Μπαρουτοκαπνισμένο το φως και ανέρχεται καταλαμβάνοντας
Σιγά σιγά την γαλήνη.
Το πρωινό μας πλήττει θανάσιμα,
Δεν μας σέβεται όπως η νύχτα, απλώνει
πάνω μας τα δυνατά νύχια του και αφήνει
Την φαρέτρα του κάπου σιμά
Γύπας που ψάχνει για τροφή.
Κάπου νικά και κάπου σφάλει.
Ο μήνας έχει αντιρρήσεις, καθαρές
Αποσκιρτήσεις από την αιωνιότητα,
ένα τσούρμο από αγγέλους χάνεται στον ουρανό που ποζάρει
Σαν παλιός μάγος να δείξει την χάρη του.
Μέλισσες σαν τυφλές έρχονται
Πάνω απ’ τα λουλουδάκια τα αβρά·
ένα γεράκι φτερακίζει αποφασισμένο·
λιακάδα κραταιή, μια υψιπέτεια και πόζα του εγωισμού μας.
Χτίζει ο γεωργός της άνοιξης με τα υπάρχοντά του
Το υποστατικό που αξιώνεται τον ελαιώνα.
Κι η θάλασσα
όπως σεντόνι λουλακί απλωμένο
Τρέμει κρουστή μες τον πυκνό αέρα. Μάγισσα.
Ο ποιητής ακούει τον βραχνά του.
Κοιμάται και στο αποκάρωμα του ύπνου
Όνειρο που τον πλησιάζει
Παράξενο.
Παντού η ρίμα του πελάγου και παντού ο αφρός
Του κύματος που δεν κωφεύει…
Σιγά σιγά την γαλήνη.
Το πρωινό μας πλήττει θανάσιμα,
Δεν μας σέβεται όπως η νύχτα, απλώνει
πάνω μας τα δυνατά νύχια του και αφήνει
Την φαρέτρα του κάπου σιμά
Γύπας που ψάχνει για τροφή.
Κάπου νικά και κάπου σφάλει.
Ο μήνας έχει αντιρρήσεις, καθαρές
Αποσκιρτήσεις από την αιωνιότητα,
ένα τσούρμο από αγγέλους χάνεται στον ουρανό που ποζάρει
Σαν παλιός μάγος να δείξει την χάρη του.
Μέλισσες σαν τυφλές έρχονται
Πάνω απ’ τα λουλουδάκια τα αβρά·
ένα γεράκι φτερακίζει αποφασισμένο·
λιακάδα κραταιή, μια υψιπέτεια και πόζα του εγωισμού μας.
Χτίζει ο γεωργός της άνοιξης με τα υπάρχοντά του
Το υποστατικό που αξιώνεται τον ελαιώνα.
Κι η θάλασσα
όπως σεντόνι λουλακί απλωμένο
Τρέμει κρουστή μες τον πυκνό αέρα. Μάγισσα.
Ο ποιητής ακούει τον βραχνά του.
Κοιμάται και στο αποκάρωμα του ύπνου
Όνειρο που τον πλησιάζει
Παράξενο.
Παντού η ρίμα του πελάγου και παντού ο αφρός
Του κύματος που δεν κωφεύει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου