Μπήκα μέσα στον ήσυχο άνεμο
από το μέρος που κανένας δεν ξέρει·
περπάτησα
κάτω από τους φίκους με τα πυκνά λάμποντα φύλλα
που φλυαρούν
βαρύτονα μέσα στο κάθε απόγεμα.
(Ο ήλιος
ξέρει την χλωροφύλλη τους καλά.)
Και πήρα αυτόν τον δρόμο σκέψης που εναρμονίζεται
μ’ αυτό το φως του απογέματος
που θρυμματισμένο περιχύνει τις πέρα κορφές
των βουνών που γελάνε
σχεδόν απολιθωμένα.
Ήπια την σιωπή που τριγύρω μου απλώθηκε-
μέχρι την τελευταία γουλιά.
Είδα
τον χορό του μικρού σπουργιτιού
πάνω στις πλάκες
κρατώντας ένα ψιχίο πολύτιμο αγαθό.
Είδα
το χνάρι της μοίρας που γράφει
στις σελίδες του όρθρου
την ψυχή μου-
σαν μία πεισμωμένη φωτιά
που θέλει ν’ αγκαλιάσει όλον τον ορίζοντα..
Άφησα ελεύθερη την ταπεινή μου καρδιά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου