Κατοικώ ένα σπίτι γωνία του πιο απομακρυσμένου ορίζοντα
Η έμπνευση της νύχτας το βυθίζει απαλά κάτω απ' το φεγγάρι
Τρίζουνε τα παλιά του ξύλινα πατώματα
Διαβάζω καθισμένος στην παλιά καρέκλα
Κάτι κοτσύφια δέχονται να γίνουν φίλοι μου
Ο αέρας είναι λίγος και σχεδόν δεν θυμώνει
Με τον βασιλικό και την επηρμένη θαλερή ορτανσία
Που μαγεύει τις ώρες του λευκού πρωινού.
Στις τσέπες μου ό,τι περίσσεψε από την νύχτα
Τρυπώνει μες την άγραφη σελίδα μου και πια είμαι ένας αρχαίος ζητιάνος
Που εκλιπαρεί για την ψυχή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου