Σε βάθος ονείρου..
Είδα τα νυσταγμένα φυτά, τις γυναίκες
που γέρασαν
Και μια ρυτίδα που έτρεχε στα πρόσωπά τους.
Τις άλλες μέρες δεν σταμάταγε η βροχή.
Έκοβα τις σανίδες μιας βιτρίνας
με το πριόνι
Κι όλα, το ήξερα, την εποχή ετούτη,
ήταν εμπόρευμα.
ήταν εμπόρευμα.
Αν νύχτωνε, η φωνή του φεγγαριού ξεμύτιζε
από τα σύννεφα και η πόλη
από τα σύννεφα και η πόλη
Αποκτούσε άλλο ενδιαφέρον.
Κάτι αδέσποτα σκυλιά γαύγιζαν τους περαστικούς
που αδιαφόρετα γυρνούσαν.
που αδιαφόρετα γυρνούσαν.
Μαύριζαν όλα για να φανεί κάπου ανάμεσα
Ένα παρήγορο αναποφάσιστο άστρο..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου