τα χρώματα γελούν και μετακομίζουν μες τον ορίζοντα
εκεί που οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου
καμώνονται πως είναι κάτι εξουσιαστικό-
το διαπασών του ουρανού ρέπει προς το νυχτερινό χάος
κανένα άστρο δεν μπορεί να διορθώσει την πορεία του
όλα κοιτούν λυπημένα πίσω απ’ το παραθυράκι της απόστασης
η μελαγχολία της θάλασσας ζητά ένα επικό σκότος
η νυχτερίδα βουτά με τσαλιμάκια να χαθεί
μες την υποψία που είχες
λυγίζουν τα κλωνιά από τον άνεμο παρασυρμένα
το θέατρο των σκιών αφήνει δίχως μονολόγους τους ηθοποιούς
του
κάτι οφείλει σε ευχαριστήρια το πουλί και μέσα στα φυλλώματα
κουρνιάζει
καμία δεν γερνά που είχες και που έχω άποψη
στην πόλη, λίγο πάνω από τα μέρη του ωκεανού,
τα φώτα ανάβουν, αρχίζει η έκπτωση των ψυχών
όσα συλλάβισες είναι ένα παρασυρμένο φύλλο στο ποτάμι
δεν έχεις καταφύγιο παρά σε ανελέητα πληκτρολόγια
εκείνα που αφήνουν την συνείδηση σου ανοικτή όπως μια πόρτα
που μπάζει φόβο και άνεμο
ούτε ο δεκαπεντασύλλαβος ο πάλαι πια μπορεί να σώσει το
ειπωμένο σου
θα ζήσεις με ανούσιες απαγορεύσεις, μπορεί να
ομοιοκαταληκτείς
με την βαρκούλα που ταξίδεψε για ξενιτιά
και την αγάπησε πολύ ο Διονύσιος
στον χρόνο που σε πλήγωσε αντιστοιχούν αγκύλες
φωτός που ξέπεσαν από τον χώρο του ονείρου και
στιγμάτισαν τα λεξιλόγια με της φιλοσοφίας άνευ
στο γραφειάκι σου χουχουλιασμένος και τα λες αυτά
όταν και ο χειμώνας είναι και σε σένα δεν αρέσει που μετράς
εκεί
του πολιτεύματος το κρύο και την δυστυχία του κόσμου..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου