Απόμερα από το κέντρο της πόλης
Υπάρχει ένας καφενές όπου μαζεύονται
οι άνεργοι και πίνουνε καφέδες
Προσκολλημένοι πάντα στην οργή.
Δίπλα έχει ένα μικρό αλσύλλιο
Που μυρίζει ιδρωμένο χόρτο
και κατουρλιό
Στα πρώτα του βήματα.
Περνά ένα μικρό ρυάκι τόσο φλύαρο
όσο η εξουσία.
όσο η εξουσία.
Κάποιες γριές περνούν με τις φρατζόλες
το ψωμί από τον φούρνο.
το ψωμί από τον φούρνο.
Κανένας άγγελος εκεί.
Ο Θεός ξυπόλυτος φαίνεται που
πατάει στα σύννεφα.
Τι να του προσάψεις;
Κρατάει το νήμα της στάθμης
και δεν νοιάζεται
για της εξέλιξη στο ποίημα.
για της εξέλιξη στο ποίημα.
Εγώ θέλω να είμαι οξυδερκής τόσο
όσο να δω πού θα οδηγήσει η μοναξιά αυτόν που ονειρεύεται φεγγάρια και κορίτσια.
όσο να δω πού θα οδηγήσει η μοναξιά αυτόν που ονειρεύεται φεγγάρια και κορίτσια.
Καμία κοινωνική επανάσταση.
Σκληρή μοιραία λογοτεχνία.
Η Γώγου κοιμάται ήσυχη πως τα
είπε κάποτε όλα.
Τίποτα δεν ελέχθη όμως.
Ή τουλάχιστον, υπάρχει μία κάμαρα
ντυμένη θλίψη
Που πάνω στο κρεβάτι της δυο έφηβοι
αγκαλιάζονται παρήγορα και σαν
Να επιφορτίζονται την ιστορία
όλου του έρωτα
πάνω στα ιδρωμένα κορμιά τους.
πάνω στα ιδρωμένα κορμιά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου