και παίζει κάτω από τον γλόμπο στον μεγάλο φανοστάτη.
Τώρα που ξημερώνει κάνει επίθεση ο βασιλικός
Και τα κουνούπια φεύγουν θυμωμένα ψάχνοντας εύκολη λεία.
Κίτρινες πρωινές ανταύγειες
Και χαλκοκόκκινα συννεφένια ποιήματα.
Νωρίς σηκώθηκα κι έχει χαράξει.
Στο υπερώο του μυαλού μου στέκονται δυο μάγισσες
και κοιτούν την ανατολή που κουμπώνει
το διάφανο μπλουζάκι της.
το διάφανο μπλουζάκι της.
Μυρίζει άτρωτη ψυχή και τρωτός άνθρωπος.
Μυρίζει γαλήνη.
Άδειασε από όλα η πρωτεύουσα.
Οι φοβισμένοι επαρχιώτες επέστρεψαν στην κλεισμένη φωλιά τους.
Τόσο εγκλωβισμένοι σε εγωπαθητικές λογικές
που είναι να τους φοβάσαι.
που είναι να τους φοβάσαι.
Δέσε έναν κόμπο στο μαντήλι σου, τραγούδησε
σιγά πόσο αγαπάς την Κόρη
σιγά πόσο αγαπάς την Κόρη
την Αφρογέννητη.
Ξόρκισε την φωνή της νύχτας και άσε να τα ερμηνεύσει όλα
το ημερινό φεγγάρι..
το ημερινό φεγγάρι..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου