Πενήντα μέτρα από το παλιό σχολείο
οι μουριές ψηλώνουν πολύκλωνες σαν μανουάλια
Που πάνω τους ανάβουν τα κεριά του Αγίου- Θεράποντα.
Οι δεκοχτούρες επισκέπτονται τα τσακισμένα κυπαρίσσια
κι ο τζίτζικας αγάπα να λέει να λέει.
Δεν έχει αέρα, η ζέστα είναι ο βουκεφάλας του αίματος.
Αυτά που ενώθηκαν ξαναχωρίζουν και το πλάτος
είναι βάθος απύθμενο.
Έτσι νομοθετεί το καλοκαίρι.
Ένα κορίτσι βγάζει βόλτα το σκυλάκι του· οι πιπεριές μου είναι σαν εμένα θυμωμένες.
Βάφω τα κάγκελα αλλά τα κάγκελα δεν με χωράνε. Παρακολουθώ
Τα μετά την σιωπή και εξαργυρώνω
με λέξεις το αύριο..
5.8.2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου