Διώκονται τα έντομα απ’ το
αέρα και τα πουλιά πετούν χαμηλά όπως μια νοσταλγία κάνει
στα λιβάδια της ψυχής.
Δεν έχω πια την φρονιμάδα να
περιμένω υπομονετικά- τώρα
αδημονώ και σκιάζομαι αν
μου ξεφύγει μια σκέψη γι
αλλού.
Πιστεύω στα λιμάνια και στα
πλοία που θα ‘ρθουνε
από ταξίδια μακρινά σαν για
να συναπαντηθούμε
μ’ αγαπημένους ανθρώπους.
Τα λόγια τους υπαινίσσονται
μια φιλία που κρατάει ακόμα κι αν θρυμματισμένη
Από την ξενιτιά αντέχει στο
τιτάνιο φως
Μιας μέρας στην πατρίδα τότε
που κι εμείς
ήμασταν ακόμα αγνοί και των ματιών
μας η λάμψη
Ψηλά έστελνε τον στίχο όπως
μαντινάδα που σε βρίσκει διάνα στην καρδιά..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου