντησα και φάγαμε μαζί
σε κείνο το ήσυχο ταβερνάκι
Πίνοντας μπύρα και γελώντας σαν να λύσαμε
όλους τους προβληματισμούς
Ευτύχημα!

Χάνδακας αγεωμέτρητα μεγάλος.
Χάνδακας αβαρής, σαν πεμπτουσία ενός μεταφυσικού συμβάντος.

Είναι χαμηλά όλα που ψάχνω.
Μπορεί ο παράδεισος που έπλασα να είναι τόσο χαμηλά

Που είναι ορατός απ' τον καθένα..

Εικόνα…




Μέσα στην αποχαυνωμένη άμμο θα χορέψουν οι πέτρες
Η παραλία ερημική θα πίνει τον ήλιο του ορίζοντα
Θα μεθούν τα χελιδόνια της
Η θάλασσα θα κινείται επί σκοπόν
Και ο θεός θα θαυμάζει το νυν και το απώτερο αύριο..


26 Σεπτεμβρίου 2015

Συμμετρία των επιφωνημάτων…



Ένας κόσμος που αλλάζει, ένας κόσμος
που αδιαφορεί
για τις ιδέες μας-
μια ανοικτή εξίσωση
όπου ο χ με έναν άγνωστο ισούται
εαυτό μας.
                   Αγαπάς τα σχήματα
και την τάξη- αυτή
που σε πάει σε ένα όνειρο οργανωμένο- ίσως
από εκείνα
που ζητούν να εδραιωθούν στην χαρά.
                                                                Γι αυτό λέω
άσε τις επαναστάσεις των χρωμάτων να λειτουργήσουν
ευεργετικά στην ψυχή μας,
να αποτιναχτούν
τα τελευταία ψήγματα
της θλίψης·
Τόσα πολιτεύματα κατ' όνομα μονάχα
διαφορετικά
και στην ουσία
ίδια
       που ως προς άξονα κινούνται
κι αναπτύσσονται-
σαν τα φτερά
μιας πεταλούδας
που σε αχανές πεταρίζει
διάστημα..

Ανησυχώ…





Τίνι τρόπω μ' ακούς;- αφού
συνδιαλέγομαι
μόνο με τον φθαρμένο εαυτό μου
πια..

          Μπορεί να έγινα ένα άγαλμα, από εκείνα
που αργούν μες του μουσείου τις αίθουσες, ή περιμένουν
κουβέντες δίπλα τους να ακουστούν
από ένα πλήθος που θαυμάζει την κατατομή τους.

    Δύσκολος ακανθώδης ο αιώνας.
Κλωτσούν αέρα ουτοπίας τα παπούτσια σου.
Ο έρωτας για μια πεντάρα παίχτηκε και πάει πια.
Ένα φιλί σου έκλεψα μια μέρα και το έχω στο μυαλό μου θησαυρό.

Ανησυχώ πού και πώς αλήθεια υπάρχεις
μέσα σε μια πατρίδα απλουστευμένη
από τον διαιρέτη
της φτώχειας της..

Τρίκαλα…3.5.2015


Ξαφνικές αντανακλάσεις πάνω στα νερά- και το ποτάμι
κυλά ευτυχισμένο
Αιώνες εκεί, όπου
κι ο Ασκληπιός το φως αντίκρισε και
πρώτα εκεί
άκουσε του πουλιού το κελάιδισμα· ήπια

Γαλήνη του μεσημεριού·
Στερεωμένη πάνω στα κλωνιά της ανθισμένης λεύκας,
Κάτω απ' το ίσκιο της που περπατώ, μην αδικώντας
Κανέναν- κι ούτε κανένας πια να μ' αδικεί.

Μάζευε γύρη ο Ληθαίος-
Σαν γίγαντας που ζει αποτραβηγμένος απ' την κοινωνία των ανθρώπων και φροντίζει
Το βουερό μελίσσι του·
Του Μάη Κυριακή- ω Κυριακή χαρά μου!

Και η λιακάδα που έσπασε σαν ρόδι πάνω στα πλακάκια,
Του κόσμου ο θόρυβος, η πλατεία
Ανάσκελη μες το χρυσάφι φως- και το κουβεντολόι
Που θα ακούγονταν και σε εκείνες τις παλιές εποχές
Όταν με τον λευκό χιτώνα της ξεπρόβαλε η Γυναίκα
Που είχε τάξει να αφήσει τα λουλούδια της
στα πόδια του θεού- α μες τον ήλιο
Ωραία που και της άνοιξης η πανδαισία καρπωνόταν
Τις προσευχές που έφταναν στο σήμερα σαν από μακρινό ναυάγιο

Που ούτε ξέρει τίνος είναι πια και ποιού..

Καρδίτσα 1.5.2015



Ένα ζουζούνι αρμέγει την Άνοιξη·
Τριγύρω μου οι ανθισμένες κουτσουπιές·
Χόρτα αθέατα και των ελάτων το ύφος
Ανέκαθεν ως την βουνίσια τους γονυκλισία.

Των Αιολέων πυρετός πάνω σε τούτα να κυριαρχήσουν
Και του στερεοελλαδίτικου σκοπού το κόψε ράψε
Σαν της παράδοσης βεγγαλικό.

Θα βρω το ένστικτό μου σαν μπουμπουνητό δοκιμασμένο
Πάνω στην κόψη του ζωσμένου μαχαιριού..

Έτρεξαν άλογα πάνω στο φρέσκο χώμα που ανάστησε τις παπαρούνες·
Η λίμνη αγκυλώθηκε κι όπως η θάλασσα αναστενάζει·
Όλα τα μάζεψα και τα πετάω στον αέρα τζουμαρία
Να βρούνε στην απώλεια αληθινή τους υπόσταση.

Τώρα να με ακούσεις που χαϊδεύεις δέντρο και σου έρχεται η φωνή
Του νερού απ' του κορμού το παράξενο βάθος
Όπως σαντούρι που νταραβερίζει τον καημό και πάθη
Ξεχύνονται μες την ευθυδικία της νύχτας..

Ό,τι φορτώθηκε φορτώθηκε μέσα στην ερημιά·
Τώρα μια υποψία σελήνης που δουλεύει αχνά προτού ακόμα να απαλειφθεί η μέρα
Κι εγώ που παίρνω αποφασισμένος πια μαζί το μυστικό μου
Έγκαυμα που 'χει αποφασίσει για εμένα ο θάνατος..

                                                                     

Νοτισμένη Πτολεμαΐδα




Ένα ρεύμα υψηλής τάσης ρέει στις φλέβες σου.
Είσαι η τραγανή περίπτωση της ώχρας.
Είσαι ο διακόπτης της χώρας μου.
Τσούζει το κρύο.
Η υγρασία ξηλώνει τις δομές των οστών.
Από πρωί κοιτώ τον φορτωμένο ουρανό σου·
Η μελαχρινή γη σου
Έχει την κοιλιά της ακάλυπτη
Κι ένα γεράκι πετά χαμηλά τονίζοντας
Τον κίνδυνο στην προπαραλήγουσα.
Κουράστηκα μη όντας και τις.
Η θνητότητα μου θα παρελάσει παίζοντας
με το επίθετό μου
με έναν θόρυβο που καταλήγει μουσική
Που κατευνάζει τις σταγόνες της βροχής
που πέφτει..

                              Πτολεμαΐδα   26.3.2015


Γιαννιτσά 25 Μαρτίου 2015



Οι δρόμοι γυαλίζουν από την βροχή
Λουστρίνια πολυφορεμένα.
Οι δρόμοι απάγουν την λύπη μου.

Μαρτίου οδοί, επετειακοί, αμφίκυρτοι.
Της Πέλλας ο απόηχος, ήχος πλάγιος μόνος.

Στις παρελάσεις ελαύνουν αυτοί που δεν ξέρω.
Μπορεί κι οι θάνατοι όλοι να είναι ένας ίδιος αυτός
Ομοούσιος θάνατος.
Λάβαρα, αμφιέσεις, ηθοποιία·
Ζόρικο γίγνεσθαι- κι όταν δεν είσαι-
Παραζόρικο.

Πού να σε ζητήσω πυγολαμπίδα μου; Πού;
Να σκιρτάς αοράτου υφής μες την συννεφιασμένη μέρα, κάτω
Απ' την βροχή,
ρομαντικά απούσα,
τεκμηριωμένη
Μόνο απ' την μελαγχολία μου…

Μου μιλάνε· μιλάω..
Ποια φωνή σε αγγίζει
τόσο μακρινή που σε ψάχνω
Μες το τοπίο,
σ' αυτήν την διδασκαλία
Που καταλήγει πάντα αφαίρεση;

Όταν φτωχαίνει η γλώσσα και για τον έρωτά σου πεθαίνω..


Λιγάκι έξω από την Τρίπολη:



κάτω από το χάλκινο βουνό
Μια στάνη
                   Και κάτι μοσχαράκια που βόσκουν αμέριμνα
Κάτω απ' τον συννεφιασμένο ουρανό.
Ο θεός του τοπίου είναι σκληρός. Βρέχει.
Οι στάλες περνούν μες το μυαλό μου·
μια μελαγχολία παίζει τον ζωγράφο και καμαρώνει
που έφερε το μουντό της όνειδος στην εξουσία.
Αχ Κυριακή!
Χωράς όλες τις ώρες μου μέσα σε μία ντουφεκιά..
Άραγε θα πετύχεις διάνα;




Πρελούντιο της νύχτας…



Στο σκοτάδι κινούνται νυχτερίδες
η νύχτα
πολύτιμη
για το γεμάτο φεγγάρι της· μένω
στο τραπέζι
με τ' απλωμένα χαρτιά μου
ψαράς στην λίμνη της γλώσσας

χορός των αοράτων μπρος στα μάτια μου
οθόνη παλλόμενη- ανοικτά τα μικρόφωνα
πουθενά δεν θα πάω που δεν αγαπούν την αλήθεια μου
ευτύχισα σιωπές με πανσπερμία ντελικάτη
κατέθεσα τα διαπιστευτήριά μου
στον μέγιστο ουρανό..

ψαράς στην λίμνη της γλώσσας-
ευθείες που καμπύλωσαν, τοξωτά
παράθυρα, στέγες
ασημωμένες
από το φεγγαρίσιο φως
μάγουλα
πασπαλισμένα
με το κοκκινάδι του έρωτα
φιλί στα κλεφτά
πίσω απ' τον πευκώνα, μπροστά
από της εκκλησίας την πόρτα-
α, της αγάπης ενορχηστρωμένη μελωδία!

Χορός των αοράτων μπρος στα μάτια μου-
κλείνω τ' αυτιά μου στον θόρυβο,
γλιστρώ κάτω απ' τα σκεπάσματα
από το όνειρο θα έρθω, να έχεις τον νου σου
ανήκω στην αγάπη που δεν θα υποταχθεί σε κανέναν
στον αιθέρα διαβάζω τα είδωλα
όλα έχουν σχήμα φωτιάς που θέλει
δική της ελευθερία..




Σκληρή μοιραία λογοτεχνία.


Απόμερα από το κέντρο της πόλης
Υπάρχει ένας καφενές όπου μαζεύονται οι άνεργοι και πίνουνε καφέδες
Προσκολλημένοι πάντα στην οργή.
Δίπλα έχει ένα μικρό αλσύλλιο
Που μυρίζει ιδρωμένο χόρτο και κατουρλιό
Στα πρώτα του βήματα.
Περνά ένα μικρό ρυάκι τόσο φλύαρο
όσο η εξουσία.
Κάποιες γριές περνούν με τις φρατζόλες
το ψωμί από τον φούρνο.
Κανένας άγγελος εκεί.
Ο Θεός ξυπόλυτος φαίνεται που πατάει στα σύννεφα.
Τι να του προσάψεις;
Κρατάει το νήμα της στάθμης και δεν νοιάζεται
για της εξέλιξη στο ποίημα.
Εγώ θέλω να είμαι οξυδερκής τόσο
όσο να δω πού θα οδηγήσει η μοναξιά αυτόν που ονειρεύεται φεγγάρια και κορίτσια.
Καμία κοινωνική επανάσταση.
Σκληρή μοιραία λογοτεχνία.
Η Γώγου κοιμάται ήσυχη πως τα είπε κάποτε όλα.
Τίποτα δεν ελέχθη όμως.
Ή τουλάχιστον, υπάρχει μία κάμαρα ντυμένη θλίψη
Που πάνω στο κρεβάτι της δυο έφηβοι αγκαλιάζονται παρήγορα και σαν
Να επιφορτίζονται την ιστορία όλου του έρωτα
πάνω στα ιδρωμένα κορμιά τους.

Αλλά η ποίηση τι σκοπό έχει



Συμβουλεύομαι την θλίψη, όταν βραδιάζει ο οίκος κλονίζεται
Τρέφονται με ψευδαισθήσεις οι θαμώνες
Η φτώχεια είναι μια ξεκούρδιστη κιθάρα
Που βαρά φάλτσο ακόρντο
Ειρήνη ημίν ή γεια σου
Που φεύγεις κατά την μεριά του συμφέροντος
Αλλά η ποίηση τι σκοπό έχει
Όταν νυχτώνει στην ψυχή και τα πράγματα
Ακολουθούν την ουτοπία
Ή στερεώνονται πάνω στο έρμα που φαντάζει άχρηστο
Κι επιβλαβές;
Καταπώς φαίνεται θα ενταθούν τα συστήματα
Να κατασπαράσσουν έφηβες σάρκες.
Κάναμε την μέρα επίφοβη
Και θα πλανηθεί με αγριότητας όψη..

Οι ποιητές ξέρουν…





Πιστολιές αγριεύουν στην νύχτα τον ύπνο του φεγγαριού.
Οι ιεροφάντες κοιμήθηκαν πλάι στο ρέμα που παφλάζει.
Της σκηνής ο αντίλαλος πριν λήξει το φαρμάκι κάθε τραγωδίας.
Αργυρά πατουσάκια πάνω στην άμμο του γιαλού που θεοποιεί την ησυχία.
Πατρίδα λυπημένη, πατρίδα ταλαίπωρη, πατρίδα ορφανή.
Ένας ύμνος από στόματα αόρατα θανόντων
Βαφτίζει αθάνατη την μνήμη των σωμάτων.
Νικά ο πλουραλισμός των ψυχών.
Αυτό που εσύ είσαι κανείς δεν το ξέρει-
Γιατί εσύ είσαι μια φλόγα που παρακινεί την φωνή να γεννηθεί.
Εμπιστοσύνη στους ήρωες που αντέχουν την Αλήθεια.
Μες την βροχή ακούμε προσεκτικά το τηλεγράφημα της καρδιάς.
Ολόκληρος είσαι ο κόσμος και μες τα μπράτσα σου οι φλέβες της ζωής και της δύναμης
Ξυπνούν το ουράνιο Πνεύμα της Δημιουργίας.

25 Σεπτεμβρίου 2015

Σκάκι των αποσκιρτήσεων..





Τα πούλια στασίασαν στην σκακιέρα, η σκηνή ακολουθεί το θλιμμένο ντεκόρ της, αν δεχτείς τον θάνατο θα σε ποδοπατήσουν οι ματαιότητες, όσο φαρμάκι πήρα τόσο φως γέννησα, τόσον πυρετό-

Στυλώνω αυτί μέσα στην ησυχία, η νύχτα επέρχεται λυτρωτική, αδέξια πουλιά κουρνιάζουν στα κλαδάκια, φυσά ένα αεράκι γλυκό, ο εγωισμός δικαιολογείται έως τις αντωνυμίες-

Νεότερος ερωτεύτηκα δυνατά, δέθηκα με τα σώματα, αγαπούσα να φιλώ τα λάγνα χείλη, χάιδευα τα ωραία πόδια των γυναικών, ήμουν ο εραστής τους, κι εκείνες μου χάριζαν την αιωνιότητα μ' όποιον τρόπο μπορούσαν, λαχανιασμένοι κι οι δυο ξαπλώναμε στην ίδια κλίνη, ήμασταν θνητοί ημίθεοι-

Τώρα κλέβω ένα βιολί μεγαλύτερο απ' το μπόι μου και ταξιδεύω κατά τον άνεμο, έχω μοίρα από λάμψη, στιλβώθηκα κάτω από τον ήλιο των λέξεων, η φτώχια μου είναι ο πλούτος μου, είμαι και πάλι ευτυχής..


Όμορφη..




                                                                           Φωτο: Έλσα Κορνέτη. Αστυπάλαια..




Πολύ όμορφη!
Εκεί που συναντιέται το Ψέμα με την Αλήθεια, εκεί
Που οι όμορες σκέψεις καταλύουν την ασχήμια της θλίψης.

Και το τοπίο την αναζητά-

Όπως να λείπει μια ψηφίδα του, όπως
Να σχηματίζεται το πάζλ μες τα ωραία της μάτια, τω τρόπω
Που οι θύελλες έχουν
Να μαγνητίζουν το βλέμμα σου.

Των ποιημάτων υπεράνω και στο σημείο το εν που οι μέρες
Εξοστρακίζουν την μιαρότητα του βίου- δεν ξέρω
Κι εγώ πόσο μα πόσο κοστίζοντας αυτό σε Αθωότητα.

Αστην'  εκεί λοιπόν, μην την γυρέψεις
πουθενά
              αλλού:
                          Αστην'  
εκεί που θα την νοσταλγήσεις σαν περάσουν τα χρόνια και
θα την βρεις να στέκεται σαν λυπημένη Αγία δίπλα
στα πιο τιμαλφή σου αποκτήματα-
Αέναα κινώντας τα αισθήματα
κι εσένα..



Αναλογίες..




Τηρουμένων των αναλογιών,
Άσπρα ή παρδαλά τριαντάφυλλα ματώνουν μες τον κήπο σπέρνοντας παντού μελαγχολία-
Έτσι που κι ένας πόλεμος με τους αμάχους διεξάγεται που τρέχουν να κρυφτούν
Πίσω απ' την σαθρή κουρτίνα της ασφάλειας-
Επίπλαστα όλα:
Τα πουλιά ευτυχώς τραγουδούν και κατορθώνουν να μην χαθεί το ηθικό της αυγής και, η μέρα που ξέρω,
Αυτοπυρπολείται κάτω από τον ουρανό σαν μία διαμαρτυρόμενη φοιτήτρια για
Τις δημοκρατίες της εποχής.
Τα σώζω και τα μιλώ.
Και όταν με διαβάζεις,
Άκου κι αυτά που δεν ομολόγησα:
Τρυφερά λογάκια που ταιριάζουν μόνο στις αθωότητες που τα παιδιά μπορούν..



24 Σεπτεμβρίου 2015

Πρωτοβρόχι…







Τα ραντάρ δείχνουν φθινόπωρο- οι υποψίες δεν είναι πια υποψίες·

έβρεξε- ξέβρεξε, η ατμόσφαιρα τόσο τρελάθηκε
που δεν αντέχεις άλλο να την ζεις·

άσε μου τα πεσμένα φύλλα και των πεζοδρομίων το λασπωμένο ντέρτι και συγκεντρώσου
στην θλίψη που υφέρπει πάνω στην λερωμένη άσφαλτο και τονίζει
στην παραλήγουσα την Πέμπτη·

ακούω και διαβάζω καλά:

στο βιβλίο των αισθήσεων και στην ψιχάλα που μαλώνει με τον εαυτό της και τον σκοτεινιάζει..

Είμαι τόσο άδικος με τον εαυτό μου όσο μια επική καταιγίδα με την φωνή των νεφών..



Ανάγνωση στον έρωτα




Αριθμούν εφτά φιλιών
δρόμο
    οι παραλίες του καλοκαιριού που σ’ είχα
        μέσα στα χέρια μου νεράιδα ηλιόφιλη.
Τα σκαλοπάτια
που κατεβαίναμε πριν δύσει ο ήλιος
ο άσβεστης που έσφυζε από λευκότητα και εξάψεις
η βοκαμβίλια που απ’ τα μωβ ανθάκια της πλημμύριζε.
Βιβλίο ανοιχτό η θάλασσα
    και μια και δυο και τρεις οι βάρκες
        που ανοίγονταν μέσα στην ερημιά.
Ανάγνωση στον έρωτα
η πέτρα γυάλιζε μες τα νερά
η θλίψη ούτε υποψία.
Τώρα στον ίδιο έρημο γιαλό
    ο αέρας ακουμπά τα φτερά του.
        Πέρασα κι είδα που ένα ηλιοβασίλεμα
            συμμετέχει στο άπειρο..
Κάτω από τους τελαμώνες
του φεγγαριού σπιθίζουν τα φιλιά
εκεί στην άμμο..
                       Ακόμα εκεί...

Αμετάθετη νύχτα




Μόνο το απροσποίητο  φεγγάρι  κρέμεται
νέο πάν’ απ’ τις καμινάδες,  μέσα στην βαριά νύχτα
με αποδοχή του κρίματος ενός Άβελ, ενός Κάιν
κρεμασμένους  μέσα σ’ αυτό το λυχνάρι που απλουστεύει
τον μεταμεσονύχτιο συλλογισμό.

Εδώ δεν είναι κανένας.
Και τελικά είναι πρόβλημα να υπάρξεις -
η ζωή έχει τόσες τρικλοποδιές
αναποδογυρίζει το αίνιγμα και βρίσκεσαι  μόνος
ένας κουτσός που συναγωνίζεται δρομείς-
τα συλλογίζομαι όλα μες την αμετάθετη νύχτα
ζαλισμένος ακόμη από τον ήχο των ανθρώπων
σε έναν κρυωνιάρικο  μήνα και φαντάρος,
οι λίγοι φίλοι άφραγκοι και κουρασμένοι.

Εδώ δεν είναι κανένας .
Μόνο ένα βουρκωμένο σπίτι που κλωτσάει
Τους  φιλοξενούμενους,
η μουσική παίζει
μπερδεύονται τα χρώματα της νότας και
κρυφά η μελωδία σε εξουσιάζει -

απρόσμενα σχεδόν το κρησφύγετο 
γεμίζει αποτσίγαρα και καπνούς..

"καλά λοιπόν κυρά φασαρία σε κατέχω
καλά ερωτεύομαι μαζί σου
τα πίνουμε
είσαι η γυναίκα μου της βραδιάς
όπως τελειώνοντας
ένα ποίημα σου εμπιστεύομαι την στενοχώρια".

25.2.1983
Ηράκλειο

Η Ελλάδα μου χαρίζει ένα μαντήλι που γεννάει τα χρώματα



Τρώγοντας το διαμάντι του φωτός ως το γαλάζιο..
Η θάλασσα αρχίζει τις ανταύγειες της από το μέρος του βουνού.
Πόσο θλιμμένα έχω υπάρξει! Πόσο νεφοσκεπής!
Τα καπρίτσια των χελιδονιών κεντούν στην καρδιά μου την επιθυμία
Με κολακεύει ο άνεμος
Η μέρα που ξημερώνει συγκλονίζει τις νυσταγμένες αυλές.
Στην γούρνα μέσα το νερό κελαρύζει ελέω δροσιάς.
Από το όνειρο που βγαίνω και με περιμένει η αληθινή ζωή..
Δύσκολα αναγνώθω την σιωπή αλλά μόνο αυτή μου ταιριάζει.
Νησιά της Ανατολής, κήποι βροντεροί, αιολικά μυστήρια..
Στο τραπέζι επάνω η φέτα το ψωμί και της φιλίας συνείδηση..
Α πνοές λευκές πάνω απ’ τα σώματα των λουλουδιών!
Αβροί συνδαιτυμόνες γύρω από του δειλινού την τάβλα.
Η Ελλάδα μου χαρίζει ένα μαντήλι που γεννάει τα χρώματα
Και τις φιλοσοφίες της φωτιάς..

Ειωθότα…




Οι καλύτερες σκέψεις που κάνω επαναπατρίζονται και αυτοκαθοδηγούνται κάτω απ' τον ήλιο.
Τις πλαισιώνει ένας πλατύφυλλος βασιλικός που ασθμαίνει ευτυχής μέσα στην γλάστρα.
Βρίσκω τον μπελά μου αλλά ποτέ δεν τα παρατάω- ψάχνω μια σκοτεινή λέξη που να τιμά το τσακμάκι της και όταν την πειράζω ν' ανάβει.
Όποιος ακούει και στην ησυχία καταλαβαίνει.
Είμαι ψαράς που η θάλασσα αμφισβητεί τα αγκίστρια του και του χαρίζει, προς λύση, αινίγματα που ξεπερνούν τις αλματώδεις φαντασίες.



Διδάσκομαι την γλώσσα των δέντρων που φυλλορροώντας μου λένε τόσες αλήθειες..



Πόσο καλοκουρδισμένο αυτό το βιολί των έσω επιφωνημάτων
που ακούγεται σχεδόν ως το απόμακρο άπειρο!

Και ο πρωινός κότσυφας που λαλεί και γίνεται πιο υποφερτό το να πάνω στον πλανήτη γυρίζεις..

Διδάσκομαι την γλώσσα των δέντρων που φυλλορροώντας μου λένε τόσες αλήθειες..

Και είμαι ένας που είναι όλοι εντός του..

Σαν από μοίρα γίνεται:      
ακουμπώ την παλάμη στην κουπαστή των ονείρων

και ο κόσμος γράφεται μέσα μου
να ελπίζει και ρόδινος..

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου