Όσο να πεις κάτι σώνεται από το φως των αιθέρων
από τις σκελεθρωμένες καλαμιές που τρυπούν το ποτάμι
σαν γεωτρύπανα που μοιάζουν με τεράστιες φλογέρες
κάτι σώνεται από την αντωνυμία από την σιωπή
από την μοναξιά απ' τον πόνο.
Εκείνος που ξέρει να συλλαβίζει,
κλαίει με το κεφάλι στα χέρια του
καπνίζοντας και άγρυπνος μέσα στην νύχτα.
Το πρωί, το κάθε πρωί, τα πουλιά δεν αφήνουνε τίποτα ασχολίαστο και δικάζουν
σαν οι μικροί μαέστροι της ερημιάς και της σεπτής πικροδάφνης.
Ο ήλιος ανατέλλει και ζεσταίνει την σάρκα και τα κόκαλα των πλασμάτων-
Ήξεραν κάτι που τον έλεγαν θεό- αφήνει τα πάντα να ξεδιπλώσουν την χάρη τους
ως το βασίλεμα- ιερά και καλά εγνωσμένα.
Το λεφούσι των εντόμων ζητά μια πατρίδα.
Οι ώρες ζωγραφίζουν ασταμάτητα
την ευδία του καθαρού ουρανού.
Οι ανάσες με φτάνουν
να τρέξω μέσα στα λιβάδια της ουτοπίας που έχω.
Μετά λαχανιάζω, κάθομαι να ξαποστάσω κάτω από τον ίσκιο της ελιάς
που με χρήζει επαίτη μέγα του σύμπαντος.
Οι καρένες των ανθών παφλάζουν με του αρώματος τον αφρό στα ρουθούνια μου.
Η ζωή είναι καλή και με δασκαλεύει.
Ψεύδομαι όσο μπορώ. Είμαι ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος,
σαν η τροπή προς τον αφανισμό ενός φιλοσόφου..
1.1.2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου