Ένα μικρό πουλί που έπεσε απ' την φωλιά του.
Ο ήλιος μουρλαίνει τις νεραντζιές και τις μεταφέρει,
σαν είδωλα του εαυτού τους,
μες τον καθρέφτη της πόλης.
Παίζεις με μένα· τα νερά με υπερασπίζονται·
άσε τον καπνό του τσιγάρου
να πλανηθεί μες τον ορίζοντα· νοσταλγώ
τα αστέρια που κράτησα
μια νύχτα μες τα χέρια μου και που σου χάρισα
όταν στο πλάι μου έγειρες να κοιμηθείς.
Τα λαίμαργα φυτά απομυζούν τις ηλιαχτίδες νομίζοντας
θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο
να ζουν με το στέρνο τους γεμάτο χειμώνα. Και να
που η υφή των πάντων αλλάζει, στα μάτια έρχεται ο πόνος
να καθρεφτιστεί, ο ίσκιος ανταμώνει το σώμα του και ο αέρας
ξεντύνει την κοιλιά της γης, να φανούν τα καλά της.
Σκαρφαλώνω μέσα στους αριθμούς.
Είμαι ο φτωχότερος όλων.
Πριν καν γεννηθούν δεξιότητες
έχω κατανοήσει από πυκνότητες των αισθημάτων,
τον ουρανό που ριγεί σαν ένα άνθος που επιστρέφει
στον μίσχο του,
στο βασίλειο της ωραίας ζωής!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου