Β΄.
Ελένη άναμμα πρωιού
Καλοκαιρινού-
Στα ξαφνικά και οι ελπίδες σκίρτησαν- όμως
Τα πουλιά ανεβήκανε μονάχα τους την σκάλα
Της μελωδίας που τα αθώωσε
Καλοκαιρινού-
Στα ξαφνικά και οι ελπίδες σκίρτησαν- όμως
Τα πουλιά ανεβήκανε μονάχα τους την σκάλα
Της μελωδίας που τα αθώωσε
Και το γεράνι στην αυλή που τσούγκρισε το κεφαλάκι του με το γαρίφαλο
Πήρε το νόημα του απρόσμενου αυτό τους το κατορθωμένο-
Με έκπληξη το είπε η στιγμή που ευθύς το θέλησε δικό της!
Πήρε το νόημα του απρόσμενου αυτό τους το κατορθωμένο-
Με έκπληξη το είπε η στιγμή που ευθύς το θέλησε δικό της!
Αλλά
Ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει από φως
( γιατί του είπε την ματιά σκοτάδι). Εγώ
Ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει από φως
( γιατί του είπε την ματιά σκοτάδι). Εγώ
Όμως θα σου ζητήσω να φυσήξεις μια πνοή
Πάνω στο σώμα που έπλασα από ευωδιά
Πάνω στο σώμα που έπλασα από ευωδιά
Κι αν είναι να ανάψουνε τα σπλάχνα του – θ' ανάψουνε
Κι αν είναι όχι η ευωδιά που μένει
Χτυπώντας την η ανάσα σου θε να σκορπίσει ολόγυρα
Κι αν είναι όχι η ευωδιά που μένει
Χτυπώντας την η ανάσα σου θε να σκορπίσει ολόγυρα
Να καταλάβουν οι ανθρώποι τι ζητώ να κάνω!
1987
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου