Ο αέρας ανεμίζει τα πλυμένα άσπρα σεντόνια
που ωραία λες μοιάζουνε
Επάνω στο σκοινί σαν τοίχοι
Λευκοί, σχεδόν φανταστικοί, που έχουνε
Πάρει το μεταφυσικό ύφος του χρόνου.
Και ο χορός των χελιδονιών λίγο πιο χαμηλά
Από το απρόσμενο- εκεί
Που ανταμώνεται ο ήχος της μέρας
Με το φως που κεντά την καρδιά της ενώ
Ένα άσπρο αίμα ξεχύνεται από τις σάλπιγγες των δέντρων.
Περπάτησα ανάμεσα στις φιστικιές και την όψιμη θεωρία τους
Ο καρπός τους έρεε πρασινωπός
Με κόκκινες ανταύγειες και μύριζε
Ένα- γύρω το σύμπαντο. Και είδα
Τις πάπιες που έπαιζαν στην λάσπη πλάι στα καλάμια
Που εγκλώβιζαν τον άστοχο λίγο αέρα.
Οι ώρες έπεφταν στα χέρια μου σαν χάντρες
Κομπολογιού που ήθελε να φλυαρεί με ήχο σκλαβωμένο.
Συνάντησα την ηλιαχτίδα που τρύπαγε
Το τύμπανο της λίμνης
Γυμνό και τεντωμένο για να γίνει
Η χαρά των κλαδιών μουσική επουράνια.
Μιλήσαμε για το όνειρο καθενός κι όπως απλώνανε
Οι ψηφίδες των πουλιών μια γλαυκή μουσική
Καταλαβαίναμε πόσο είχε ωραία υπάρξει
Η ζωή για σένα ή για εμένα που άντεχα
Να περιμένω έναν θάνατο ακόμα..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου