Τα μελαγχολικά προάστια βουβαίνονται μες το φθινόπωρο
και ξαναζωντανεύουν
όταν ο ήλιος κάποιο μεσημέρι τα συνδράμει
με τα ωραία καλά του- ω τι υπερβολή αυτές οι λέξεις,
που γίνονται κοίλες και κυρτές και συνουσιάζονται
επάνω στην σελίδα
αδιάφορες για την εντύπωση που θ’ αφήσουν μεταθανάτια
μαλακώνοντας έως την υστεροφημία τους
αυτές οι λέξεις οι αγκιστρωμένες πάνω στο πέτο του κόσμου.
Στην άσφαλτο γλιστρούν τα
αυτοκίνητα
τα λάστιχά τους στριγκλίζουν, τα φρένα τους μουντζουρώνουν
το λουστρίνι του δρόμου
την ώρα ετούτη που σου μιλώ και κοιτάς κατά τον ορίζοντα
ευθεία πάνω από την λίμνη, στην κοιλιά ετούτη της γης.
Εξαλείφονται οι θόρυβοι και
μένουμε μόνοι
σ’ ένα τοπίο που η υγεία του αφήνει
μια γεύση υπόγλυκη πάνω στις πικροδάφνες
που κυκλώνουν την γέφυρα όπως για να σε πάνε κάπου αλλού.
Τα μαλλιά σου ανεμίζουν, τα μάτια σου αγιοποιούν τα
λιόδεντρα
κι ένα πουλί αφήνει τον κελαηδισμό του να ψηλώσει
κατά του ουρανού την άφατη αρμονία.
Η λίμνη γεμίζει πάπιες και
φοβισμένα νεροκοτάκια
που τσαλαβουτούν πάλι και πάλι
σ’ έναν της ευφροσύνης χορό.
Κι η ζέστα αυτή η απρόσμενη, όπως ιέρεια που τα λειτούργησε
όλα καλώς, δίνει
το χάδι της απλόχερα στις καλαμιές που στον ρυθμό κινούνται
της δικής σου και της του ζέφυρου αναπνοής..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου