Δεν μπορεί, τέτοια ώρα πρωί, ο ήχος
από τα πεύκα που λυγίζουν να γράφει φωνούλες ξυπνημένων πουλιών
από τα πεύκα που λυγίζουν να γράφει φωνούλες ξυπνημένων πουλιών
και η μέρα να κανακεύει τις γλάστρες στα ψηλά μπαλκόνια
της αττικής που θα εγερθεί να πιάσει δουλειά στο αόριστο.
Μπορώ μια σκέψη όχι δυο και πάλι
είμαι κοντά σου με τον νου και όμως πρίγκιπας
που μόλις από το άσπρο άτι του ξεπέζεψε και θέλει
ένα φιλί που οι πολεμιστές που χάθηκαν για μια ιδεατή πατρίδα θέλουν.
Αφήνω πίσω μου γιορτές του πολέμου, τα ξίφη
που διασταυρώνονται και να,
προσκυνάω την χάρη σου.
Τα σπίτια είναι ακόμη κλειστά, η νύχτα αργά αποσύρεται
ο ύπνος που ροκάνιζε την ησυχία της κάμαρας
γίνεται άχνα πάνω από το μαξιλάρι.
Φοράς το κοντό νυχτικό σου και βγαίνεις
στο μέλλον μου
σαστίζω και σε θέλω περισσότερο
κι απ’ ότι μια φωτιά μπορούσε να με κάψει
κι απλά συναντάω το ποίημα μου
που παίρνει εμφύλια διάσταση
και γίνεται του πάθους αφορμή..
2 σχόλια:
Καταπληκτικό!!!
Την καλημέρα μου!
ευχαριστώ Έλενα-
να είσαι καλά!
Δημοσίευση σχολίου