Θρυμματίζεται μια κάθετη αχτίδα
του ήλιου.
Γέρνουν τα φυτά
ν’ αρπάξουν από τα κομμάτια της.
Ομιλίες νερού και πάνω απ’ όλες τις αποκαλύψεις ξέρω
ότι καραδοκεί ένας θεός
θρυλικός
από γενιές παλιές ανθρώπων
δημιουργημένος-
να τους εμψυχώνει τάχα..
Και σ’ αυτό το κάστρο ρημαγμένο πια από της μοίρας τους αιώνες
φυτρώνουν θρασέματα τα ζιζάνια-
όπως ν’ αυθαδιάζουνε μες τον καιρό.
Η αθανασία το ξέρει: όλα την αμφισβητούν.
Στους λίγους τάφους που με φέρνει το αργό περπάτημά μου
μέσα απομένουν σκελετοί
ξεκούραστοι-
αδιαφορούν για όλα-
ξέρουνε πως τους κοιτώ.
Αυτοί στρέφουν τα μάτια τους αλλού και το κρανίο
γίνεται σπίτι μιας τσιγγάνας κατσαρίδας
που βγαίνει μία απ’ του στόματος την πόρτα, μία
απ’ τα παράθυρα εκείνα των ματιών.
Ο ήλιος όλο υψώνεται και ξέρει ότι και πάλι θα νικήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου