Η φούστα σου έδερνε τον άνεμο και περνούσες
Από την φωτεινή πλατεία που όλοι κοίταζαν
Σαν να ‘τανε να σε διαμελίσουν λάφυρο πολέμου.
Μου είπες, “πρόσεξε
Δεν ορίζω τίποτα κι είναι όλα δικά μου”, και με κοίταξες
Στα μάτια σαν για να με αναστατώσεις.
Έκρυβε την μελαγχολία του το απόγευμα.
“Δεν πάμε πουθενά”, σου είπα·
“Ο χρόνος είναι η πιο μεγάλη φυλακή·
Μέσα του ωριμάζουν τα πάθη αλλά ο έρωτας είναι μια κραυγή
Που σέρνει σκλάβα την ελπίδα”.
Με το παλιό μοτοσακό σου έστριψες δύο στενά μετά τα σύννεφα
Και χάθηκες εκεί που όλοι ήλπιζαν να καταλάβουν τον ερωτικό σου ουρανό.
2 σχόλια:
Μοιάζει σαν ποιητική αφήγηση ονείρου! Τι ωραία που ξετυλίγει τις σκηνές... Και πώς σ' αφήνει με μια αίσθηση ανεκπλήρωτου το φινάλε. Όπως όταν ξυπνάς από το όνειρο και σκέφτεσαι "ας διαρκούσε λίγο ακόμη"...
Καλημέρα Στρατή!
Όλα τα φινάλε που σκέφτομαι μ' ανεκπλήρωτο κάτι εγγράφονται δυστυχώς Μελίνα.
¨Εχουμε πάει στα δύσκολα και δεν είναι κατανοητός ο ουρανός.
Ούτε της σκέψης μας ούτε της επιθυμίας.
Ζούμε σαν με δανεικά όνειρα.
Και δεν δείχνουμε να έχουμε διάθεση σ' αυτό ν' αντισταθούμε.
(Βγάζω τον εαυτό μου έξω φυσικά.)
Όλοι μας κάνετε λάθη, που λένε.
Καλό απόγευμα!
Δημοσίευση σχολίου