Όταν βρέχει, τα φυτά υπολογίζουν το κέρδος τους σε αποταμίευση, θησαυρίζουν υδάτινα δώρα
από εκείνα που υφέρπουν μες την χλωροφύλλη τους και ανεβαίνουν
κρυφά στον τρυφερό τους κορμό, ώσπου
να γίνουν φωτεινό άνθος και πλουραλιστική προσευχή
ευωδίας.
Πότε άφησα εγώ αντωνυμίες να με υπερβούνε;
Θέλω να πω πότε άνοιξα χωρίς μια σκέψη το παράθυρο
και κοίταξα κατά τον ουρανό, ξέροντας
πως ο Θεός θέλει κρυφά να μου υπαγορεύει;
Η μικρή σταγόνα που ιριδίζει πάνω στο στιλπνό φύλλο και σ’ αυτήν
θα βρει ξεδίψασμα ο γυμνοσάλιαγκας, θα ευφρανθεί
ο λυρικός σπουργίτης- εικόνα άρρητη.
Κι η λάσπη, εύπλαστη και τονισμένη στον εκδηλωτικό εαυτό της, η λάσπη
γελά κάτω από την συμμαχία του νερού.
Το τσακμάκι της πέτρας νοτίζεται και δεν βγάνει διόλου αυθάδικη σπίθα,
η μέρα υμνολογεί τον ήλιο της, νότες χαρούμενες ξεφεύγουν
κατά τα βουνά, τα πεύκα στολίζουν το κεφάλι τους κι οι πόλεις
γυαλίζουν σαν κομπορρημοσύνης λεγόμενο που εκδηλώνει
ματαιόδοξο σπίρτο ανθρώπινης θέλησης.
Το μεσημέρι με βρίσκει να αναγνώθω χίμαιρες καρυδότσουφλα,
να ανοίγω τις κονσέρβες των νεφών και να νιώθω εγκλεισμένο παράδεισο-
Εγώ που ξέρω από Ουτοπία, καλά φαντάστηκα
την απουσία των όλων,
καλά οσμίστηκα κίνδυνο θανάτου μες την ησυχία που με βόλεψε και λούφαξα
σαν ένα αγρίμι που κουράστηκε τα δάση να διαβαίνει·
Να είμαι προσεκτικός λοιπόν, να είμαι προσηλωμένος
σ’ αυτό που δεν μου φανερώνεται·
Κατοικοεδρεύω στα σύνορα του ήλιου και της θάλασσας,
σπουδάζω τον αφρό στο ακρογιάλι,
οι γλάροι ακούνε την κάθε φιλόδοξη σκέψη μου,
όλες οι θάλασσες είσαι εσύ, όλες οι τρικυμίες·
Όταν βρέχει, η περισπωμένη σκοτώνει τις οξείες μου, ταριχεύει το νόημα, κραδαίνει σπάθαν απειλητική.
Και, μετά, ξεθωριάζουν οι εικόνες και το σαντούρι του ανέμου ακούγεται γλυκό και πικραμένο·
Ο κόσμος που φαντάστηκα είναι ο κόσμος που σε περιέχει και που θέλησα μια μέρα να σε ανταμώσω..
από εκείνα που υφέρπουν μες την χλωροφύλλη τους και ανεβαίνουν
κρυφά στον τρυφερό τους κορμό, ώσπου
να γίνουν φωτεινό άνθος και πλουραλιστική προσευχή
ευωδίας.
Πότε άφησα εγώ αντωνυμίες να με υπερβούνε;
Θέλω να πω πότε άνοιξα χωρίς μια σκέψη το παράθυρο
και κοίταξα κατά τον ουρανό, ξέροντας
πως ο Θεός θέλει κρυφά να μου υπαγορεύει;
Η μικρή σταγόνα που ιριδίζει πάνω στο στιλπνό φύλλο και σ’ αυτήν
θα βρει ξεδίψασμα ο γυμνοσάλιαγκας, θα ευφρανθεί
ο λυρικός σπουργίτης- εικόνα άρρητη.
Κι η λάσπη, εύπλαστη και τονισμένη στον εκδηλωτικό εαυτό της, η λάσπη
γελά κάτω από την συμμαχία του νερού.
Το τσακμάκι της πέτρας νοτίζεται και δεν βγάνει διόλου αυθάδικη σπίθα,
η μέρα υμνολογεί τον ήλιο της, νότες χαρούμενες ξεφεύγουν
κατά τα βουνά, τα πεύκα στολίζουν το κεφάλι τους κι οι πόλεις
γυαλίζουν σαν κομπορρημοσύνης λεγόμενο που εκδηλώνει
ματαιόδοξο σπίρτο ανθρώπινης θέλησης.
Το μεσημέρι με βρίσκει να αναγνώθω χίμαιρες καρυδότσουφλα,
να ανοίγω τις κονσέρβες των νεφών και να νιώθω εγκλεισμένο παράδεισο-
Εγώ που ξέρω από Ουτοπία, καλά φαντάστηκα
την απουσία των όλων,
καλά οσμίστηκα κίνδυνο θανάτου μες την ησυχία που με βόλεψε και λούφαξα
σαν ένα αγρίμι που κουράστηκε τα δάση να διαβαίνει·
Να είμαι προσεκτικός λοιπόν, να είμαι προσηλωμένος
σ’ αυτό που δεν μου φανερώνεται·
Κατοικοεδρεύω στα σύνορα του ήλιου και της θάλασσας,
σπουδάζω τον αφρό στο ακρογιάλι,
οι γλάροι ακούνε την κάθε φιλόδοξη σκέψη μου,
όλες οι θάλασσες είσαι εσύ, όλες οι τρικυμίες·
Όταν βρέχει, η περισπωμένη σκοτώνει τις οξείες μου, ταριχεύει το νόημα, κραδαίνει σπάθαν απειλητική.
Και, μετά, ξεθωριάζουν οι εικόνες και το σαντούρι του ανέμου ακούγεται γλυκό και πικραμένο·
Ο κόσμος που φαντάστηκα είναι ο κόσμος που σε περιέχει και που θέλησα μια μέρα να σε ανταμώσω..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου