Αυτές οι σάλπιγγες του δειλινού που ακούγοντας τες
η ψυχή μου αναστατώνεται.
Ο Ιούλης που σε κράτησα στην αγκαλιά μου αήττητη.
Ο Ιούλης ενός φεγγαριού.
η ψυχή μου αναστατώνεται.
Ο Ιούλης που σε κράτησα στην αγκαλιά μου αήττητη.
Ο Ιούλης ενός φεγγαριού.
Το λιανό φως έστελνε
σε άλλες εποχές τα βράχια
κατ’ από την Ακρόπολη
που βούλιαζε και ταπεινά
χάνονταν μες το μαύρο.
σε άλλες εποχές τα βράχια
κατ’ από την Ακρόπολη
που βούλιαζε και ταπεινά
χάνονταν μες το μαύρο.
Η έμπνευση έτρεξε στους δρόμους της πολιτείας
με τα φώτα αυτοκινήτων.
Τα παράθυρα έκλειναν σιγά
και μεγάλοι ίσκιοι από άντρα και γυναίκα που θέλγονται του έρωτα
βημάτισαν στην κάμαρη.
Ο σκοταδόγατος εγώ.
Η ζωή μου λέω ρημαγμένη.
Ταπεινός μέχρι τέρμα κάτι έλπισα
από βουερή ψυχή ν’ ανάψει αλλά ο μάταιος στοχασμός
δρασκέλισε τα σύνορα του απόκοτου
και γίνηκε πάλι απόγνωση.
με τα φώτα αυτοκινήτων.
Τα παράθυρα έκλειναν σιγά
και μεγάλοι ίσκιοι από άντρα και γυναίκα που θέλγονται του έρωτα
βημάτισαν στην κάμαρη.
Ο σκοταδόγατος εγώ.
Η ζωή μου λέω ρημαγμένη.
Ταπεινός μέχρι τέρμα κάτι έλπισα
από βουερή ψυχή ν’ ανάψει αλλά ο μάταιος στοχασμός
δρασκέλισε τα σύνορα του απόκοτου
και γίνηκε πάλι απόγνωση.
Η ώρα δώδεκα το μεσονύχτι ψάχτηκα και βρέθηκα μόνος.
Κ’ εσύ που ήσουν;
Με γεμίζει ο πόνος του άδειου ορίζοντα!.
Κ’ εσύ που ήσουν;
Με γεμίζει ο πόνος του άδειου ορίζοντα!.
Αυλίδα 15/7/82
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου