Κάτι αδύναμα φώτα
νυστάζουν μες την πρωινή υγρασία που νοτίζει και καταπλακώνει τα φυτά-
λαίμαργη σαν μια
αμαρτία του αέρα·
διάφανη και δηλητηριασμένη
όπως έως το μεδούλι των πραγμάτων εισχωρεί-
κι έτσι ανυποχώρητη όπως
βαριανασαίνει σε μια συνουσία θανάτου επί της ζωής
αφήνει μια ρυτίδα να φανεί
πάνω στο κούτελο της μέρας.
Οι άνεργοι ξυπνούν μετά και
τρίζουν τα γέρικα κόκαλά τους
με μισή ψυχή και ολόκληρη
θλίψη.
Συναντώνται, πίνουν καφέ και
μιλάνε
λέξεις λόγια αδιαφόρετα που θα
‘λεγε η γιαγιά μου, καθώς
η ζωή τους προσπερνά και πιο ακόμη
ο θάνατος.
Κι εκεί που υποχωρεί αυτή η
πλατιά υδαρής εκκρεμότητα ήσυχα
η κοινωνία σφάλλει και αφήνει
τον άνθρωπο
έκθετο στα αδηφάγα συστήματα
που τρέφονται με σάρκα και αίμα
προκειμένου να επιβιώσει το
σκοτεινό ανήθικο, όπως και να το δεις,
φως τους..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου