Πριν φουντώσει η άνοιξη ένα λαός μελισσών καμώνεται τον καμπόσο πάνω από κάθε μικρούλι ανθάκι.
Σε όλα ενσκήπτει να τα χαριεντίσει μια γλυκιά νοσταλγία.
Η πόλη όμως είναι αδηφάγα εχθρός αισθημάτων.
Θυμάμαι τότε την μητέρα μου.
Υπήρξα σκληρός δραπέτης απ’ όλες τις αγκαλιές που θα είχα.
Χάνομαι στο πλήθος, ο Θεός μου χαμογελά, είμαι αντιρρησίας συνείδησης.
Έχω ένα όπλο μισοχαλασμένο.
Δεν θέλω ούτε να βλάψω κάποιον ούτε να του χαριστώ.
Μπαίνω στην μέρα· μου εναντιώνονται όλα τα απόκρυφα.
Άφωνος τα κοιτώ και δεν τα ερμηνεύω.
Κι αυτό το αναίτιο φονικό που υπαγορεύεται από τους σκοτεινούς δικτάτορες
Αντίθετο πάντα με βρίσκει. Θέλω η ψυχή μου να ζήσει αθώα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου