Να θυμηθείς το νερό που σε
σχημάτισε
Όταν ο κόσμος δεν υπήρχε,
όταν η σκέψη σου
Ταντάλιζε τον πορφυρό
ορίζοντα-
Ο Θεός σου γελούσε υποσχόμενος
θύελλα
Οι μέρες γκαστρωμένες φως
έλαμπαν στο πυρπολημένο γαλάζιο
Η Ποίηση αδηφάγα ερμήνευε τον
κόσμο
πάλι και πάλι.
Έγραφες γιατί η ερημιά σου
ανήκε.
Χνούδια και πούπουλα
αναστατωμένα ως το τραχύ υπερπέραν
Μαγεύουν την έξαψη των
χαμομηλιών
Κι ο κάμπος απλώνει και
φλέγεται.
Μια αγελάδα νείρεται κάτω από
το μέλι του ήλιου.
Οι αμνοί σταλίζουν μες την
μεσημεριανή ησυχία.
Εκεί που ο σαμάνος κάνει
μάγια πάνω στο γυμνό καύκαλο
της σιωπής και η φιλοσοφία
Δαχτυλοδείχνει την ασύμμετρη
πλευρά
Των επινοημένων πραγμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου