Ξαφνικές αντανακλάσεις πάνω στα νερά- και το ποτάμι
κυλά ευτυχισμένο
Αιώνες εκεί, όπου
κι ο Ασκληπιός το φως αντίκρισε και
πρώτα εκεί
άκουσε του πουλιού το κελάιδισμα· ήπια
Γαλήνη του μεσημεριού·
Στερεωμένη πάνω στα κλωνιά της ανθισμένης λεύκας,
Κάτω απ' το ίσκιο της που περπατώ, μην αδικώντας
Κανέναν- κι ούτε κανένας πια να μ' αδικεί.
Μάζευε γύρη ο Ληθαίος-
Σαν γίγαντας που ζει αποτραβηγμένος απ' την κοινωνία των
ανθρώπων και φροντίζει
Το βουερό μελίσσι του·
Του Μάη Κυριακή- ω Κυριακή χαρά μου!
Και η λιακάδα που έσπασε σαν ρόδι πάνω στα πλακάκια,
Του κόσμου ο θόρυβος, η πλατεία
Ανάσκελη μες το χρυσάφι φως- και το κουβεντολόι
Που θα ακούγονταν και σε εκείνες τις παλιές εποχές
Όταν με τον λευκό χιτώνα της ξεπρόβαλε η Γυναίκα
Που είχε τάξει να αφήσει τα λουλούδια της
στα πόδια του θεού- α μες τον ήλιο
Ωραία που και της άνοιξης η πανδαισία καρπωνόταν
Τις προσευχές που έφταναν στο σήμερα σαν από μακρινό ναυάγιο
Που ούτε ξέρει τίνος είναι πια και ποιού..
1 σχόλιο:
η λιακάδα που έσπασε σαν ρόδι πάνω στα πλακάκια, ...ΣΠ
τί ζωντανή εικόνα! ηχεί ολοζώντανη στα ...υπερατλαντικά μου αυτιά!!!!!!!!
Φιλιά,
Υιώτα
ΝΥ
Δημοσίευση σχολίου