Φωναχτά πάνω απ’ τις ταράτσες των σπιτιών
Σχίζοντας το γαλάζιο στερέωμα, άδεια
Άοπλη, τρύπια,
Πιασμένη από το μανίκι της συμπάθειας μου
Η ιδέα της μέρας ξημέρωνε απλή.
Φοβισμένες σκιές με συνθήματα ανθρώπων
Τεντώνονταν μες το χαμόγελό της.
Αντικριστά στον άσπρο τοίχο με βιασύνη
Φανερωνόταν το σώμα του θανάτου
Στρίβοντας απότομα στην γωνία
Ξεκοιλιασμένο.
Κουκουλωμένα όνειρα γρύλιζαν∙ ένας ρυθμός
Στεγνό κόκαλο και τεντωμένο τύμπανο της ακοής:
Τον ήπιε η αντηλιά,
πάγωσε
έμεινε αχός μακρινός,
ελληνικό τοπίο.
Είπα την ένατη πρωινή να πάψει να κελαηδεί
Να χορτάσει όρεξη
Καραδοκούσε πάνω στον όρθιο πόθο μου,
Ένα κορίτσι μάτωνε
Γινόταν λύρα
βιολί
να παίζει
νότες του έρωτά μου…
9.6.1983
Ζούμπερι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου