...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

8 Φεβρουαρίου 2015

Οι νεκροί…





Αλλιώτικα η γη κοιμάται απόψε.
Άνοιξε τους τάφους της,- οι νεκροί
σηκώθηκαν και πήρανε δρόμο,
κανένα μνήμα δε είναι μνήμα πια.
Οι νεκροί μ' ακολουθούν καθώς καταβαίνω
στην παραλία, ανάμεσα από τα απόκρημνα βράχια, μόνος
και ιδρωμένος, σαν ένας γυμνοσάλιαγκας που μυρίστηκε
μια δροσερή ισορροπία.
Οι νεκροί ζητούν την τόλμη μου, οι νεκροί
άφησαν πίσω τους τα φέρετρα και πήραν
απόνα βιβλίο και κάθισαν στην προκυμαία των συλλογισμών.
Μάζεψα τα ρούχα μου- θα φύγω.
Θα πάω σ' άλλη πόλη, σ' άλλη χώρα, θα ανοίξω
τα φτερά μου
σαν ένα πουλί που κουράστηκε να ζει δοκιμάζοντας
την ροπή του ανέμου στα μεγάλα φτερά του.
Οι νεκροί μου μιλούν σε μια γλώσσα που πια δεν καταλαβαίνω.
Γι' αυτό
ντύνομαι θάνατο και καπνίζω
επάνω στα πεζούλια του ουρανού
δοκιμάζοντας ένα ύφος
γεμάτο αντιρρήσεις..





3 σχόλια:

Αστοριανή είπε...

Aπό το "Πυροβολώ"
...Ναρκοθετώ τον κάμπο των ονείρων και ζω μ' επικινδυνότητες που ξαφνιάζουν.ΣΠ

Η αγανάκτηση, Φίλε μου!
Τίποτα πλέον δεν πάει ίσια... ακόμη και η καρδιά παλινδρομεί... ούτε τα μάτια κρατούν ότι βλέπουν...

Σε ... Νεο-Υορκικό-ασπάζομαι ... Τρέλα γνωστική...

Υιώτα

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ είπε...

εδώ θα σου αφιερώσω ένα ποίημα του Σεφέρη..
να σταθείς με προσοχή!
τα φιλιά μου!



Ένας γέροντας στην ακροποταμιά

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πως προχωρούμε.
Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι
μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα,
όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουνε τα τειχιά.

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε,
όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μας
και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό.
μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο,
το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε
το μεσημέρι.
αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω
καθώς το μακρύ ποτάμι που βγαίνει
από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική
και ήτανε κάποτε Θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής
και δέλτα.
που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι,
κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα,
και το ίδιο Σημείο, ο ίδιος προσανατολισμός.

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά, βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε
από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός νά πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.

Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε
γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι
αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα
και ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που θερίζουν
και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών.
Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι
τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων
κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα
χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους,
χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα.
όταν κοιτάζουν ίσια- πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε
ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα,
όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό
περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι,
πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν’ αλλάζει σχήμα,
να μεγαλώνει και να μικραίνει.
αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας,
στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι
ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει,
πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε
σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο
αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο
λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.

Αστοριανή είπε...

...κι είναι καιρός νά πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά... Γ. Σεφέρης
(από το Ένας γέροντας στην ακροποταμιά, ευγενική φροντίδα του Στρατή Παρέλη)

Τώρα, κρατώ το μοναδικό πορτοκάλι, μια πράσινη γροθιά, που δεν άντεξε το βάρος του η πεντάχρονη "μάνα" του, στην γλάστρα, γιατί αρρώστησε, έπεσαν όλα τα φύλλα της, και τελευταίο ξεκολήθηκε κι αυτό πέφτοντας στο πάτωμα...
Ένα αισθητό κενό, ανάμεσα στις άλλες γλάστρες, πίσω από τα μεγάλα παράθυρα του ήλιου...
Δυστυχώς, μια δεκάχρονη λεμονιά, η παρέα της, που για πρώτη φορά τα άνθια της έδεσαν κι έκαναν επτά λεμόνια, ακόμη μέτρια και καταπράσινα... φοβάμαι θα την χάσω...
Συντηρώ με σπρέι... κι ελπίζω...

ΦΥΣΙΚΑ, δεν είναι άνθρωποι...
κι όμως, συντηρούν στην ψυχική εγκατάληψη, στην φθορά...

Είναι και η κλεισούρα, η φυλακή του ευεργετηκού -κατά τα ΄αλλα χιονιού με τον πάγο...

Μοιάζουμε σαν τις αρκούδες με δίχως χειμερία νάρκη...

Με τύλιξες με την εσθήτα της πνευματικής αδελφής
κι αυτό έκανε τα δάκρυα πιο αρμυρά...
όμως, η κρυφή αγαλλίαση, ρίζωσε στον κήπο σου. Ξέρω ότι θα με ακολουθεί από μακριά με το φύσιμα του βοριά...
Να ΕΙΣΑΙ καλά. Σε χρειαζόμαστε!

Καλή σου νύχτα,
Υιώτα

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου