Οι άνθρωποι που ήξερα
κάηκαν αυτοπυρπολήθηκαν απ' την απελπισία.
Ανδρώθηκαν κάτω από άλλα φεγγάρια
και δεν άντεξαν τον μοντέρνο πια ουρανό.
Δικάστηκαν καταδικάστηκαν αφ' εαυτού.
Τώρα μέσα στην νύχτα ακούω τα σιγανά μουρμουρητά τους
όπως ροκανίζουν τον άνεμο και ο χτύπος από ένα άφαντο σφυρί
που καρφώνει την αλήθεια τους μες το σήμερα ψέμα
με καθηλώνει.
Τα δέντρα γέρνουν προς το μέρος μου,
ένα τριζόνι θέλει να αλλάξει την οικουμενική μουσική.
Ένα καφενείο κακοφωτισμένο βρίθει από θαμώνες που συσκέπτονται
οργανώνοντας μια συνομωσία του τίποτα ενάντια στο που μας επιβουλεύεται αύριο.
Και ρέει ο χρόνος
αφήνοντας το λιγόλογο ανούσιό του μνημόσυνο
να το πουν κάτι μεγαλομάτες κουκουβάγιες
που αναιρούν την μελαγχολία της νύχτας
και κατατεμαχίζουν το μπαμπάκι του ουρανού..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου