Να οι βόλοι μου που έπεσαν μες την σελίδα
Να η σελίδα μου που τους μαρτύρησε
Τα τζιτζίλια μου γυαλίζουν και τα ατσάλινα κουρσούμια
Στέκονται σκεφτικά προτού αρχίσουν να κυλάνε.
Από την παιδική μου ηλικία έρχομαι
Σαν να βαστάω μια αχτίδα φως της αθωότητας
Παις ακριμάτιστος.
Η μαντζουράνα ανάβει μες τον κήπο της γιαγιάς
Ο δυόσμος πίνει το νερό κι αφρίζει
Άτσαλος ο βασιλικός ανατινάζει το απόγευμα της όσφρησης
Στην τσιμεντένια αυλή χοχλάζει το τσιμέντο και ρουφάει το νερό.
Ανάμεσα στις τριανταφυλλιές με το παλιό του κλαδευτήρι
Καπνίζει ο παππούς και κόβει ένα ρόδο κατακόκκινο.
Εκείνο λάμπει όπως μυστικό που είπε ο Θεός στο αυτί του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου