Λιγόλογος και
φαιδρύνω του μεσημεριού τις όψεις.
Πού είναι κούφια η ζωή και που ηχεί αναστολέας όλων ο θάνατος;
οι ανατολές, σπιθίζουν
Και το αιώνιο μυστικό φυλάτουν της αγνότητας.
Ξεκινήσαμε και σταματήσαμε μέσα σε ανθισμένους κάμπους
κάποτε μες την βροχή
Που κάνει λυρικά ρυάκια
Στην πατριδογνωσία μας.
Αφήνομαι να με τρυπούν βελόνες ύπνου και
Της αγρύπνιας μου πιο δέσμιος σέρνω
μεγάλες αλυσίδες που εδραιώνουν θάνατο στο μέρος της ντροπής
της ανθρωπότητας
Λυγίζω μπρος σε άφωνα
κεριά που μνήμη συντηρούν του εκλιπόντος που
κρατώ ο δόλιος μέσα στην καρδιά μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου