Τα
σκουλαρίκια που έλεγε η γιαγιά μου-
αναμμένα
ως
την δόξα τους και τώρα
σταματημένα
σε
ένα άλλον
αόριστο
κήπο·
Κι
εκείνη
ούτε
ανάσα ούτε ίσκιος που προβαίνει
πίσω
από την μάντρα
με
το μικρό της ποτιστήρι, δροσίζει
τις
γαρουφαλλιές.
Λόγια
μες τον αέρα, ξεθυμασμένα, όπως
μουσική
που
εξασθενεί
σαν
έρχεται
το
βράδιασμα
και
οι πανηγυριώτες
κουρασμένοι
σταματάνε.
Χρόνος
μες το κουκούλι του- σαν
χρυσαλίδα
που
υποσχέθηκε
μια
νέα ζωή.
Και
το λουλούδι
βαρυσήμαντο
και
μόνο
ξορκίζει
την παλιά ηχώ
σκλαβιάς
που έσβησε
μα
ούτε καταλύθη'..
Α
ρε γιαγιά πώς μου 'λειψες! και ήρθανε
πιο
δύσκολα
και
που δεν τα περίμενα
έτσι
τα χρόνια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου